Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή,  οι βασικοί στόχοι της Ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής, όπως αυτοί διατυπώθηκαν στο κείμενο της: «για τη στρατηγική της ενεργειακής ένωσης της Ευρώπης», COM(2015) 80 final,  στις 25.02.2015, είναι:  1. η ενεργειακή μετάβαση, 2. η ενεργειακή ασφάλεια και 3. η επιδιωκόμενη σταθερότητα των τιμών των προϊόντων  και των υπηρεσιών ενέργειας στην ευρωπαϊκή επικράτεια.  Όμως, τα τελευταία τρία χρόνια,  με την εκδήλωση της ενεργειακής κρίσης, οι εν λόγω στόχοι είναι σε κατάσταση ανισορροπίας και σε συγκρουσιακή σχέση μεταξύ τους.

Το κύριο αίτιο της παρατηρούμενης ασυμβατότητας των τριών βασικών στόχων της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής είναι ο χαμηλός ετήσιος ρυθμός αύξησης των επενδύσεων και της υλοποίησης νέων έργων, στον ευρωπαϊκό κλάδο ενέργειας (IEA 2022).

Ο μειωμένος ρυθμός της αύξησης των επενδύσεων παρατηρείται, τόσο στις ώριμες τεχνολογίες παραγωγής ενέργειας με τη χρήση των ορυκτών καυσίμων που παραδοσιακά ενισχύουν την ενεργειακή ασφάλεια και τις συνθήκες εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς (δηλ. σταθερές και προσιτές τιμές), όσο και στις νέες τεχνολογίες που προωθούν την ενεργειακή μετάβαση.

Από τη θεωρία και την εμπειρία γνωρίζουμε ότι οι μειωμένες επενδύσεις σε μια αγορά οδηγούν μεσοπρόθεσμα σε μείωση της παραγωγής. Η μείωση της παραγωγής με τη σειρά της, προκαλεί την αύξηση των τιμών.

Αν συνεχιστεί η συγκρουσιακή σχέση των τριών βασικών στόχων της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής πιθανόν να προκαλέσει έναν επαναλαμβανόμενο κύκλο μειωμένων επενδύσεων και μειωμένης ποσότητας παραγωγής στον ευρωπαϊκό κλάδο ενέργειας που θα επιτείνει τη συγκρουσιακή σχέση των τριών ευρωπαϊκών στόχων,  με απροσδόκητες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις (οικονομική ύφεση, αποβιομηχάνιση, ανεργία, φτώχεια). Το πρώτο δείγμα των πιθανών μελλοντικών αρνητικών εξελίξεων, είναι η εκτίναξη του πληθωρισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση λόγω των υψηλών τιμών στην ενέργεια, το έτος 2022 (Eurostat 2023).

Κατά τη γνώμη μου , η συγκρουσιακή σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των τριών στόχων της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής δεν είναι απλά το αποτέλεσμα των μειωμένων επενδύσεων. Προκαλείται από μια σειρά προβλημάτων στην δομή και στη λειτουργία της αγοράς ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τις τακτικές που επιλέγει η Ευρωπαϊκή Ένωση για να επιτύχει τους τρείς στόχους της.

Β. Παρακάτω καταγράφω ορισμένα από τα προβλήματα:

1.       Η  ίδρυση αγορών φυσικού αερίου χωρίς σημαντική, σχεδόν μηδενική, εγχώρια παραγωγή.

Από τη θεωρία και την εμπειρία γνωρίζουμε ότι η προϋπόθεση για την ίδρυση και λειτουργία των αγορών είναι η ύπαρξη παραγωγών, εμπόρων και καταναλωτών. Αν δεν υπάρχει παραγωγή δεν μπορεί να υπάρξει αγορά. Στην Ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου όμως, η απουσία αξιόλογου αριθμού εγχώριων παραγωγών καθιστά την ευρωπαϊκή αγορά ατελής.

Η ίδρυση ηλεκτρονικών βάθρων εμπορίας ενέργειας, δεν εξισορροπεί ούτε μπορεί να λειτουργήσει ως «αντίβαρο στην έλλειψη σημαντικής εγχώριας παραγωγής. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η πλατφόρμα συναλλαγών φυσικού αερίου στην Ολλανδία TTF η οποία καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις τιμές πώλησης του φυσικού αερίου στους Ευρωπαίους καταναλωτές.   Το έτος 2022, ο δείκτης  TTF παρουσίαζε, κατά μέσο όρο, χρηματιστηριακές συναλλαγές 60 φορές μεγαλύτερες συγκριτικά με τις φυσικές παραδόσεις φυσικού  αερίου που πραγματοποιούσε ημερησίως.  Με απλά λόγια, μια ποσότητα προσφερόμενης ποσότητας φυσικού στην Ολλανδική ηλεκτρονική αγορά κατά μέσο όρο, πωλήθηκε και αγοράστηκε 60 φορές πριν καταλήξει στον τελικό αγοραστή.   Συγκριτικά, στη Βρετανία, στην αντίστοιχη Βρετανική αγορά συναλλαγών φυσικού αερίου NBP,  οι χρηματιστηριακές συναλλαγές  φυσικού αερίου συγκριτικά με τις φυσικές παραδόσεις φυσικού αερίου,  ήταν 20 φορές μεγαλύτερες το 2022 (Economist 2022).

2.       Η ΕΕ ενθαρρύνει τη χρήση του φυσικού αερίου ως «καύσιμο – γέφυρα» για την ενεργειακή μετάβαση αλλά, η πλειοψηφία των κρατών μελών της ΕΕ απαγορεύουν την εξόρυξη φυσικού αερίου στο έδαφος τους (Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία κ.λ.π).

3.       Η ΕΕ  ασκεί έντονη πίεση σε τρίτες χώρες – παραγωγούς φυσικού αερίου (φ.α.)  για νέες εξορύξεις αλλά διατυπώνει επιφυλάξεις αν όχι διαφωνίες, σε χρηματοδοτήσεις νέων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με χρήση καυσίμου φ.α..

4.       Η ταυτόχρονη εφαρμογή πολιτικών ενεργειακής εξοικονόμησης και ανάπτυξης της αγοράς αποσυντονίζει τη διαδικασία της ενεργειακής μετάβασης.

Η δυναμική μιας αγοράς καθορίζεται από τη δυναμική εξέλιξη της ζήτησης. Πως όμως να αναπτυχθούν οι αγορές ενέργειας στην Ευρώπη όταν την ίδια στιγμή η ΕΕ ενθαρρύνει και επιβάλλει  τη μείωση της κατανάλωσης; (ενδεικτικά βλέπε: πολιτικές ενεργειακής εξοικονόμησης, πολιτικές για τη μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου,  διοικητικές αποφάσεις για την ενίσχυση των τιμών καθορισμένης παραγωγής από τις ΑΠΕ).

5.       Το δυναμικότερο κομμάτι της ηλεκτροπαραγωγής, οι ΑΠΕ, παραμένει ρυθμιζόμενο και υπό διοικητική εποπτεία.

Η Ευρώπη επιβάλλει στις μονάδες ΑΠΕ ρυθμιζόμενη ποσότητα παραγωγής και καθορισμένη τιμή πώλησης της παραγωγής τους.   Έτσι οι ΑΠΕ, αποκλείονται από την αγορά από την ελεύθερη χωρίς περιορισμούς παραγωγή και προσφορά ηλεκτρικής ενέργειας.

6.       Η διατήρηση της οριακής τιμής, ως η τιμή εκκαθάρισης του συνόλου των ημερήσιων συναλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας στις οργανωμένες ευρωπαϊκές αγορές, οξύνει το πρόβλημα των υψηλών τιμών και ενθαρρύνει την αχαλίνωτη κερδοσκοπία.

Η χρήση της οριακής τιμής, ως η τιμή εκκαθάρισης στις ημερήσιες  αγορές ηλεκτρικής ενέργειας, με τον ταυτόχρονο αποκλεισμό των ΑΠΕ από τη συμμετοχή τους στην ελεύθερη αγορά, δημιουργεί στρεβλώσεις τόσο στην προσφερόμενη τελική ποσότητα παραγωγής όσο και στη διαμόρφωση των τελικών τιμών, στις ευρωπαϊκές αγορές.

7.       Η χρήση των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με χρήση καυσίμου τον άνθρακα  για την ενεργειακή ασφάλεια είναι μια ακριβή επιλογή.

Με την ίδρυση αγοράς εμπορίας ρύπων και όχι την επιβολή φορολογίας στις βιομηχανίες που ρυπαίνουν, η χρήση του άνθρακα ως στρατηγικό απόθεμα στον ευρωπαϊκό ενεργειακό κλάδο, ακόμη και σε καταστάσεις  έκτακτης ανάγκης  , έχει υψηλό οικονομικό κόστος.

Γ. Ορισμένα συμπεράσματα από τα παραπάνω.

H συγκρουσιακή σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των τριών στόχων της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής προκαλεί πληθωρισμό (Eurostat 20223) και θέτει σε κίνδυνο την οικονομική ανάπτυξη στην Ευρώπη (IMF 2023).

Μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενεργειακής μετάβασης (έτος 2050), η ΕΕ θα εξαρτάται αποκλειστικά από την εισαγωγή ορυκτών καυσίμων που θα παράγονται σε τρίτες χώρες. Υπό αυτές τις συνθήκες, μια αργή διαδικασία ενεργειακής μετάβασης θα αντιστοιχεί σε έναν αυξημένο κίνδυνο για την ενεργειακή ασφάλεια και την οικονομική ευμάρεια της Ευρώπης.

Η ολοκλήρωση της διαδικασίας της ενεργειακής μετάβασης δεν θα εξαλείψει το πρόβλημα της ενεργειακής ασφάλειας και της οικονομικής εξάρτησης που αντιμετωπίζει η  Ευρώπη. Σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να  αυξήσει τον κίνδυνο καθώς, η ΕΕ για την κατασκευή και συντήρηση των έργων ΑΠΕ θα εξαρτάται από τρίτες χώρες για την προμήθεια υλικών, μετάλλων, χημικών στοιχείων, σπάνιων γαιών κ.λ.π.  Κρατικές εταιρίες τρίτων χωρών, θα μπορούν να χειραγωγήσουν τις ευρωπαϊκές αγορές ενέργειας.

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω,  είναι  προφανές ότι επιβάλλεται: η αύξηση των επενδύσεων στον Ευρωπαϊκό ενεργειακό κλάδο, η αλλαγή στην οργάνωση  και στη λειτουργία της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας και η συνεργασία των Ευρωπαϊκών εταιριών με εταιρίες χωρών που μπορούν να εγγυηθούν την ευρωπαϊκή ενεργειακή μετάβαση σε συνθήκες σεβασμού των αρχών  της αγοράς και της δημοκρατίας.

Ο Βασίλειος Π. Πανουσόπουλος είναι οικονομολόγος, διεθνολόγος (ΕΕΠ) και ανήκει στο Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό της Δημόσιας Διοίκησης, Βαθμός Α. Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ)

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts