Ο Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται να προχωρά ακάθεκτος προς την ανακοίνωση την Τρίτη το βράδυ ότι σχεδιάζει να διεκδικήσει ξανά την προεδρία. Η ειρωνεία είναι ότι περισσότερο θα χαρούν οι Δημοκρατικοί παρά οι Ρεπουμπλικάνοι, επειδή οι πρώτοι τον βλέπουν ως τον πιο εύκολο αντίπαλο… ώστε να τον νικήσουν για άλλη μια φορά.

Οι σύμβουλοι του κ. Τραμπ τον προέτρεψαν να καθυστερήσει την ανακοίνωση τουλάχιστον μέχρι τον δεύτερο γύρο της εκλογικής αναμέτρησης για την Γερουσίας στις 6 Δεκεμβρίου στη Γεωργία. Όμως ο κ. Τραμπ το ανακοινώνει τώρα, πολύ πριν να είναι ανάγκη, για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι για να προσπαθήσει να ξεκαθαρίσει το πεδίο στο κόμμα του από πιθανούς ανταγωνιστές, ειδικά αυτούς που είναι κυβερνήτες πολιτειών, όπως ο Ρον ΝτεΣάντις και ο Γκλεν Γιανγκίν που έχουν δείξει ότι μπορούν να κερδίσουν σε διαφιλονικούμενες πολιτείες.

Ο κ. Τραμπ θέλει επίσης να προλάβει μια πιθανή απαγγελία κατηγορίας από το υπουργείο Δικαιοσύνης. Εάν ο κ. Τραμπ έχοντας ήδη ανακοινώσει την υποψηφιότητα του για τη θέση του Προέδρου Μπάιντεν, μπορεί να παρουσιάσει το κατηγορητήριο του Γενικού Εισαγγελέα Μέρικ Γκάρλαντ ως πολιτικά υποκινούμενο, και ίσως έτσι να μπορέσει να συσπειρώσει τους Ρεπουμπλικάνους στο πλευρό του. Η μοίρα του Χέρσελ Γουόκερ είναι επακόλουθο της φιλοδοξίας του κ. Τραμπ.

***

Οι στήλες της εφημερίδας μας πιστεύουν στη δημοκρατία, που σημαίνει εμπιστοσύνη στις αποφάσεις των ψηφοφόρων. Ακόμη και όταν κάνουν λάθη, το συνταγματικό μας σύστημα επιτρέπει ελέγχους και διορθώσεις. Προειδοποιήσαμε για τον χαρακτήρα του κ. Τραμπ το 2016, αλλά μόλις εκλέχτηκε τον καλύψαμε ειδησεογραφικά όπως κάθε άλλο Πρόεδρο. Το οφείλαμε στους αναγνώστες μας. Εξάλλου ο κ. Τραμπ είχε και πολλές πολιτικές επιτυχίες: στους φόρους και τον περιορισμό των κανονισμών, την ενεργειακή ασφάλεια, τους δικαστικούς, τις Αβραμικές Συμφωνίες, την απαλοιφή των ψευδαισθήσεων για το Ιράν, μεταξύ άλλων.

Αλλά τα ελαττώματα του χαρακτήρα του – ο ναρκισσισμός, η έλλειψη αυτοελέγχου, η κακομεταχείριση συμβούλων, οι εφηβικής χροιάς βεντέτες του – ήταν προσκόμματα σε αυτήν την επιτυχία. Πριν από την Covid, ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν σε πορεία για επανεκλογή. Αλλά η ζημιά από το κλείσιμο της οικονομίας σε συνδυασμό με την ασταθή συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια εκείνης της κρίσης έδωσε στον Τζο Μπάιντεν το περιθώριο να διεξάγει εκστρατεία για επιστροφή στην ομαλότητα. Ο κ. Τραμπ έχασε εκλογές που θα μπορούσε να είχε κερδίσει.

Αν είχε αποδεχτεί αυτή την ήττα, θα μπορούσε τώρα να είναι έτοιμος για επιστροφή δεδομένης της αντιδημοτικότητας του κ. Μπάιντεν. Όμως ο κ. Τραμπ αμφισβήτησε το αποτέλεσμα πολύ πέρα ​​από κάθε λογικό όριο και ενθάρρυνε τους υποστηρικτές του να επιτεθούν στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου. Ασκούσε πίεση στον πιστό του αντιπρόεδρο, Μάικ Πενς, να σταματήσει την καταμέτρηση των ψήφων του Εκλογικού Κολλεγίου σε σημείο που εκφράστηκαν απειλές εναντίον της ζωής ανθρώπων, εναντίον ακόμη και του ιδίου του κ. Πενς. Η θανατηφόρα επίθεση στο Καπιτώλιο θα αμαυρώνει για πάντα την υστεροφημία του.

Οι εκλογές της περασμένης εβδομάδας έδειξαν ότι η προσκόλληση στην άρνηση των εκλογών του 2020, όπως έκανε ο κ. Τραμπ, είναι παιχνίδι για losers. Οι Ρεπουμπλικάνοι που ακολούθησαν αυτή τη γραμμή για να κερδίσουν την υποστήριξή του, σχεδόν όλοι, έχασαν. Η χώρα έδειξε ότι θέλει να προχωρήσει, αλλά ο κ. Τραμπ αρνείται—ίσως επειδή δεν μπορεί να παραδεχτεί ότι είναι loser.

Ο κ. Τραμπ θα κουβαλάει όλα αυτά τα «μπαγκάζια» και ακόμη περισσότερα στην αναμέτρηση του 2024. Το 2016 οι ψηφοφόροι άδραξαν την ευκαιρία στηρίζοντας τον θρασύτατο αουτσάιντερ επιχειρηματία εναντίον της αντιδημοφιλούς Χίλαρι Κλίντον. Τώρα οι Αμερικανοί γνωρίζουν ότι ο Ντόναλντ Τραμπ που είδαν στην εξουσία είναι ο ίδιος που θα τους διοικούσε για άλλα τέσσερα χρόνια. Ψήφισαν το 2018 και το 2020 για να σταματήσουν τις καθημερινές αναταραχές. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι θα ψήφιζαν το 2024 για να περάσουν όλα αυτά και πάλι.

Πολλοί Ρεπουμπλικάνοι που βλέπουν τον κ. Τραμπ ως σωτήρα τους θα θελήσουν να εκμεταλλευτούν αυτή την ευκαιρία. Ισχυρίζονται ότι μόνο αυτός μπορεί να τα βάλει με την πείσμωνα, και όλο και πιο ριζοσπαστική, αριστερά. Όμως, δύο χρόνια εκτός εξουσίας, ο κ. Τραμπ έχει μικρότερη δημοτικότητα από τον κ. Μπάιντεν. Διχάζει τους Ρεπουμπλικάνους, ενώ ιστορικά αποτελεί το πιο αποτελεσματικό κίνητρο για προσέλευση των Δημοκρατικών στις κάλπες.

Ακόμα κι αν από κάποιο θαύμα κέρδιζε ο κ. Τραμπ, θα δυσκολευόταν να στελεχώσει μια κυβέρνηση με κορυφαίους παράγοντες. Συνταγματικά, έχει δικαίωμα να είναι πρόεδρος μόνο για μια ακόμη θητεία. Αν ο κ. Τραμπ έπαιρνε το χρίσμα, οι Ρεπουμπλικάνοι θα κατέβαζαν υποψήφιο ο οποίος αυτόματα θα καθίστατο πολιτικά ανίσχυρος.

Το πρόβλημα για τους Ρεπουμπλικάνους είναι ότι η βάση του κ. Τραμπ είναι τόσο πιστή που μπορεί να κερδίσει την υποψηφιότητα στο τόσο πολωμένο πεδίο. Αυτό συνέβη το 2016. Και αν ο κ. Τραμπ έχανε την υποψηφιότητα, θα δεχόταν αυτό το αποτέλεσμα; Ή μήπως θα σαμποτάρει τον νικητή παροτρύνοντας τους υποστηρικτές του να μείνουν στο σπίτι ή θέτοντας υποψηφιότητα ως ανεξάρτητος τρίτος υποψήφιος; Θυμηθείτε ότι ο κ. Τραμπ αρνήθηκε να υποσχεθεί ότι θα υποστηρίξει άλλον ρεπουμπλικάνο υποψήφιο το 2016.

***

Πιστεύουμε στην ανθεκτικότητα των θεσμών των ΗΠΑ. Αυτό ήταν το σημείο στο οποίο διαχωρίσαμε τη θέση μας από την Αριστερά και πολλούς που διατυμπάνιζαν «Ποτέ Τραμπ» και αρνιόντουσαν να δεχτούν τη νίκη του κ. Τραμπ το 2016 ως νόμιμη. Δεν εμπιστεύονταν τη δημοκρατία, παρόλο που προσποιούνταν ότι την προστάτευαν. Αντί να εμπιστεύονται τους ψηφοφόρους, επευφημούσαν την υπονόμευση από το FBI το 2016, τη συνωμοσιολογία περί ρωσικής σύμπραξης, την αντίθεση σε όλους σχεδόν τους υποψηφίους του Τραμπ, την παραπομπή του και την επιδρομή στο Μαρ-α-Λάγκο.

Όλα αυτά περισσότερο βοήθησαν, παρά πλήγωσαν, τον κ. Τραμπ στα μάτια των υποστηρικτών του. Στη συνέχεια μπορεί να εμφανιστεί κατηγορητήριο που και πάλι θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Αυτό ακριβώς θέλουν οι Δημοκρατικοί καθώς ελπίζουν ότι οι Ρεπουμπλικάνοι θα τον ξαναχρίσουν υποψήφιο.

Ο πραγματικός χαλινός για τον κ. Τραμπ ήταν οι ψηφοφόροι που του έδωσαν την ευκαιρία το 2016. Στη συνέχεια τον έλεγξαν εκδιώκοντας Ρεπουμπλικανούς από το Κογκρέσο το 2018, του στέρησαν την επανεκλογή και την περασμένη εβδομάδα κατατρόπωσαν σχεδόν όλους τους επιλεγμένους υποψηφίους του σε αμφίρροπες εκλογικές αναμετρήσεις

Θα ήταν προς όφελος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και της χώρας εάν ο κ. Τραμπ παραχωρούσε το πεδίο στην επόμενη γενιά Ρεπουμπλικανών ηγετών για να ανταγωνιστούν για το χρίσμα για τις εκλογές του 2024. Εάν ο κ. Τραμπ επιμείνει να είναι υποψήφιος, τότε οι Ρεπουμπλικάνοι ψηφοφόροι θα πρέπει να αποφασίσουν εάν θέλουν να χρίσουν τον άνθρωπο που είναι πιο πιθανό να προκαλέσει ήττα για το κόμμα τους και να παραδώσει την εξουσία στην προοδευτική αριστερά.

Μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο

Πρόσφατα Άρθρα