Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Economic Forecast, Νοέμβριος 2022), το ΑΕΠ της Ευρωζώνης εκτιμάται ότι θα καταγράψει ετήσια άνοδο ύψους 3,2% το 2022 και μόλις 0,3% το 2023, από 2,6% και 1,4%, αντίστοιχα, στις καλοκαιρινές προβλέψεις της, όπως επισημαίνει στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων η Alpha Bank..

Και προσθέτει, ότι αντιθέτως για την Ελλάδα η ΕΕ αναθεωρεί προς τα πάνω την εκτίμησή της για τον ρυθμό αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ ο οποίος αναμένει να διαμορφωθεί σε 6% το 2022, αλλά να επιβραδυνθεί σε 1% το 2023.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ

Η Alpha Bank υπογραμμίζει ότι οι εκτιμήσεις της ΕΕ για τη χώρα μας έχουν αναθεωρηθεί σε σύγκριση με τις αντίστοιχες προβλέψεις του Ιουλίου, από 4% για το 2022 -στη βάση της ισχυρής ανόδου του ΑΕΠ και της ιδιωτικής κατανάλωσης το πρώτο εξάμηνο, αλλά και των υψηλών επιδόσεων του τουρισμού το φετινό καλοκαίρι- και από 2,4% για το επόμενο έτος, εξαιτίας των επιπτώσεων του υψηλού πληθωρισμού στην αγοραστική δύναμη και κατ’ επέκταση στην ιδιωτική κατανάλωση.

Διαβάστε επίσης – Κομισιόν – Έκρηξη ανάπτυξης 7,1% φέτος στην Ελλάδα

Οι επενδύσεις που αναμένεται να πραγματοποιηθούν, πρωτίστως στο πλαίσιο υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, θα αποτελέσουν τον κινητήριο μοχλό της οικονομικής μεγέθυνσης το 2023.

Διαβάστε επίσης – Η Ελλάδα αντιμετωπίζει με επιτυχία το πρόβλημα του επενδυτικού κενού

Στο εβδομαδιαίο δελτίο οι αναλυτές της τράπεζας περιγράφουν τους παράγοντες που υποστηρίζουν την αυξημένη συμβολή των επενδύσεων στο μελλοντικό μείγμα ανάπτυξης, οι οποίοι είναι οι ακόλουθοι:

  • Πρώτον, η αξιοσημείωτη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος την τελευταία τριετία, με βάση την έκθεση του Economist Intelligence Unit, όπου η Ελλάδα αναφέρεται ως η πιο βελτιωμένη χώρα μεταξύ 82 οικονομιών, κινούμενη ανοδικά κατά 16 θέσεις στη σχετική κατάταξη. Επιπλέον, η κατάταξη της χώρας μας στον δείκτη διεθνούς φορολογικής ανταγωνιστικότητας βελτιώθηκε κατά τέσσερις θέσεις το 2021 (International Tax Competitiveness Index 2022, Tax Foundation-Center for Global tax Policy), καθώς κατέλαβε την 29η θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
  • Δεύτερον, η ισχυρή ανοδική δυναμική στις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ), οι οποίες αναμένεται να καταγράψουν νέο ιστορικό υψηλό το 2022 (Γράφημα 1), καθώς οι εισροές του πρώτου εξαμήνου του έτους έχουν ήδη υπερβεί το 82% των ΑΞΕ για το σύνολο του 2021. Η επίδοση του 2021 ήταν μάλιστα η υψηλότερη των τελευταίων 20 ετών ως ποσοστό του ΑΕΠ (2,9%).
  • Τρίτον, η σημαντική εισροή επενδυτικών κεφαλαίων το 2023, τόσο μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), όσο και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ). Σύμφωνα με το Προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού 2023, προβλέπεται για το επόμενο έτος η διάθεση πόρων του ΠΔΕ ύψους Ευρώ 8,3 δισ. (Γράφημα 2), ενώ από το Ταμείο Ανάκαμψης η Ελλάδα αναμένεται να εισπράξει το 2023 συνολικά Ευρώ 5,6 δισ.
  • Τέταρτον, η συνετή προσαρμογή του κόστους εργασίας στο πληθωριστικό περιβάλλον, γεγονός που δίνει ανάσα στις επιχειρήσεις για να αντιμετωπίσουν την ενεργειακή κρίση και διασφαλίζει -επί του παρόντος- ότι θα αποφευχθεί μια σπειροειδής εξέλιξη αύξησης μισθών και τιμών. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι η άνοδος του κατώτατου μισθού και της απασχόλησης, αλλά και τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης των εισοδημάτων θα αντισταθμίσουν μερικώς τις αρνητικές συνέπειες των αυξανόμενων τιμών της ενέργειας στο διαθέσιμο εισόδημα.
  • Πέμπτο, η αναμενόμενη επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα από το νέο έτος και η αξιοσημείωτη πτώση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ τη διετία 2022 και 2023 εκτιμάται ότι θα μειώσουν τον κίνδυνο χώρας και λειτουργούν ως κίνητρο για την προσέλκυση επενδύσεων.

Ιστορικά υψηλή επίδοση στις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις

Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΟΣΑ, το πρώτο εξάμηνο του 2022 εισέρρευσαν ΑΞΕ Ευρώ 4,4 δισ., ποσό που αντιστοιχεί στο 4,3% του ΑΕΠ του πρώτου εξαμήνου (στοιχεία με εποχική διόρθωση, τρέχουσες τιμές), ενώ είναι σημαντικά υψηλότερα σε σύγκριση με τις ΑΞΕ ύψους Ευρώ 2,3 δισ. του πρώτου εξαμήνου του 2021 (2,6% του ΑΕΠ). Σημειώνεται ότι το 2021 καταγράφηκε ιστορικό υψηλό εισροών ΑΞΕ ως ποσοστό στο ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, οι ΑΞΕ ανήλθαν σε περίπου Ευρώ 5,4 δισ., αντιπροσωπεύοντας το 2,9% του ΑΕΠ της χώρας (Γράφημα 1), το οποίο συνιστά το υψηλότερο ποσοστό από το 2002, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος.

Το εν λόγω ποσοστό είναι υπερδιπλάσιο του μέσου όρου των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ (1,4%), υπερβαίνει τα αντίστοιχα ποσοστά κρατών όπως το Βέλγιο (1,9%), η Τουρκία (1,5%), η Ισπανία (1,3%), η Γαλλία (0,9%) και η Γερμανία (0,7%), ενώ υπολείπεται των ΑΞΕ σε Πορτογαλία και Ιρλανδία (3,5% και 3,2% του ΑΕΠ αντίστοιχα, Γράφημα 3). Αξίζει να επισημανθεί ότι το 2006, πριν δηλαδή ξεσπάσει η δημοσιονομική κρίση στην Ελλάδα, οι ΑΞΕ είχαν διαμορφωθεί αρκετά χαμηλότερα σε σύγκριση με το 2021, τόσο ως ποσό (Ευρώ 4,3 δισ.), όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ (2%), ενώ η δεύτερη καλύτερη επίδοση της χώρας σημειώθηκε το 2019, με εισροή Ευρώ 4,5 δισ., που αντιστοιχούσε στο 2,4% του ΑΕΠ.

Αναφορικά με τη γεωγραφική προέλευση των ΑΞΕ για το 2021, το 82,5% των εισροών προήλθαν από την Ευρώπη, ενώ από τα κράτη εκτός Ευρώπης, οι μεγαλύτερες εισροές ΑΞΕ προήλθαν από τις ΗΠΑ (7,8%) και το Χονγκ Κονγκ (4%). Επιπλέον, οι κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας που προσέλκυσαν τις περισσότερες ΑΞΕ ήταν η διαχείριση ακίνητης περιουσίας (22,8%), η μεταποίηση (15,8%), το χονδρικό και λιανικό εμπόριο (9,4%) και οι χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες (9,1%), ενώ το 13,3% των ΑΞΕ αφορούσε ιδιωτικές αγοραπωλησίες ακινήτων.

Επιτυχής Εκτέλεση Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και Ταμείο Ανθεκτικότητας και Ανάπτυξης

Επιπρόσθετα, σε ό,τι αφορά στο ΠΔΕ, σύμφωνα με το Προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2023, προβλέπεται η διάθεση πόρων ύψους Ευρώ 8,3 δισ. (Γράφημα 2), εκ των οποίων Ευρώ 6,8 δισ. θα προέλθουν από κοινοτικούς πόρους και Ευρώ 1,5 δισ. από εθνικούς πόρους. Σημειώνεται ότι για το 2022 έχουν προϋπολογιστεί Ευρώ 8,8 δισ. (Ευρώ 7,3 δισ. κοινοτικοί πόροι και Ευρώ 1,5 δισ. εθνικοί πόροι). Σύμφωνα με την εκτέλεση κρατικού προϋπολογισμού, το πρώτο εννεάμηνο του έτους, η εκτέλεση του ΠΔΕ ανέρχεται σε περίπου Ευρώ 5,6 δισ., υπερβαίνοντας τον στόχο των Ευρώ 4,9 δισ. με βάση την εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2022. Αξίζει να επισημανθεί ότι από το 2020 το ΠΔΕ έχει ενισχυθεί σημαντικά, ενώ από το 2012 οι δαπάνες του ΠΔΕ προσεγγίζουν, κατά μέσο όρο, το 34% του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου (σε τρέχουσες τιμές) της χώρας, γεγονός που καταδεικνύει τη σημασία της πλήρους εκτέλεσής του.

Επίσης, στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), αναμένονται το 2023 περίπου Ευρώ 3,5 δισ. με τη μορφή επιδοτήσεων και Ευρώ 2,1 δισ. με τη μορφή δανείων. Σημειώνεται ότι ο συνολικός προϋπολογισμός των 372 έργων που έχουν ενταχθεί, μέχρι στιγμής, στο σκέλος των επιδοτήσεων του Εθνικού Σχεδίου ανέρχεται σε Ευρώ 13,5 δισ. και περιλαμβάνει σημαντικές επενδύσεις, όπως το πρόγραμμα «Εξοικονομώ» για νοικοκυριά, επιχειρήσεις και το δημόσιο, ηλεκτρικές διασυνδέσεις των νησιών και επενδύσεις αποθήκευσης ενέργειας. Όσον αφορά στο δανειακό σκέλος, μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου, είχαν υποβληθεί 210 επενδυτικά σχέδια συνολικού προϋπολογισμού Ευρώ 8,2 δισ., εκ των οποίων τα 112 προέρχονται από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ενώ η συμμετοχή του τραπεζικού τομέα αντιστοιχεί στο 1/3 του προϋπολογισμού (Ευρώ 2,7 δισ.).

Συνθήκες Ρευστότητας

Οι βελτιωμένες συνθήκες ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα, παρά την επιβράδυνση της αύξησης των καταθέσεων σε σχέση με τη διετία 2020-2021, σε συνδυασμό με τη συνδρομή του τραπεζικού τομέα, με σκοπό τη βελτιστοποίηση της κατανομής χρημάτων μέσω των δανείων από το ΤΑΑ, αναμένεται να αυξήσουν τη μελλοντική πιστωτική επέκταση. Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με την έγκριση βασικών οριζόντιων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την αντιμετώπιση των θεσμικών αδυναμιών (π.χ. επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και των διαδικασιών επίλυσης διαφορών και ενός σταθερού φορολογικού καθεστώτος), εκτιμάται ότι θα ενισχύσουν τις μελλοντικές επενδύσεις σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Δημοσιονομική Σταθερότητα εν μέσω ισχυρών κρίσεων

Επιπλέον, η επιστροφή στη δημοσιονομική σταθερότητα αναμένεται να ενισχύσει την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικός προορισμός. Η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων διακόπηκε το 2020, καθώς η ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης επέτρεψε στις κυβερνήσεις να ασκήσουν επεκτατική δημοσιονομική πολιτική με σκοπό τη στήριξη των νοικοκυριών έναντι των συνεπειών της πανδημίας. Ως εκ τούτου, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε από πλεόνασμα 4,3% και 4,1% του ΑΕΠ το 2018 και το 2019, σε έλλειμμα 6,9% του ΑΕΠ το 2020, για να περιοριστεί σε 5% το 2021.

Για το 2022, σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών (Προσχέδιο Προϋπολογισμού 2023, βλ. Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της 19.10.2022), το πρωτογενές έλλειμμα εκτιμάται ότι θα περιοριστεί σε 1,7% του ΑΕΠ, παρά τη σημαντική στήριξη της τάξης των Ευρώ 12,1 δισ. προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, καθώς το δημοσιονομικό κόστος των παρεμβάσεων ήταν μόλις Ευρώ 4,7 δισ., με τις υπόλοιπες παρεμβάσεις να χρηματοδοτούνται από τα έσοδα του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης. Για το 2023 προβλέπεται επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 0,7% του ΑΕΠ. Επιπρόσθετα, σε εξέλιξη βρίσκεται η αξιοσημείωτη βελτίωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα αποκλιμακωθεί από 194,5% το 2021 σε 169,1% το 2022 και περαιτέρω σε 161,6% το 2023. Η μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, τη διετία 2022-2023, αποδίδεται στους ισχυρούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης και τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις, καθώς αμφότερα αυξάνουν τον παρονομαστή, αλλά και στη βελτίωση των πρωτογενών αποτελεσμάτων της γενικής κυβέρνησης που περιορίζουν την αύξηση του αριθμητή.

Οι κίνδυνοι που θα μπορούσαν να επηρεάσουν δυσμενώς την επενδυτική δραστηριότητα προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον και σχετίζονται κυρίως με τις δυσμενείς επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης και με τις γεωπολιτικές εντάσεις (π.χ. υψηλό κόστος πρώτων υλών και τιμή φυσικού αερίου). Επιπλέον, η απότομη αύξηση του κόστους δανεισμού για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, ως απόρροια της αύξησης των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη επιβράδυνση της ζήτησης, θα μπορούσαν ενδεχομένως να αποθαρρύνουν, βραχυπρόθεσμα, την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών.

Η επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας και το προτεινόμενο δημοσιονομικό πλαίσιο της Ε.Ε.

Σχεδόν τρία έτη μετά από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης, η παγκόσμια οικονομία, και ιδιαίτερα η ευρωπαϊκή, συνεχίζει να βιώνει γεωπολιτικές και οικονομικές διαταραχές, ενώ η υψηλή αβεβαιότητα που επικρατεί επηρεάζει σημαντικά τις προβλέψεις για το 2023. Οι πληθωριστικές πιέσεις συνεχίζουν αμείωτες, εξαιτίας κυρίως των ενεργειακών ανατιμήσεων, ενώ οι κυβερνήσεις προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές συνέπειες στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, στο πλαίσιο του δημοσιονομικού χώρου που διαθέτουν. Οι ευρωπαϊκές χώρες, λόγω της εγγύτητας σε εδάφη που διεξάγεται ο πόλεμος, αλλά και της ενεργειακής τους εξάρτησης από τη Ρωσία, εκτιμάται ότι θα οδηγηθούν σε επιβράδυνση της οικονομικής τους δραστηριότητας. Η αρχική ευφορία της μεταπανδημικής εποχής, που οδήγησε σε αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης και κατ’ επέκταση του ΑΕΠ των χωρών, στο πρώτο εξάμηνο του 2022, έχει δώσει τη θέση της στην αβεβαιότητα.

Αναμφίβολα, η ραγδαία αύξηση του πληθωρισμού, που προέρχεται κυρίως από τους κλάδους της ενέργειας και των τροφίμων, έχει επηρεάσει το σύνολο των οικονομιών της Ευρωζώνης. Για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων, οι χώρες έχουν ήδη εφαρμόσει σημαντικά δημοσιονομικά μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Ωστόσο, ο δημοσιονομικός χώρος είναι περιορισμένος, αφού τα κράτη-μέλη είναι εισαγωγείς ενέργειας, με αποτέλεσμα οι διαταραχές των τιμών της ενέργειας να μεταφέρουν εισόδημα από αυτές τις χώρες προς τις χώρες-εξαγωγείς ενέργειας. Μάλιστα, σύμφωνα με εκτιμήσεις, η αύξηση του κόστους ενέργειας για το 2021 και το 2022 έχει οδηγήσει σε σωρευτική απώλεια εισοδήματος περίπου 3,3% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ -περίπου Ευρώ 1.000 ανά άτομο- το οποίο είναι αδύνατο να αντισταθμιστεί από τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Φθινοπωρινές προβλέψεις, Νοέμβριος 2022).

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της φθινοπωρινής έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι ευρωπαϊκές οικονομίες εισέρχονται σε φάση επιβράδυνσης. Η παγκόσμια οικονομία αναμένεται να καταγράψει ρυθμούς ανάπτυξης 3,1% για το 2022 και 2,5% για το 2023. Η Ζώνη του Ευρώ εκτιμάται ότι θα μεγεθυνθεί κατά 3,2% το 2022 και μόλις 0,3% το 2023, με τις προβλέψεις να έχουν αναθεωρηθεί επί τα χείρω, σε σχέση με την προηγούμενη έκθεση. Αντίστοιχη πορεία, αναιμικής ανάπτυξης ή ακόμα και ύφεσης, παρουσιάζουν οι εκτιμήσεις για άλλες, μεγάλες οικονομίες το 2023, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία (Γράφημα 4). Επιπλέον, ο πληθωρισμός στη Ζώνη του Ευρώ (ΖτΕ) εκτιμάται ότι θα διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα (6,1%) το επόμενο έτος, αλλά θα είναι χαμηλότερος από το 8,5% της φετινής περιόδου. Η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής, με τις επαναλαμβανόμενες αυξήσεις των βασικών επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, αποτελεί την απάντησή της στον αυξανόμενο πληθωρισμό (και την απειλή του παρατεταμένου υψηλού πληθωρισμού), αλλά αναμένεται να συμβάλει καθοριστικά στην επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, το επόμενο έτος.

Σε αντίθεση με τις αναθεωρημένες προς τα κάτω προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία, υπάρχουν και στοιχεία που είναι άξια αναφοράς, καθώς υπάρχει σημαντική βελτίωσή τους. Αρχικά, θα πρέπει να επισημανθεί η διατήρηση του χαμηλού ποσοστού ανεργίας σε μόλις 6,8% για το 2022 και 7,2% το 2023 για τη Ζώνη του Ευρώ, με σημαντικές αποκλίσεις, όμως, μεταξύ των κρατών-μελών. Επιπροσθέτως, χρήζει ειδικής μνείας η περιστολή των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους των κρατών ως ποσοστό του ΑΕΠ (Γράφημα 5), το οποίο, καθώς είναι σε τρέχουσες τιμές, επηρεάζεται από τον πληθωρισμό. Η επίπτωση του πληθωρισμού στον παρονομαστή του λόγου είναι σημαντική αν αναλογιστούμε ότι οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις δεν έχουν αρθεί πλήρως για την αντιμετώπιση των ενεργειακών αυξήσεων, ενώ και η αύξηση των επιτοκίων έχει αρνητικό αντίκτυπο στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι επιλύεται το θέμα του δημοσίου χρέους στην ΕΕ, καθώς μόλις οκτώ σε σύνολο είκοσι κρατών-μελών (με την Κροατία) της Ζώνης του Ευρώ, παρουσιάζουν δημόσιο χρέος κάτω του ανώτατου ορίου του 60% του ΑΕΠ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θέλοντας να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους και η ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς, κατέθεσε τις προτάσεις της για δημοσιονομική προσαρμογή, μέσα από μια σειρά δεσμεύσεων για μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις. Στόχος του αναθεωρημένου Συμφώνου

Σταθερότητας είναι να δοθεί η δυνατότητα στα κράτη-μέλη, μέσω των σχεδίων που θα καταθέσουν και σε συνεργασία με τις αρμόδιες ευρωπαϊκές αρχές, να αποκτήσουν την «ιδιοκτησία» και την εύκολη εφαρμογή του προγράμματος. Με βάση την πρόταση, η οποία θα εξετασθεί από τις κυβερνήσεις των χωρών, παραμένουν τα κριτήρια για έλλειμμα μικρότερο από 3% του ΑΕΠ και για δημόσιο χρέος κάτω του 60% του ΑΕΠ. Όμως, δίνεται μεγαλύτερη δυνατότητα στα κράτη-μέλη για τον σχεδιασμό της δημοσιονομικής τους πορείας, ενώ καταργείται η μη βιώσιμη προσαρμογή για ετήσια μείωση του χρέους, κατά το 1/20 επί της υπέρβασης από το ανώτατο όριο του 60% του ΑΕΠ, που στερούσε πολύτιμους πόρους από την πραγματική οικονομία και οδηγούσε σε άνιση ανάπτυξη των κρατών (Πίνακας 1).

Συνοψίζοντας, το νέο αναθεωρημένο δημοσιονομικό πλαίσιο δίνει μεγαλύτερο περιθώριο ευελιξίας στα κράτη-μέλη, ώστε να σχεδιάσουν τη δημοσιονομική τους πολιτική, ενώ διασφαλίζει την υλοποίηση των μεταρρυθμιστικών και επενδυτικών δεσμεύσεων. Ταυτόχρονα, θέτει σε εφαρμογή αυστηρότερα εργαλεία επιβολής, με τις οικονομικές κυρώσεις να δύνανται να αναστείλουν χρηματοδοτήσεις, σε περίπτωση που οι χώρες δεν έχουν λάβει αποτελεσματικά μέτρα για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Οικονομία