*Γράφουν οι Chenggang Xu και Di Guo
Το 20ό συνέδριο του ΚΚ Κίνας, που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Οκτώβριο, επισφράγισε την παρουσία του προέδρου Σι Τζινπίνγκ και επέλεξε την ηγετική ομάδα για τα επόμενα πέντε χρόνια. Ομως, το τι σημαίνει αυτό για την κινεζική οικονομία θα εξαρτηθεί από τρεις παράγοντες: την κατάσταση των θεσμών της χώρας, τις προηγούμενες και τις σημερινές οικονομικές συνθήκες και τις πολιτικές προθέσεις της ηγεσίας.
Οι πιο σημαντικοί θερμοί της Κίνας είναι ολοκληρωτικοί, αντανακλώντας και αναπαράγοντας τον μονοπωλιακό έλεγχο του ΚΚ σε κάθε γωνιά της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της οικονομίας. Ομως, ενώ ο σοβιετικού τύπου ολοκληρωτισμός κατέρρευσε πριν από τρεις δεκαετίες, υπό το θανάσιμο βάρος των οικονομικών του αποτυχιών, η Κίνα μοιάζει να αποτελεί εξαίρεση. Το ερώτημα είναι κατά πόσο το δικό της ολοκληρωτικό μοντέλο μπορεί να αντέξει.
Κίνα: Παραμονή του Σι Τζινπίνγκ στην εξουσία: Ουδέν κακόν αμιγές καλού
Σι Τζινπίνγκ: Ο παντοκράτορας της Κίνας
Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, οφείλουμε να κατανοήσουμε τον «ολοκληρωτισμό με κινεζικά χαρακτηριστικά». Βασικός πυλώνας του είναι ο περιφερειακά αποκεντρωμένος ολοκληρωτισμός, που συνδυάζει έναν εξαιρετικά συγκεντρωτικό ολοκληρωτικό έλεγχο στην πολιτική, την ιδεολογία και τα πρόσωπα με την αποκέντρωση σε ζητήματα διοικητικά και οικονομικά.
Το άνοιγμα
Αυτή είναι η συνθήκη που κυριάρχησε στις μεταρρυθμίσεις κατά τη μετά Μάο εποχή. Ομως, από τη στιγμή που ο Σι ήρθε στην εξουσία, το 2012, η Κίνα έχει επιστρέψει στον ολοκληρωτισμό, με το ΚΚ να αναλαμβάνει εκ νέου τον έλεγχο, ειδικά εις βάρος του ευημερούντος ιδιωτικού τομέα. Αυτή η αναστροφή αποτελεί και την κεντρική αιτία για την απότομη οικονομική επιβράδυνση το 2022.
Οι μεταρρυθμίσεις στην Κίνα, άλλωστε, πέτυχαν εκεί όπου απέτυχαν όλες οι αντίστοιχες προσπάθειες των κομμουνιστών εταίρων της στην ΕΣΣΔ και την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη επειδή η Κίνα κατάφερε να λύσει το θεμελιώδες πρόβλημα των κινήτρων που χαρακτηρίζει τις κομματικές – κρατικές γραφειοκρατίες. Αυτή η επιτυχία, όμως, είναι που προκαλεί αμφιβολίες για το κατά πόσο η οικονομία της παραμένει σήμερα βιώσιμη.
Με βάση το μοντέλο εκείνο, η οικονομική απόδοση των περιφερειών θα καθόριζε και την προαγωγή των τοπικών γραφειοκρατών του κόμματος, κάτι που οδήγησε σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Προκειμένου να διασφαλίσουν πλεονέκτημα, ορισμένοι συγκάλυπταν ή ακόμη και στήριζαν παράνομες ιδιωτικές εταιρείες και, με τον τρόπου αυτό, οδήγησαν σε ραγδαία ανάπτυξη τον ιδιωτικό τομέα της Κίνας.
Με την ιδιωτική επιχειρηματικότητα να ενσωματώνεται ολοένα περισσότερο στην κινεζική οικονομία, το ΚΚ έκανε ένα ακόμη βήμα, αλλάζοντας το Σύνταγμα ώστε να αναγνωριστεί το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας, καθιστώντας την Κίνα το πρώτο κομμουνιστικό κράτος που προχωρούσε σε κάτι τέτοιο.
Ακολούθησε, το 2001, η ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, κάτι που με τη σειρά του προκάλεσε την εισροή τεράστιων ξένων επενδύσεων και μια δραματική αύξηση των εξαγωγών. Αυτή η εξέλιξη και η ραγδαία επέκταση του ιδιωτικού τομέα κατέστη η βασική κινητήρια δύναμη της ταχείας ανάπτυξης της Κίνας αυτόν τον αιώνα.
Πεκίνο, έχουμε πρόβλημα!
Ωστόσο, η βιωσιμότητα του οικονομικού δυναμισμού της Κίνας απειλείται διαρκώς από την αποκλειστική κρατική ιδιοκτησία της γης, το κρατικό μονοπώλιο στον τραπεζικό κλάδο, την απουσία ανεξάρτητης Δικαιοσύνης, τις διακρίσεις εις βάρος του ιδιωτικού τομέα και το έλλειμμα εσωτερικής ζήτησης. Η δε παγκόσμια κρίση του 2008 έδωσε στο Κόμμα την αφορμή για να εντείνει την προσπάθεια διασφάλισης του απόλυτου ελέγχου.
Το καθεστώς βασίστηκε σε μια μαζική συσσώρευση χρέους, με στόχο να ενισχύσει τις υποδομές, κάτι που οδήγησε σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα. Οι περισσότερες από αυτές τις επενδύσεις, όμως, ήταν αναποτελεσματικές και η Κίνα εισήλθε σε έναν αέναο κύκλο υπέρμετρης μόχλευσης και παραγωγικής δυναμικότητας. Ακόμη χειρότερα, οι μαζικές δημόσιες δαπάνες που βασίζονταν στον δανεισμό περιθωριοποίησαν τον μη κρατικό τομέα.
Ετσι, το συνολικό χρέος έφτασε στο 300% του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του 2019, ενώ ο βαθμός μόχλευσης είναι από τους υψηλότερους παγκοσμίως. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μεγάλο μέρος των δανείων αφορούν ενυπόθηκα δάνεια, που έχουν ως εγγυήσεις γη και χρηματιστηριακά προϊόντα. Καθώς δε η κινεζική οικονομία επιβραδύνει, τα ενυπόθηκα με τη μειωμένη αξία έχουν αρχίσει να βαραίνουν πάνω σε ολόκληρο το οικονομικό οικοδόμημα, οδηγώντας πιθανώς στην εκδήλωση χρηματοπιστωτικών και δημοσιονομικών κρίσεων.
Η χαμηλή εσωτερική ζήτηση συμπυκνώνει όλα τα υπάρχοντα προβλήματα. Η αναλογία της ιδιωτικής κατανάλωσης ως προς το ΑΕΠ παραμένει μία από τις χαμηλότερες παγκοσμίως – μόλις 38,5% το 2021, έναντι σχεδόν 70% στις ΗΠΑ και 56% στην Ιαπωνία.
Ο βασικός λόγος γι’ αυτό το χρόνιο φαινόμενο είναι ότι η αύξηση στα εισοδήματα των νοικοκυριών ήταν χαμηλότερη από εκείνη του ΑΕΠ επί δεκαετίες, επειδή το κράτος απορροφούσε τόσο μεγάλο μέρος μέσω των υπηρεσιών και των μονοπωλίων του. Μια ακόμη αιτία, όμως, είναι η σοβαρή ανισότητα σε επίπεδο εισοδημάτων.
Μπρος και πίσω
Πλέον, μετά το πρόσφατο συνέδριο του ΚΚ, μοιάζει να είναι ξεκάθαρο ότι ο ολοκληρωτικός έλεγχος σε κάθε γωνιά της κοινωνίας θα επανέλθει. Η οικονομική πολιτική θα καθορίζεται με βάση πολιτικά κριτήρια. Οι κρατικές επιχειρήσεις και οι γραφειοκρατίες θα εκτοπίζουν σταθερά τις αντίστοιχες ιδιωτικές και τις αγορές. Η καταστροφική πολιτική της «μηδενικής Covid» έχει ήδη φανερώσει πού μπορεί να φτάσει το μακρύ χέρι του ΚΚ.
Τη δεκαετία του ’50, ένα από τα πιο γνωστά συνθήματα του ΚΚ Κίνας ήταν ότι «το σήμερα της Σοβιετικής Ενωσης είναι το δικό μας χθες». Αυτό το χθες ενδέχεται να έχει ήδη έρθει, με το ΚΚ να βρίσκεται στη διαδικασία μετασχηματισμού της σημερινής Κίνας στην ΕΣΣΔ του χθες. Οι ηγέτες του κόμματος προφανώς δεν κατανοούν ότι τα ίδια προβλήματα που βύθισαν τη σοβιετική οικονομία απειλούν σήμερα να κάνουν το ίδιο και με την κινεζική. Κάθε μέρα που περνά, αυτή η έκβαση μοιάζει πιο βέβαιη.
*Η Di Guo είναι λέκτορας στρατηγικής στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Brunel και ο Chenggang Xu ερευνητής του Stanford Center on China’s Economy and Institutions στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΑ ΝΕΑ