Το 2023 θα είναι για την ελληνική οικονομία μια δύσκολη χρονιά. Θα υπάρξουν σημαντικές προκλήσεις και ευκαιρίες. Ξεχωρίζω τρεις: το ύψος του πληθωρισμού, την προσέλκυση Αμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) και την ανάγκη έντασης των μεταρρυθμίσεων.

Ο πληθωρισμός θα παραμείνει επίμονος, αν και μικρότερος σε σχέση με το 2022, και εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 5% σε ετήσια βάση.

Συντηρείται από την ενεργειακή κρίση, τα προβλήματα στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες και το μεγαλόπνοο σχέδιο της ευρωζώνης για ενεργειακή μετάβαση μέχρι το 2050. Θα εξαλειφθεί όταν ενισχυθεί η συνολική προσφορά και αυτή συναντήσει την αντίστοιχη ζήτηση. Οταν δηλαδή τελειώσει ο πόλεμος, καταφέρει η Ευρώπη να εξασφαλίσει συνεχή προσφορά ενέργειας, εξαλειφθεί πλήρως ο κορωνοϊός και αποκατασταθούν οι εφοδιαστικές αλυσίδες. Ολα όμως αυτά δεν μπορούν να γίνουν από τη μια μέρα στην άλλη. Τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα εάν ο ενεργειακός τομέας της Ελλάδας δεν παρουσίαζε δομικά χαρακτηριστικά που λειτουργούν ανασταλτικά στις προσπάθειες άμβλυνσης των επιπτώσεων του υψηλού ενεργειακού κόστους. Ας δούμε μερικά: (α) την τελευταία δεκαετία το ενεργειακό μείγμα της εγχώριας κατανάλωσης έχει μεταβληθεί σημαντικά, περιορίζοντας τη χρήση του λιγνίτη και αυξάνοντας τη συμμετοχή του φυσικού αερίου.

Το ίδιο συνέβη και με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. (β) Η Ελλάδα παρουσιάζει πολύ υψηλή ενεργειακή εξάρτηση από εισαγωγές. Σήμερα, πάνω από το 80% της ακαθάριστης διαθέσιμης ενέργειας της χώρας καλύπτεται από εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων. Ειδικότερα για τα πετρελαιοειδή και το φυσικό αέριο η εξάρτηση είναι πλήρης. (γ) Η παραγωγή ενέργειας μέσω των συμβατικών λιγνιτικών μονάδων (ιδιαίτερα κατά την τρέχουσα περίοδο που ο λιγνίτης καλείται να συμβάλει στην ενεργειακή επάρκεια της χώρας), πέρα από τις αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, οδηγεί επίσης σε υψηλό κόστος παραγωγής που κυρίως οφείλεται στο υψηλό κόστος δικαιωμάτων εκπομπών αερίων ρύπων. (δ) Από το 2020 ξεκίνησε η σταδιακή άνοδος των διεθνών τιμών των ενεργειακών προϊόντων. Ωστόσο, ειδικά για το φυσικό αέριο, η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφεται από τις αρχές του 2022, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η αυξημένη τιμή του φυσικού αερίου επηρεάζει αυξητικά την αντίστοιχη τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας. Δηλαδή, η υψηλή ενεργειακή εξάρτηση της χώρας, σε συνδυασμό με την αλλαγή του ενεργειακού μείγματος κατά την τελευταία δεκαετία, καθιστά την εγχώρια ενεργειακή αγορά ιδιαίτερα ευάλωτη σε εξωγενείς παραμέτρους και ιδιαίτερα στις εξελίξεις των διεθνών αγορών και τις μεταβολές των τιμών. Αρα, το 2023 είναι απαραίτητο να εντείνει η πολιτεία τις προσπάθειες ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής ενέργειας για να αποφύγει τις δυσάρεστες συνέπειες στον πληθωρισμό.

Αναφορικά με την προσέλκυση Αμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ), η Ελλάδα έχει σημειώσει μεγάλα άλματα. Τα τελευταία δύο χρόνια οι ΑΞΕ αυξάνονται συνεχώς και σημειώνουν νέα ρεκόρ. Ωστόσο, δύο σημεία χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Πρώτον, παρά τις σχετικά καλές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας όσον αφορά τις ετήσιες ροές ΑΞΕ, η οικονομία συνεχίζει να υστερεί σημαντικά και κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις όσον αφορά το απόθεμα ΑΞΕ (μόλις 22% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ-27 είναι πάνω από 60% του ΑΕΠ). Επίσης, ένα σημαντικό μέρος των ΑΞΕ στην Ελλάδα αφορά την αγορά ακινήτων μέσω του προγράμματος χρυσής βίζας. Αυτές οι ΑΞΕ δεν έχουν τα ίδια ευεργετικά αποτελέσματα για την οικονομία, όπως οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό. Το 2023 η Ελλάδα χρειάζεται να βελτιώσει το επιχειρηματικό της κλίμα, ιδίως μεταρρυθμίζοντας την πολύ αργή και αναποτελεσματική Δικαιοσύνη προκειμένου να προσεγγίσει τον μέσο όρο της ΕΕ στο απόθεμα εισερχόμενων ΑΞΕ.

Τέλος, η πρόσφατη ετήσια Εκθεση του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας έδειξε ότι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων το 2023 είναι αναγκαία. Ιδιαίτερα στους τομείς της ψηφιοποίησης, της πράσινης μετάβασης και της έρευνας και καινοτομίας. Αν και έχει υπάρξει σημαντικό έργο τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα υπολείπεται του μέσου όρου της ΕΕ αναφορικά με: 1) τον αριθμό των επιχειρήσεων που παρέχουν εκπαίδευση σε θέματα Τεχνολογίας Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ), 2) την κάλυψη σταθερών δικτύων VHCN, 3) την κάλυψη οπτικών ινών μέχρι τις εγκαταστάσεις, 4) τον αριθμό των ΜΜΕ με τουλάχιστον ένα βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης. Η χώρα μας παρουσιάζει επίσης υψηλές βαθμολογίες στην πράσινη μετάβαση. Και πάλι όμως θα πρέπει να βελτιώσει τις επιδόσεις της στην ανακύκλωση και τις πράσινες μεταφορές και να σημειώσει πρόοδο σε δείκτες καθαρής καινοτομίας, όπως πράσινες πατέντες και ιδιωτικές επενδύσεις στην τεχνολογία τροφίμων, καθώς και στους δείκτες πολιτικής για το κλίμα, συμπεριλαμβάνοντας ζητήματα βιωσιμότητας της γεωργίας και άλλες δράσεις για το κλίμα στη βάση της Συμφωνίας του Παρισιού.

Επιπλέον, η Ελλάδα θα πρέπει να ενισχύσει τη θέση της στην προσέλκυση επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και να επιταχύνει σε όλες τις άλλες πτυχές της μετάβασης (πέρα από την πράσινη και την ψηφιακή), έτσι ώστε να συγκλίνει και να υπερβεί τον μέσο όρο της ΕΕ. Τέλος, τα ευρήματα της έκθεσης δείχνουν ότι η χώρα θα πρέπει να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες για Ερευνα και Καινοτομία, έτσι ώστε να ενισχύσει τις θετικές επιδράσεις διάχυσης της τεχνολογίας στη βιομηχανία και σε ολόκληρη την οικονομία.

Η βελτίωση των επιδόσεων της χώρας στους παραπάνω τομείς είναι απαραίτητη για τη συνέχιση της δυναμικής της ανάπτυξης της χώρας σε ένα ολοένα και δυσμενέστερο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον.

Ο κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΚΕΦΙΜ.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts
Ακύρωση παράλειψης πρόσληψης δικηγόρου: Δεσμία αρμοδιότητα της Διοίκησης
Experts |

Ακύρωση παράλειψης πρόσληψης δικηγόρου: Δεσμία αρμοδιότητα της Διοίκησης

Το ΣτΕ έκρινε ότι, σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης της διαδικασίας πρόσληψης λόγω μη αποδοχής του διορισμού από τον πρώτο επιλεγέντα, η θέση παραμένει κενή και η διοίκηση οφείλει, κατά δεσμία αρμοδιότητα, να προχωρήσει στην πρόσληψη του δεύτερου κατά σειρά υποψηφίου