Κατ΄ευτυχή συγκυρία (μολονότι «γρουσούζικη» ημερομηνία κατά τις λαϊκές προλήψεις) την Τρίτη και στις 13 (Δεκεμβρίου) δημοσιεύθηκαν στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» δύο σημαντικά κείμενα. Το ένα ήταν της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργαζομένων (κι όχι Εργατών, όπως ονομάζεται, διότι περιλαμβάνει και εργαζόμενους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα!) Ελλάδος (ΓΣΕΕ) και περιείχε διαπιστώσεις και προτάσεις για υψηλότερο κατώτατο μισθό.
Το άλλο ήταν μία σημαντική έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας για το έτος 2022, του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), με ευχάριστες διαπιστώσεις για ταχεία ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και σημαντικές βελτιώσεις σε δείκτες ανάκαμψης και παραγωγικότητας, αλλά και με σημαντικές προτάσεις και προειδοποιήσεις για τις τρέχουσες συνθήκες και αβεβαιότητα που απειλούν να ανατρέψουν τη δυναμική της ανάπτυξης, οι οποίες θυμίζουν τη γνωστή έκθεση της Επιτροπής του νομπελίστα οικονομολόγου καθηγητή Χριστόφορου Πισσαρίδη, που δόθηκε στη δημοσιότητα το 2020.
Χαρακτήρισα ως ευτυχή τη συγκυρία αυτή, διότι η ταπεινότητά μου, για παράδειγμα, θα ήθελε, ως πρώην σκληρά εργαζόμενος και βαρύτατα φορολογούμενος, να δώσει η κυβέρνηση υψηλές αυξήσεις που να διπλασίαζαν ή να τριπλασίαζαν ή να τετραπλασίαζαν τον κατώτατο μισθό εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων εργαζομένων!
Το ίδιο κάνει με την παραπάνω ανακοίνωση (θεσμικώ δικαιώματι, γάρ!), δηλαδή για το καλό των εργαζομένων, η ΓΣΕΕ, η οποία λίγες ημέρες πριν από την έναρξη της διαδικασίας για την τρίτη κατά σειρά αύξηση του κατώτατου μισθού από τη σημερινή κυβέρνηση (οι προηγούμενες αυξήσεις κατά 2% και κατά 7,7% ανέβασαν κατά πέντε θέσεις τη χώρα μας – από τη 16η στην 11η θέση – ανάμεσα στις 27 χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με βάση τον κατώτατο μισθό), επικαλούμενη στοιχεία της ενδιάμεσης έκθεσης του δικού της Ινστιτούτου Εργασίας για την οικονομία, επισημαίνει ότι, παρά την αξιοσημείωτη βελτίωση του κατώτατου μισθού (σήμερα είναι 713 ευρώ), η αγοραστική δύναμη των κατώτατων μισθών καταγράφει απώλεια της τάξεως του 18% το μήνα Απρίλιο (πριν από την αύξηση του) εξαιτίας του κύματος ακρίβειας.
Όλα αυτά σωστά, εύστοχα και, δυστυχώς, απογοητευτικά! Και σε επίρρωση όλων αυτών η ΓΣΕΕ υπενθυμίζει τη σχετική οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την προστασία των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, η οποία ορίζει ότι το ποσοστό κάλυψης των εργαζόμενων από συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις θα πρέπει να είναι στο 80%, στα κράτη-μέλη. Για να ικανοποιήσει τη δέσμευση αυτή η Ελλάδα τονίζει ότι πρέπει να αυξήσει το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών συμβάσεων κατά 54,2 ποσοστιαίες μονάδες.
Ορισμός του κατώτατου μισθού από κοινοτική Οδηγία
Κι αυτή η επισήμανση πολύ εύστοχη. Ωστόσο, διαπιστώνω ότι στην ίδια ανακοίνωση δεν υπενθυμίζει και το βασικότερο σημείο της παραπάνω Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπό τον τίτλο «Αξιολόγηση της επάρκειας των κατώτατων μισθών», το οποίο έχει ως εξής:
«Ο καθορισμός του κατώτατου μισθού παραμένει αρμοδιότητα των κρατών μελών. Στο εξής, όμως, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι εθνικοί κατώτατοι μισθοί τους θα επιτρέπουν στους εργαζομένους να ζουν αξιοπρεπώς, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος ζωής και το γενικό επίπεδο των αμοιβών. Για να αξιολογείται κατά πόσον οι ισχύοντες κατώτατοι μισθοί είναι επαρκείς, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν ένα καλάθι βασικών αγαθών και υπηρεσιών σε πραγματικές τιμές ή να ορίζουν ότι αυτό αντιστοιχεί στο 60 % του ακαθάριστου διάμεσου μισθού και στο 50 % του ακαθάριστου μέσου μισθού».
Αυτά λέει η κοινοτική Οδηγία. Τι σημαίνει όμως για την ελληνική πραγματικότητα; Σημαίνει ότι, επειδή δεν υπάρχει δωρεάν πιάτο στην οικονομία, αν οριστεί κατώτατος μισθός πέραν από το πραγματικό παραγωγικό προϊόν και όχι το «δυνητικό» (αυτό λέγεται… «φούσκα» και την καταλαβαίνει κανείς όταν… σκάει!!!), κάποιος θα πρέπει να το πληρώσει!
Σύμφωνα, λοιπόν, με ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ, το 2021 (με αναφορά στα εισοδήματα του 2020) το διάμεσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα ανερχόταν σε 8.752 ευρώ για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και 11.028 για νοικοκυριό με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά. Έτσι, όπως ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ, με βάση τον ορισμό της παραπάνω κοινοτικής Οδηγίας, αλλά και του ΟΟΣΑ, το ετήσιο εισόδημα (κατώφλι φτώχειας) από κατώτατο μισθό διαμορφώνεται στο ποσό των 5.251 ευρώ, το οποίο διαιρούμενο δια του 12 (μήνες) γίνεται 437,6 ευρώ! Αυτός, σύμφωνα με την ελληνική οικονομική πραγματικότητα και τον ορισμό της κοινοτικής Οδηγίας θα έπρεπε, δυστυχώς, να είναι σήμερα ο κατώτατος μισθός και όχι 713 ευρώ!!! Το 2009, όταν το διάμεσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα ήταν 10.985 ευρώ, με βάση τον παραπάνω ορισμό (60%), ο ετήσιος κατώτατος μισθός (κατώφλι φτώχειας) θα έπρεπε, με βάση την οικονομική πραγματικότητα, να ήταν 6.591 και ο μηνιαίος 549 ευρώ. Όμως ήταν 751 ευρώ και με το πρώτο μνημόνιο συρρικνώθηκε στα επίπεδα των 584 ευρώ!
Κύρια θύματα οι άνεργοι!
Ποιος ή ποιοι πληρώνουν αυτή τη διαφορά; Οι άνεργοι! Την απάντηση αυτή δίνει άμεσα η Έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη και έμμεσα το ΚΕΠΕ. Συγκεκριμένα, η Έκθεση Πισσαρίδη αρχίζει το κεφάλαιο για τον κατώτατο μισθό ως εξής:
«Η ύπαρξη ενός κατώτατου μισθού είναι σημαντική γιατί αμβλύνει τη διαπραγματευτική ισχύ των εργοδοτών και συμβάλλει στην καταπολέμηση της φτώχειας. Ο κατώτατος μισθός δημιουργεί επίσης μια κοινή αντίληψη για το αποδεκτό επίπεδο των μισθών στην οικονομία γενικά. Αν όμως ο κατώτατος μισθός καθοριστεί σε πολύ υψηλό επίπεδο, αυτό μπορεί να αυξήσει την ανεργία, αποκλείοντας από την αγορά εργασίας άτομα με χαμηλές δεξιότητες. Οι άνεργοι είναι οι μεγάλοι χαμένοι σε αυτή την περίπτωση, καθώς οι προοπτικές να βρουν εργασία μειώνονται. Ο κατώτατος μισθός επομένως θα πρέπει να καθορίζεται με οικονομικά ορθολογικό τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέρονται των εχόντων εργασία αλλά και των ανέργων..»
Το ποσό να ορίζεται από Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων!
Στη συνέχεια, χαρακτηρίζει ως κρίσιμο τον ρόλο του κράτους στις διαπραγματεύσεις, αλλά για να διασφαλίζει και τα συμφέροντα των ανέργων και να μειωθεί η δυνατότητα βραχυπρόθεσμων πολιτικών παρεμβάσεων, προτείνει τις ακόλουθες αλλαγές στη διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού:
- Ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να αποφασίζεται από ένα Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων με τριετή θητεία (ώστε να μη συμπίπτει απαραίτητα με τον πολιτικό κύκλο μιας κυβέρνησης). Τα μέλη του συμβουλίου θα πρέπει να είναι διαπρεπείς προσωπικότητες, από τον πανεπιστημιακό χώρο μεταξύ άλλων, με γνώση των οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων, και δεν θα πρέπει να εκπροσωπούν ομάδες συμφερόντων. Θα πρέπει να τους παρέχονται πόροι και πρόσβαση σε ειδικότερες μελέτες και δεδομένα όπως από την ΕΛΣΤΑΤ, την Τράπεζα της Ελλάδος, το ΚΕΠΕ και άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς. Θα πρέπει να δημοσιεύουν μια ετήσια έκθεση όπου θα προτείνουν το επίπεδο του κατώτατου μισθού τεκμηριώνοντας, με βάση πραγματικά δεδομένα, την πρότασή τους.
- Η κυβέρνηση θα πρέπει να θεωρεί την πρόταση του Συμβουλίου δεσμευτική. Θα μπορεί όμως να διατηρεί τη δυνατότητα να θέσει τον κατώτατο μισθό σε άλλο επίπεδο, δημοσιεύοντας μια επαρκή αιτιολόγηση για την απόκλιση από την πρόταση του Συμβουλίου.
- Δεν θα πρέπει να υπάρχει τυπική διασύνδεση μεταξύ του επιπέδου του κατώτατου μισθού και οποιωνδήποτε μεταβιβάσεων από το κράτος, επιδομάτων, συντάξεων, κλπ. Με άλλα λόγια κανένα άλλο μέγεθος δεν θα πρέπει να συνδέεται με το επίπεδο του κατώτατου μισθού».
Αυτές οι προτάσεις για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων με βάση συγκεκριμένα οικονομικά δεδομένα έρχονται να ενισχύουν οι διαπιστώσεις του ΚΕΠΕ για τις ευχάριστες «θετικές μεταβολές κατά 7,6% στην παραγωγικότητα εργασίας (σε ευρώ ανά απασχολούμενο), κατά 4% στη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής (TFP) και κατά 8,4% στο κατά κεφαλήν προϊόν»., τονίζοντας ότι «ο τουρισμός και οι μεταφορές συγκαταλέγονται στους κλάδους που σημείωσαν τις υψηλότερες αυξήσεις σε εισροές εργασίας, εισροές κεφαλαίου και TFP, ενώ η απόδοση της κεφαλαιακής παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται στην κορυφή μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομιών».
Επίσης, εμμέσως, τη σημαντική παραπάνω πρόταση της Εκθεσης Πισσαρίδη ενισχύει εμμέσως και η παραπάνω έκθεση του ΚΕΠΕ, η οποία επισημαίνει ότι « στο πλαίσιο του διαλόγου του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας με τους κοινωνικούς εταίρους και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς της ελληνικής οικονομίας, τα κύρια προβλήματα που αναστέλλουν την παραγωγικότητα της οικονομίας είναι η αδύναμη παραγωγική βάση, το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων, και οι αναποτελεσματικές συνθήκες λειτουργίας της αγοράς εργασίας και των θεσμών».
Προτάσεις του ΚΕΠΕ
Αλλά, δεν περιορίζεται μόνο σε διαπιστώσεις. Κάνει και προτάσεις το ΚΕΠΕ:
«Οι προτεινόμενες από τους κοινωνικούς εταίρους και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς πολιτικές για την αύξηση της παραγωγικότητας αφορούν κυρίως σε ενεργητικές πολιτικές της αγοράς εργασίας και εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, παραγωγικές επενδύσεις, την προώθηση της έρευνας και καινοτομίας, την αξιοποίηση συνεργειών και κινήτρων για την αύξηση του μεγέθους των επιχειρήσεων και θεσμικές μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα και τη λειτουργία των αγορών»
Αυτές τις προτάσεις έρχεται και επιβεβαιώνει η Έκθεση Πισσαρίδη, η οποία χαρακτηρίζει ως «σημαντική πρόκληση την υποστήριξη των αδύναμων νοικοκυριών, με μεγάλο ποσοστό τους να κινείται στα όρια της φτώχειας», τονίζοντας ότι «το πρόβλημα σχετίζεται άμεσα με τη μη ικανοποιητική πρόσβαση στην αγορά εργασίας, καθώς και με τη χαμηλή παραγωγικότητα που οδηγεί σε χαμηλές αμοιβές», διότι, όπως διαπιστώνει, «την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος μέσω ενός συστήματος κοινωνικής προστασίας δυσχεραίνει το μεγάλο μέγεθος της άτυπης οικονομίας. Το ισχύον σύστημα αποθαρρύνει συχνά την επίσημη εργασία και τελικά παγιδεύει πολλά νοικοκυριά σε χαμηλό επίπεδο ευημερίας».
Οι αγκυλώσεις
Στη συνέχεια, παρουσιάζει τις αγκυλώσεις ως εξής:
«Παρά την ανελλιπή συμμετοχή της στους κεντρικούς ευρωπαϊκούς οικονομικούς θεσμούς (Ευρωπαϊκή Ένωση-ΕΕ και Ευρωζώνη), η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται τις τελευταίες δεκαετίες τόσο από υστέρηση στην παραγωγικότητα όσο και από χαμηλή συμμετοχή των παραγωγικών συντελεστών, εργασία και κεφάλαιο, στην οικονομία. Ως αποτέλεσμα, περίοδοι σημαντικής ανόδου των πραγματικών εισοδημάτων αποδείχτηκαν μη διατηρήσιμες, στηρίχτηκαν σε υπερβολικό εξωτερικό δανεισμό και οδήγησαν σε κρίση. Παρατηρούνται, ειδικότερα, τα παρακάτω: Η χαμηλή παραγωγικότητα, σε συνδυασμό με τη λειτουργία των επιχειρήσεων σε μη επαρκώς διαφανές και σταθερό θεσμικό πλαίσιο, συμβάλλει στην εσωστρέφεια της οικονομίας. Υπέρμετρα μεγάλο τμήμα των επιχειρήσεων και της απασχόλησης κινείται στον χώρο των μη διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών. Το πρόβλημα αυτό σχετίζεται με το ότι οι επιχειρήσεις γενικά τείνουν να έχουν σχετικά μικρό μέγεθος, ενώ υψηλό είναι και το ποσοστό της αυτοαπασχόλησης και της άτυπης οικονομίας..»
Τα στοιχεία είναι συντριπτικά:
- Σε σύγκριση με τις οικονομίες της ζώνης του ευρώ, η απόκλιση της παραγωγικότητας στην Ελλάδα έχει διευρυνθεί από το 2007,με βάση την παραγωγικότητα της εργασίας σε όρους προστιθέμενης αξίας ανά εργαζόμενο.
- Επιπλέον, ιδιαίτερα χαμηλές είναι οι επιδόσεις της χώρας σε όρους καινοτομίας. Η Ελλάδα υστερεί στον Ευρωπαϊκό Δείκτη Καινοτομίας, με επίδοση ίση με το 75% του μέσου όρου στην ΕΕ.
- Η μεγαλύτερη υστέρηση ανάμεσα στις επιμέρους κατηγορίες του δείκτη καταγράφεται στις δαπάνες για επενδύσεις τύπου venture capital (16,0% του μ.ό. της ΕΕ), στα άυλα περιουσιακά στοιχεία (36% του μ.ό. της ΕΕ) και στις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη στον επιχειρηματικό τομέα (39,3% )
- Η κατακερματισμένη επιχειρηματικότητα δημιουργεί αιτία της χαμηλής παραγωγικότητας, καθώς το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων δεν τους επιτρέπει να εκμεταλλευτούν οικονομίες κλίμακας και τεχνολογίες αιχμής.
- Σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα έχει μεγάλο ποσοστό μικρών επιχειρήσεων και αυτοαπασχολουμένων ( 48,5% των εργαζομένων σε επιχειρήσεις με έως 9 άτομα προσωπικό), που φέρνει την Ελλάδα στην πρώτη θέση ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ.
- Το πρόβλημα οξύνεται στην Ελλάδα από το γεγονός ότι η παραγωγικότητα των μικρών επιχειρήσεων στη χώρα είναι ιδιαίτερα χαμηλή (ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο). Έτσι, ενώ στο σύνολο του επιχειρηματικού τομέα η χώρα κατέχει την πέμπτη χαμηλότερη θέση σε όρους παραγωγικότητας εργασίας, στις μικρές επιχειρήσεις η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ.
Latest News
Ευρωπαϊκές οικονομίες σε τροχιά αβεβαιότητας
Οι προειδοποιήσεις της ΕΚΤ αποκαλύπτουν τους λόγους της ανησυχίας για την κατάσταση των οικονομιών στις ευρωπαϊκές χώρες
Χωρίς τιμαριθμοποίηση
Στην Ελλάδα η κυβέρνηση συνεχίζει να επιλέγει τον «αραμπά» του κοινωνικού αυτοματισμού
Ο θρίαμβος των αισιόδοξων
Στις μέρες μας, το 2024 εδώ στην Ελλάδα, έχουν πάρει κεφάλι και πάλι οι απαισιόδοξοι και φοβούνται και τη σκιά τους
Ο θρίαμβος των αισιόδοξων
Οι ίδιοι απαισιόδοξοι ανησυχούσαν πριν από τις εκλογές του 2019 για το δημόσιο χρέος και τις τράπεζες
Οι επιχειρήσεις στην εποχή των αναταράξεων
Οι περίοδοι της σταθερότητας και μιας υποτιθέμενης κανονικότητας θα γίνονται όλο και πιο σύντομες για τις επιχειρήσεις και τις οικονομίες
Το ελαιόλαδο ρίχνει τον πληθωρισμό
Σε όλες τις απότομες αλλαγές σε μια αγορά, έτσι και στο ελαιόλαδο υπάρχουν νικητές και ηττημένοι
Στην ασφάλεια των πλεονασμάτων
Το χθεσινό μήνυμα Χατζηδάκη αποτελεί μια ελάχιστη ανταπόδοση στους χτυπημένους από τη χρεοκοπία Έλληνες φορολογουμένους
Ευκαιρία εκσυγχρονισμού
Τα Κράτη-Μέλη της ΕΕ έχουν υποχρέωση μεταφοράς, έως 15 Νοεμβρίου 2024, στο εθνικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2022/2041 για επαρκείς κατώτατους μισθούς
Εκτός κυβερνητικού ραντάρ…
Ο τομέας μπορεί να προοδεύει την τελευταία τριετία, αλλά η παραγωγικότητά του μειώνεται
Απαγορευτικά ενοίκια
Γενικά το κόστος στέγασης αποτελεί έναν από τα σημαντικότερα πάγια έξοδα για μια επιχείρηση