Η Κόκκινη και η Μπλε Αμερική αρνούνται να μετακινηθούν
Παρά τα δύο χρόνια οικονομικής και πολιτικής αναταραχής, ο πολιτικός χάρτης φαίνεται σχεδόν ίδιος με εκείνον του 2020
Τα τελευταία δύο χρόνια στις ΗΠΑ ήταν ταραχώδη ακόμη και σε σύγκριση με τα πρότυπα οποιας άλλης χώρας. Περισσότεροι από ένα εκατομμύριο θάνατοι από μια κακοδιαχειρισμένη πανδημία, μια εγχώρια επίθεση στην έδρα της κυβέρνησης, μια δικαστική απόφαση που στόχευε εκατομμύρια γυναίκες και ο πληθωρισμός που εκτοξεύτηκε σε υψηλό 40 ετών, όλα αυτά ενώ ο πρώην πρόεδρος πλανιόταν στο περιθώριο.
Αυτού του είδους τα πράγματα συνήθως ανατρέπουν την πολιτική, επιφέροντας τουλάχιστον μια σθεναρή επίπληξη του προέδρου και, σε ορισμένες περιπτώσεις, προκαλώντας μια πλήρη αναδιάταξη. Ας δούμε για παράδειγμα την απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την ΕΕ: μέσα σε τρία χρόνια από το δημοψήφισμα, το 40 τοις εκατό των Βρετανών ψηφοφόρων άλλαξαν κόμματα, χωρίς να αισθάνονται πλέον άνετα στην παλιά τους φατρία.
Αλλά οι ΗΠΑ εμφανίζονται να έχουν ανοσία σε τέτοιες αλλαγές. Σε μια εκλογική αναμέτρηση που προμήνυε, με διάφορους τρόπους, κόκκινο κύμα οργής που προκλήθηκε από τον πληθωρισμό, γαλάζια αντίδραση για τα δικαιώματα των αμβλώσεων και αναβίωση του Τραμπ στις τάξεις των Ρεπουμπλικανών, το πιο εντυπωσιακό δεν είναι πόσα άλλαξαν, αλλά πόσο λίγα.
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, λιγότερο από το 5% των ψηφοφόρων στις ενδιάμεσες εκλογές άλλαξαν παράταξη από το 2020. Αυτό είναι το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό αλλαγής παράταξης που καταγράφηκε σε εκλογές στις ΗΠΑ από τότε που ξεκίνησε η συλλογή δεδομένων το 1952. Έρχεται, δε, οριακά δεύτερο μετά το ποσοστό που καταγράφηκε στις γενικές εκλογές δύο χρόνια πριν.
Συνήθως, τέτοιου είδους πολιτικές αναταραχές θα υπονοούσαν την ύπαρξη απάθειας. Όμως αντίθετα, αυτή η μοναδικά αμερικανική αδράνεια είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι ψηφοφόροι έχουν πιο έντονα αισθήματα για την πολιτική από ποτέ. Αυτό καθιστά τη μετάβαση σε άλλο κόμμα αδιανόητη για όλους εκτός από μια μικρή μειοψηφία.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν τους ζητήθηκε να βαθμολογήσουν τα συναισθήματά τους προς τους πολιτικούς τους αντιπάλους από 0 (παγερή αντιπάθεια) έως 100 (απόλυτα θερμή), οι Ρεπουμπλικάνοι και οι Δημοκρατικοί έβαλαν στους αντιπάλους τους βαθμό λίγο πάνω από το 57. Βέβαια, αυτό δεν δείχνει αγάπες και λουλούδια, αλλά αφήνει να διαφανεί κάποια φιλικότητα. Έκτοτε, και ειδικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η βαθμολογία αυτή έπεσε στο 20. Ταυτόχρονα, το μερίδιο των Αμερικανών που λένε ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των κομμάτων έχει διπλασιαστεί από 40 τοις εκατό σε 80. Ουσιαστικά, η πολιτική των ΗΠΑ «μπετονάρεται».
Βλέπουμε αυτή την πεισματική πόλωση να παίζει ρόλο σε συγκεκριμένα ζητήματα. Η κατάργηση της απόφασης Roe vs Wade [σ.σ. του Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετικά με την ελευθερία στις αμβλώσεις] ήταν αναμφισβήτητα ένα τεράστιο κίνητρο στην επιλογή ψήφου αυτή την εβδομάδα, όπως φάνηκε καλύτερα στο Μίσιγκαν, όπου το 14 τοις εκατό των πρώην ψηφοφόρων του Τραμπ υποστήριξαν νομοσχέδιο που δημιουργεί συνταγματικό δικαίωμα στην άμβλωση. Αλλά στις εκλογές της ίδιας πολιτείας για κυβερνήτη, όπου η υποψήφια των Δημοκρατικών έβαλε τα δικαιώματα των αμβλώσεων μπροστά και στο επίκεντρο της εκστρατείας της, μόνο ο μισός αυτός αριθμός μεταπήδησε από το κόκκινο στο μπλε. Αυτό υποδηλώνει ότι η κομματική πίστη έρχεται πρώτη, ακόμη και σε ένα τόσο βασικό ζήτημα.
Πώς μπορεί κάτι που εξοργίζει εκατομμύρια πολίτες να μην έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο; Επειδή η άνοδος της κομματικής πόλωσης τις τελευταίες δεκαετίες έχει έρθει χέρι-χέρι με την αυξημένη πόλωση σε πολιτικά ζητήματα. Το 1980, οι απόψεις Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων για τις αμβλώσεις ήταν ουσιαστικά μη διακριτές. Αλλά μέχρι το 2020, οι Αμερικανοί είχαν ήδη αυτό-ταξινομηθεί σε Δημοκρατικούς υπέρ του δικαιώματος επιλογής άμβλωσης και Ρεπουμπλικάνους κατά της επιλογής .
Αυτή η αυξανόμενη σύμπνοια στη βάση κάθε κόμματος και η αυξανόμενη απόσταση μεταξύ των δύο, προκαλεί αδιέξοδα όπως είδαμε αυτήν την εβδομάδα και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο ρυθμός ή η κατεύθυνση της πορείας πρόκειται να αλλάξουν. Πράγματι, τα δεδομένα δείχνουν επίσης ότι η ιδεολογία υπερτερεί ολοένα και περισσότερο έναντι της φυλετικής ταυτότητας, καθώς μαύροι, Ισπανόφωνοι και Ασιάτες ψηφοφόροι στις ΗΠΑ αυτοπροσδιορίζονται ως φιλελεύθεροι ή συντηρητικοί.
Τέτοιου είδους αλλαγή φάνηκε από την επιτυχία του Ρον ΝτεΣάντις στην κούρσα για κυβερνήτη της Φλόριντα. Ο (πιθανός υποψήφιος για την προεδρία) Ρεπουμπλικανός κέρδισε την ιστορικά μπλε κομητεία του Μαϊάμι-Ντέιντ με διαφορά 11 ποσοστιαίων μονάδων στην πορεία του προς την πολιτειακή νίκη. Αυτή ήταν μια αλλαγή 40 μονάδων στα έξι χρόνια από τότε που η Χίλαρι Κλίντον κέρδισε την κομητεία με 30 μονάδες διαφορά στην προσπάθεια της το 2016 να κερδίσει τον Λευκό Οίκο.
Αν μια εβδομάδα είναι πολύς χρόνος στην πολιτική, τότε δύο χρόνια είναι ένας αιώνας. Αλλά το πολιτικό τοπίο των ΗΠΑ φαίνεται σχεδόν τέλεια πολωμένο για να διατηρεί τα αποτελέσματα στην κόψη του ξυραφιού. Με τα κόμματα να παλεύουν για έναν συνεχώς συρρικνούμενο αριθμό ψηφοφόρων που πραγματικά θα ήθελαν να ακούσουν πειστικά επιχειρήματα, ενώ οι τάξεις των σκληροπυρηνικών συνεχίζουν να διογκώνονται, η πρόβλεψή μου είναι ότι θα συνεχίσουμε να περιμένουμε τα αποτελέσματα πολύ μετά το πέρας των εκλογών το 2024.
«Τι επιλογή έχουν;»: Οι CEO της Αμερικής προσκυνούν τον Ντόναλντ Τραμπ
Ακόμη και οι εταιρικοί αντίπαλοι του εκλεγμένου προέδρου σπεύδουν να τον αγκαλιάσουν στο Mar-a-Lago
Η εκπληκτική επιτυχία των προγραμμάτων διάσωσης της Ευρωζώνης - Το παράδειγμα της Ελλάδας
Καθώς το κόστος δανεισμού της Ελλάδας πέφτει στα γαλλικά επίπεδα, η «περιφέρεια» του μπλοκ δείχνει την αξία της σταθερής μεταρρύθμισης
Τα οφέλη και τα όρια των ιδιωτικοποιήσεων
Μπορούμε να αντλήσουμε σημαντικά διδάγματα από την ποικίλη εμπειρία του Ηνωμένου Βασιλείου
Γιατί οι «εξαιρετικές οικονομίες» απαιτούν και μια... εξαιρετική ευελιξία
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να προσαρμόσουν τις προσεγγίσεις τους, μεταξύ άλλων μέσω προληπτικών διαπραγματεύσεων με την κυβέρνηση Τραμπ
Η Γαλλία, το mode της «γκρινιάρας μαμάς» και το παράδειγμα της Ελλάδας
Η σύγκλιση των γαλλικών αποδόσεων με της Ελλάδας αποτελεί έλεγχο πραγματικότητας