Μια χώρα δανείζεται από το εξωτερικό αν η  εθνική αποταμίευση (δηλ. το άθροισμα της αποταμίευσης των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων, και του δημοσίου τομέα) δεν επαρκεί για τη χρηματοδότηση των εγχωρίων επενδύσεων.  Όλες οι χρεωκοπίες της Ελλάδας επήλθαν όταν η χώρα βασίσθηκε υπέρμετρα στην ξένη αποταμίευση προκειμένου να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξή της.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου 1995-2008 ο ετήσιος (καθαρός) δανεισμός της Ελλάδας από το εξωτερικό (δηλ. το άθροισμα του δανεισμού του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα) αυξήθηκε σταδιακά από το 2% του ΑΕΠ το 1995 στο 14% το 2008. Η συνεπαγόμενη συνεχής, και επιταχυνόμενη, διεύρυνση του εξωτερικού χρέους της χώρας, σε συνδυασμό με την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, οδήγησε σε αποκλεισμό της Ελλάδας από τη διεθνή χρηματοδότηση και εισήγαγε τη χώρα στην εποχή των μνημονίων.

Την περίοδο 2009-2021 ο ετήσιος δανεισμός της Ελλάδας από το εξωτερικό σταδιακά μειώθηκε, και το 2019 έφθασε να αντιπροσωπεύει μόλις το 1% του ΑΕΠ. Με την έναρξη της υγειονομικής κρίσης ο καθαρός δανεισμός από το εξωτερικό αυξήθηκε και αντιπροσώπευε το 5% του ΑΕΠ το 2020 και το 2021.

Δυστυχώς, η μείωση του εξωτερικού δανεισμού την περίοδο 2009-2021  (δηλ. η μείωση της εξάρτησης από την ξένη αποταμίευση), δεν επετεύχθη μέσω της αύξησης της εθνικής αποταμίευσης αλλά λόγω της μεγάλης πτώσης των επενδύσεων. Την περίοδο 2009-2021 οι επενδύσεις στην Ελλάδα αντιπροσώπευαν μόλις το 12% του ΑΕΠ – έναντι 23% την περίοδο 1995-2008. Ως μέτρο σύγκρισης σημειώνουμε ότι για το μέσο όρο της Ευρωζώνης οι επενδύσεις αντιπροσώπευαν το 21% του ΑΕΠ την περίοδο 2009-2021.

Η εξέλιξη της (ήδη ελλιπούς) εθνικής αποταμίευσης ήταν ακόμη περισσότερο απογοητευτική. Σύμφωνα με στοιχεία του ΔΝΤ, η εθνική αποταμίευση από 19% του ΑΕΠ που ήταν την περίοδο 1980-1994, μειώθηκε στο 11% την περίοδο 1995-2008 – παρά την ταχεία άνοδο των εισοδημάτων αυτή την περίοδο, και μειώθηκε περαιτέρω στο 10% την περίοδο 2009-2021.  (Το αντίστοιχο ποσοστό για  τον μέσο όρο της Ευρωζώνης την τελευταία περίοδο ήταν 24%.)

Χωρίς αύξηση της εθνικής αποταμίευσης, η οποιαδήποτε αύξηση των επενδύσεων και του ΑΕΠ με ξένα δανεικά θα είναι βραχύβια, θα προσθέσει μια ακόμη χρεωκοπία στην ιστορία της χώρας

Η διατήρηση ενός ικανοποιητικού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης χωρίς μεγάλο επιπλέον εξωτερικό δανεισμό (δεδομένου του υπάρχοντος πολύ υψηλού εξωτερικού χρέους) απαιτεί μεγάλη αύξηση της εθνικής αποταμίευσης και των επενδύσεων. Χωρίς αύξηση των επενδύσεων είναι αδύνατο να επιτευχθεί ικανοποιητικός και διατηρήσιμος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης. Χωρίς αύξηση της εθνικής αποταμίευσης, η οποιαδήποτε αύξηση των επενδύσεων και του ΑΕΠ με ξένα δανεικά θα είναι βραχύβια, θα προσθέσει μια ακόμη χρεωκοπία στην ιστορία της χώρας, και θα αναβάλει έτι περαιτέρω την πολυπόθητη σύγκλιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας με το μέσο όρο της Ευρωζώνης.

Η σημασία της διατήρησης υψηλού ποσοστού αποταμίευσης είναι γνωστή: π.χ. οι ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ανατολικής Ασίας επιδεικνύουν για δεκαετίες υψηλότατα ποσοστά εθνικής αποταμίευσης, ενώ η αναπτυξιακή υστέρηση των χωρών της Λατινικής Αμερικής συμβαδίζει με χαμηλά ποσοστά εθνικής αποταμίευσης.

Μια πιο κρίσιμη σύγκριση είναι μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, η οποία είχε μέση ετήσια εθνική αποταμίευση ίση με 24% του ΑΕΠ την περίοδο 1995-2021, έναντι του μόλις 10% της Ελλάδας την ίδια περίοδο. Η διαφορά στα ποσοστά αποταμίευσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αντανακλάται στην μακροχρόνια οικονομική επίδοση των δύο χωρών, όπως φαίνεται στο Γράφημα, το οποίο δείχνει την εξέλιξη του ΑΕΠ στις δύο χώρες.


Γράφημα : Εξέλιξη Ελληνικού και Τουρκικού ΑΕΠ (δις δολάρια ΗΠΑ)

Το γράφημα αποτυπώνει τη μεγάλη χειροτέρευση της σχετικής οικονομικής δύναμης της Ελλάδας. Ενώ το Ελληνικό ΑΕΠ υπολειπόταν μόνο κατά 33 δις δολάρια του Τουρκικού ΑΕΠ το 1995, η διαφορά αυτή γιγαντώθηκε και το 2021 το Τουρκικό ΑΕΠ ήταν κατά 600 δις δολάρια μεγαλύτερο του Ελληνικού (παρά τη μεγάλη υποτίμηση της Τουρκικής λίρας).

Το έλλειμμα εθνικής αποταμίευσης της Ελλάδας οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην αποταμιευτική συμπεριφορά των νοικοκυριών, των οποίων η αποταμίευση ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος  ήταν κατά μέσο όρο αρνητική (-2%) τα τελευταία 12 χρόνια (έναντι 13% στην Ευρωζώνη).

Η ελλιπής αποταμίευση στην Ελλάδα είναι απόλυτα κατανοητή για τα οικονομικώς ασθενέστερα νοικοκυριά, καθώς οι πραγματικές ανάγκες τους συχνά υπερβαίνουν τα εισοδήματά τους. Αυτό συμβαίνει και σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης, όπου σχεδόν το σύνολο των αποταμιεύσεων προέρχεται από την αποταμίευση των πιο εύπορων νοικοκυριών. Σε αντίθεση με άλλες χώρες, τα εύπορα νοικοκυριά στην Ελλάδα αποταμιεύουν πολύ λίγο.

Η ανάδειξη της αποταμίευσης (και όχι της επιδεικτικής κατανάλωσης) ως επιθυμητή κοινωνικά συμπεριφορά είναι αναγκαία για το μέλλον της Ελλάδας. Η προϊούσα δημογραφική γήρανση κάνει αυτή την ανάγκη ακόμη πιο επιτακτική.

Η πολιτεία – πέραν της συνετούς δημοσιονομικής διαχείρισης – θα μπορούσε να συμβάλει στην επίτευξη αυτού του εθνικού στόχου μέσω επιδότησης της αποταμιευτικής δραστηριότητας των νοικοκυριών με πόρους που θα προκύψουν από τη φορολόγηση της επιδεικτικής κατανάλωσης.

* Θωμάς Μούτος, Κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών Επιστημών του ΟΠΑ και Καθηγητής του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών

Πηγή: ΟΠΑ news (Έκδοση μαζί με το Βήμα της Κυριακής)

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Academia