Λίγοι γνώριζαν το Μπαχμούτ πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία και δη την τελευταία φάση. Και όμως η πόλη αυτή της Ανατολικής Ουκρανίας είναι τις τελευταίες μέρες το πεδίο μερικών από τις σκληρότερες και πιο αιματηρές μάχες σε αυτή την πολύμηνη πολεμική σύγκρουση.
Ορισμένοι αντιμετωπίζουν αυτή τη σύγκρουση ως περίπου άσκοπη ή συμβολική, όμως στην πραγματικότητα έχει να κάνει με τα χαρακτηριστικά μιας σύγκρουσης όπου δεν υπάρχουν εύκολα φυσικά όρια – πλην των ποταμών – ή φυσικά οχυρές θέσεις (αφού είναι μια κατά βάση πεδινή περιοχή) και όπου τα στρατηγικά και οχυρά σημεία είναι κατά βάση τις πόλεις.
Από την άλλη μεριά, σε πιο μεσοπρόθεσμο επίπεδο, η μάχη για το Μπαχμούτ, όπως και μερικές ακόμη πόλεις κοντά στο Ντονμπάς συγκεφαλαιώνουν την επιλογή της Ρωσίας να ρίξει αυτή τη στιγμή μεγάλες δυνάμεις στη μάχη για το Ντονμπάς, δηλαδή στη μάχη ώστε να κατακτηθούν και εξασφαλιστούν οι πλήρεις εκτάσεις των ανατολικών επαρχιών που άλλωστε πλέον για τη Ρωσία αποτελούν και τμήμα της επικράτειας τους. Αυτός, άλλωστε, ήταν από τους διακηρυγμένους στόχους εξαρχής της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης».
Τυχόν πτώση του Μπαχμούτ στα χέρια των Ρώσων θα σημαίνει ότι ο πόλεμος για το Ντονμπάς θα μπαίνει στην τελική φάση του. Βέβαια αυτό προϋποθέτει την κατάρρευση της ουκρανικής άμυνας στην περιοχή, ενώ θα στηριχθεί και στην πλήρη παράταξη στα πεδία των μαχών δυνάμεων που προστέθηκαν μετά την μερική επιστράτευση.
Παράλληλα, οι Ρώσοι έχουν κλιμακώσει τις επιθέσεις στις υποδομές της Ουκρανίας, κυρίως το ηλεκτρικό δίκτυο, σε μια προσπάθεια να ξεδιπλώσουν έναν ιδιότυπο πόλεμο φθοράς σε βάρος της ουκρανικής κυβέρνησης, μια προσπάθεια να την υποχρεώσουν σε μια διαπραγμάτευση υπό τον κίνδυνο της κατάρρευσης.
Από την άλλη, η πλευρά της Ουκρανίας δεν δείχνει να θέλει να εγκαταλείψει την προσπάθεια, αντιθέτως επικεντρώνει αφενός στη δυνατότητα επίσης να κινητοποιούν μεγάλες δυνάμεις (έστω και με το τίμημα μεγάλων απωλειών), δοκιμάζουν αντεπιθέσεις σε περιοχές όπως είναι πιο αδύναμη η ρωσική διάταξη δυνάμεων (πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα η ανακατάληψη της πόλης της Χερσώνας και της δυτικής όχθης του ποταμού Δνείπερου) και βέβαια όσο μπορούν πλήττουν και κατοικημένες ρωσικές περιοχές.
Όμως, είναι σαφές ότι η ουκρανική ηγεσία καταλαβαίνει ότι σε αυτή τη φάση δεν μπορεί να ανατρέψει πλήρως τον συσχετισμό ή, πολύ περισσότερο, να ανακαταλάβει μεγάλες περιοχές ή τις περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της Ρωσίας και των αυτονομιστών ήδη από το 2014. Αυτό εξηγεί και την επιμονή να ζητούν ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες οπλισμού από τη Δύση ή να εμμέσως πλην σαφώς να υποδεικνύουν την ανάγκη μιας πιο συνολικής ακόμη και «θερμής» ρήξης ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία.
Η απροθυμία για διαπραγμάτευση
Σε αυτό το φόντο μπορεί να γίνει κατανοητό γιατί δεν προχωρά κάποια προσπάθεια ουσιαστικής διαπραγμάτευσης. Προφανώς και στη Δύση υπάρχει επίγνωση ότι η παράταση του πολέμου έχει ένα συνολικότερο οικονομικό και πολιτικό κόστος, με την ενεργειακή να είναι η μετωνυμία του συνολικότερου προβλήματος.
Όμως, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι σε μεγάλο βαθμό η πολιτική των ηγετικών δυτικών χωρών ήταν μια πολιτική που αναζητούσε να συγκροτηθεί έναντι «εχθρού» και τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα προσφέρονταν για αυτόν τον ρόλο. Δηλαδή, σήμερα η λογική ότι πρέπει να «ηττηθεί η Ρωσία» δείχνει να συνάδει με μια συνολικότερη μετατόπιση του λόγου της Δύσης όπως είχε αρθρωθεί το προηγούμενο διάστημα. Αυτό καθιστά πιο δύσκολη μια συνολική αναδίπλωση της Δύσης, την ώρα που αυτό που θα όριζε ως «ήττα της Ρωσίας» καθίσταται σχετικά ανέφικτο στην πλήρη εκδοχή του. Την ίδια ώρα το κόστος από την παράταση του πολέμου είναι ολοένα και πιο αισθητό, ιδίως στην Ευρώπη που στο όνομα μιας απαλλαγής από την υποτιθέμενη εξάρτηση από τη Ρωσία, έχει βρεθεί πολύ πιο εγκλωβισμένη σε μια πολιτική σύγκρουση που κατά βάση αποφασίζεται εκτός των ορίων της. Όπως και η επίγνωση ότι αργεί πολύ ένα ενδεχόμενο «αλλαγής καθεστώτος» στη Ρωσία.
Ακόμη και μέτρα όπως οι κυρώσεις και το πλαφόν στο ρωσικό πετρέλαιο μάλλον έχουν αποδειχτεί ατελέσφορα, πρώτα και κύρια γιατί είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός των χωρών που έχουν αρνηθεί να προσυπογράψουν τις κυρώσεις και αυτό επιτρέπει τις ρωσικές ενεργειακές εξαγωγές.
Από την άλλη και η Ρωσία είναι εγκλωβισμένη σε μια σύγκρουση που αποδείχτηκε ότι είχε μεγαλύτερο κόστος και βάθος από όσο είχαν πιθανώς υπολογίσει στα ανώτερα πολιτικά και στρατιωτικά κλιμάκια. Την ίδια στιγμή, ο μόνος τρόπος να διατηρήσει μια ισχυρή νομιμοποίηση η ρωσική ηγεσία είναι αναγκαστικά το να μην ηττηθεί στη σύγκρουση, το να μπορέσει δηλαδή να πει ότι κατάφερε να απελευθερώσει το Ντονμπάς και να ενσωματώσει περιοχές στην επικράτεια αντιμετωπίζοντας την απειλή της Δύσης. Μια τέτοια έκβαση σε συνδυασμό με τη διαπίστωση ότι υπάρχει ένα φάσμα διεθνών συνεργασιών που διατηρεί, από τη Λατινική Αμερική έως τη δυνάμει «ευρασιατική σύγκλιση» θα μπορούσε να διατηρήσει την ισχυρή θέση του Πούτιν και την ομάδα γύρω από αυτόν.
Ο δύσκολος ορίζοντας
Όλα αυτά κατατείνουν στην εκτίμηση ότι την επόμενη περίοδο η σύγκρουση μάλλον με διάφορες μορφές θα κλιμακωθεί, με όλη τη βαναυσότητα και το κόστος που αυτό συνεπάγεται, το δράμα για όλους τους λαούς που εμπλέκονται σε αυτή την αιματηρή σύγκρουση.
Αυτό δείχνει πόσο επιτακτική είναι η πρωτοβουλιών για επιστροφή σε πραγματική διαπραγμάτευση, για μια κατάπαυση του πυρός και μια ειρηνευτική διαδικασία εφικτή και βιώσιμη, ιδιαίτερα κρίσιμη. Ταυτόχρονα, όμως, μοιάζει, στον βραχύ χρόνο τουλάχιστον, ανέφικτη.
Πηγή: in.gr