Οι απαρχές των ανεξάρτητων αρχών ως ανεξάρτητων διοικητικών «μορφωμάτων» στον κρατικό μηχανισμό μπορεί να αναζητηθούν στον κρατισμό που άρχισαν να προωθούν οι ελληνικές κυβερνήσεις στην αρχή με τη συμμετοχή του Δημοσίου στην επιχειρηματική δραστηριότητα και, στη συνέχεια, με τη συντριβή της κατά Αριστοτέλη και αντιγραφέα του Μοντεσκιέ αρχής διάκρισης των εξουσιών με την «εμφύτευση» μιας τέταρτης» με τους χαρακτηρισμούς που ακούστηκαν κατά τη συζήτηση στη διάρκεια διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος 2001, όπως «πολιτικά και νομικά υβρίδια», «θεσμικά μορφώματα», «θεσμικό κατάντημα», «αντισυνταγματικές», «περιτομή δημοκρατίας» κλπ.
Η αρχή έγινε το 1914 με τη συμμετοχή του κράτους στην επιχειρηματική δραστηριότητα και, συγκεκριμένα, με την απόκτηση και την εκμετάλλευση του σιδηροδρομικού δικτύου Πειραιώς – Αθηνών – Θεσσαλονίκης που υπήρχε τότε. Το 1920, τη λειτουργία του σιδηροδρομικού δικτύου ανέλαβαν οι Σιδηρόδρομοι του Ελληνικού Κράτους (ΣΕΚ) και λίγο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το κράτος ανέλαβε τη λειτουργία και του σιδηροδρομικού δικτύου της Πελοποννήσου με τη σύσταση των Σιδηροδρόμων Πειραιώς – Αθηνών – Πελοποννήσου (ΣΠΑΠ).
Τότε, τα χρόνια εκείνα, καθώς «τρώγοντας έρχεται η όρεξη», στη δεκαετία του 1920, ιδρύθηκαν ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ) και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Και καθώς η όρεξη συνεχώς αυξανόταν, το 1923, ιδρύθηκε η Ελεύθερη Ζώνη Θεσσαλονίκης και ακατάπαυστα, το 1926, ιδρύθηκε ο Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός (ΑΣΟ) και το 1929, η κρατική «επιχειρηματική» βουλιμία επεκτάθηκε και στον τραπεζικό τομέα, αφού ιδρύθηκε η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος.
Μεταπολεμικά, το 1949, ιδρύθηκε ο Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος (έως τότε οι τηλεπικοινωνίες ανήκαν σε ιδιωτικές εταιρείες), το 1950, το κράτος επεκτάθηκε και στο χώρο της ενέργειας, ιδρύοντας τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ)
Από τότε, δηλαδή από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και χωρίς να υπάρχει ΕΟΚ ή Ευρωπαϊκή Ένωση για να πιέζει και να συμμορφωθεί με το κοινοτικό δίκαιο, η Ελλάδα πρωτοπορούσα πάντοτε σε τέτοιες πρωτοβουλίες που ευνοούν τη δημιουργία του πελατειακού κράτους, δημιούργησε τα πρώτα διοικητικά «μορφώματα» με τη μορφή ανεξαρτήτων αρχών . Δηλαδή, τότε συστάθηκε το Ανώτατο υ Συμβούλιο Δημοσίων Υπηρεσιών (ΑΣΔΥ, 1951). Στη συνέχεια, ιδρύθηκε η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (ν.δ. 3627/1956), η οποία στη συνέχεια έγινε Γενική Γραμματεία Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος (Γενική Γραμματεία ΕΣΥΕ, π.δ. 224/1986), που υπαγόταν στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και η οποία με την εισαγωγή του Ν. 3832/2010 ανακηρύχθηκε σε Ανεξάρτητη Αρχή ως Ελληνική Στατιστική Αρχή.
Ακολούθησε η ίδρυση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (1961) και του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (1964), τα οποία θεωρούνταν ως μια ιδιόμορφη οργάνωση δημόσιας υπηρεσίας με αποφασιστικές ή γνωμοδοτικές αρμοδιότητες, με χαρακτηριστικά τάχα αποκέντρωσης και τάχα αυτοτέλειας σε σχέση με το παραδοσιακά τότε διοικητικά σχήματα.
Η «όρεξη» αυτή ανακόπηκε για μερικά χρόνια, αφού η θεσμοθέτηση της πρώτης ελληνικής ανεξάρτητης αρχής έγινε αμέσως σχεδόν μετά τη μεταπολίτευση, δηλαδή το 1977 με την ίδρυση της Επιτροπής Ανταγωνισμού (Ν. 703/1977), η οποία έγινε ανεξάρτητη το 1995 (Ν. 2296/1995) και έτσι λειτουργεί έως σήμερα.
Η πρώτη Ανεξάρτητη Αρχή που θεσμοθετήθηκε με τον Ν. 1866/1989 είναι το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο (ΕΡΣ). Ακολούθησε η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών (Ν. 2075/1992), το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ, Ν. 2190/1994), η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ, Ν. 2472/1997), ο Συνήγορος του Πολίτη (ΣτΠ, Ν. 2477/1999), με τη γνωστή συνέπεια να ανέλθουν οι ανεξάρτητες αρχές, υπό την πίεση τάχα του κοινοτικού ή «ενωσιακού» δικαίου στις 157, με την Ελλάδα να είναι μεταξύ των πρώτων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση που «συμμορφώθηκε» μόνο σχεδόν στο θέμα αυτό, ενώ σε άλλους τομείς σχεδόν «σφυρίζει αδιάφορα» (ευελιξία στην αγορά εργασίας, κλειστά επαγγέλματα κλπ) με το «στρίβειν δι΄επιτροπών»!!!. Όπως άλλωστε έχει σημειωθεί, μόνο πέντε από τις 157 αυτές ανεξάρτητες αρχές έχουν ενταχθεί στο αντίστοιχο άρθρο του Συντάγματος. Οι υπόλοιπες συστάθηκαν με Νόμους!
Δηλαδή, χωρίς καμιά σχεδόν κοινοτική πίεση σε όλη αυτή τη μακρά περίοδο, όλες οι κυβερνήσεις μετά τη μεταπολίτευση προχωρούσαν ταχύτατα σ την ίδρυση και επιχειρήσεων παράλληλα με τη σύσταση ανεξάρτητων αρχών, σε σημείο που σήμερα δεύτερες να υπερτερούν σε αριθμό από τις πρώτες. Απλώς αναφέρω ότι το 1954 έγινε το κράτος έγινε … τραπεζίτης!. Ίδρυσε τον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Οικονομικής Αναπτύξεως (ΟΧΟΑ) για τη χρηματοδότηση αυξημένων κινδύνων που δεν μπορούσαν να αναλάβουν οι τράπεζες, το 1959 τον Οργανισμό Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΟΒΑ) για την προώθηση τάχα επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, σαν να μην ήταν τότε το τραπεζικό σύστημα κατά 90% σχεδόν … κρατικό, το 1964 την Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ) στην οποία συγκεντρώθηκαν οι λειτουργίες του ΟΧΟΑ, του ΟΒΑ και του Οργανισμού Τουριστικής Πίστεως, το 1970 τον Οργανισμό Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ) με τον οποίο συγχωνεύθηκαν οι ΣΕΚ και οι ΣΠΑΠ, το 1970 τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, που αποτελούσαν ξεχωριστή Διεύθυνση στο υπουργείο Συγκοινωνιών και μεταφέρθηκαν στα Ελληνικά Ταχυδρομεία ΕΛΤΑ), που ιδρύθηκαν τότε, το 1970 τα Ηλεκτροκίνητα Λεωφορεία της Περιοχής Αθηνών – Πειραιώς (ΗΛΠΑΠ) με την εξαγορά της ιδιωτικής ΗΕΜ, το 1975 τη ΔΕΗ που συγχωνεύθηκε με την Εταιρεία Λιγνιτών Πτολεμαίδας (ΛΙΠΤΟΛ), την ίδια χρονιά, το 1975, εξαγόρασε την Ολυμπιακή Αεροπορία από τον Αριστοτέλη, την ίδια χρονιά, το 1975, κρατικοποίησε τον Όμιλο Ανδρεάδη (πέντε τράπεζες, τρεις ασφαλιστικές εταιρίες, τρεις μεγάλες βιομηχανίες, ένα ναυπηγείο, ένα ξενοδοχείο (Χίλτον) κι ένα διυλιστήριο!!!), τους Ελληνικούς Ηλεκτρικούς Σιδηροδρόμους (ΕΗΣ), το 1977 την Επιχείρηση Αστικών Συγκοινωνιών (ΕΑΣ) και τον Οργανισμό Αστικών Συγκοινωνιών (ΟΑΣ), το 1977, συγχώνευσε τον Εθνικό Οργανισμό Ελληνικής Χειροτεχνίας (ΕΟΕΧ) και το Κέντρο Βιοτεχνικής Αναπτύξεως (ΚΕΒΑ) σε κοινό οργανισμό, τον Ελληνικό Οργανισμό Μικρομεσαίων Μεταποιητικών Επιχειρήσεων και Χειροτεχνίας (ΕΟΜΜΕΧ), την ίδια χρονιά, το 1977 ίδρυσε τον Οργανισμό Προωθήσεως Εξαγωγών (ΟΠΕ), το 1979 την Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου (ΚΕΔ) για την … αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, τη Δημόσια Επιχείρηση Πολεοδομήσεως, Οικισμού και Στεγάσεως (ΔΕΠΟΣ), τη Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου (ΔΕΠ), την Ελληνική Εταιρεία Βιομηχανικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΕΛΕΒΜΕ), την Ελληνική Βιομηχανία Όπλων, την Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία.
Τελικά, το 1981 η Νέα Δημοκρατία παρέδωσε στο ΠΑΣΟΚ 119 δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς, οι οποίοι αυξήθηκαν στη συνέχεια με την κρατικοποίηση δεκάδων προβληματικών ιδιωτικών επιχειρήσεων με την ένταξή τους στον περιβόητο Οργανισμό … «Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) το 1983.
Γιατί είναι αλλιώτικες από τις άλλες δημόσιες υπηρεσίες
Από τα Πρακτικά της Βουλής για την Αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 και τους ιδρυτικούς νόμους προκύπτει ότι οι ανεξάρτητες αρχές είναι αλλιώτικες από τις άλλες διοικητικές υπηρεσίες ή τουλάχιστον έτσι εμφανίζονται. Συγκεκριμένα, η ειδοποιός διαφορά συνίσταται στις ακόλουθες, σε γενικές γραμμές, ιδιαιτερότητες:
-Η λειτουργική ανεξαρτησία των Ανεξαρτήτων Αρχών εντοπίζεται στη διαπίστωση ότι έχουν αυτονομία εσωτερικής διοικητικής διαχείρισης και σε έναν ισχυρό μηχανισμό διοικητικής υποστήριξης.
-Βρίσκονται εκτός διοικητικής ιεραρχίας και εξαιρούνται από κάθε είδος ιεραρχικού ελέγχου ή διοικητικής εποπτείας, τόσο ως προς τη σκοπιμότητα όσο και ως προς τη νομιμότητα των πράξεών τους.
Υπάρχει οικονομική ανεξαρτησία με έσοδα από εποπτευόμενους;
– Παράξενος είναι ο ισχυρισμός ότι έχουν οικονομική ανεξαρτησία, καθώς η έως τώρα πραγματικότητα επιβεβαιώνει τις επιφυλάξεις που εκφράστηκαν στη Βουλή κατά τη συζήτηση το 2001. Δηλαδή, η οικονομική αυτή … τάχα ανεξαρτησία εξασφαλίζεται είτε με ιδιαίτερο προϋπολογισμό πιστώσεων, που προτείνεται από αυτές και ψηφίζεται από το Κοινοβούλιο, είτε με ίδια έσοδα, που προκύπτουν από καταβολές εισφορών από τους χρήστες των υπηρεσιών που εποπτεύουν. Η τελευταία πηγή εσόδων ή η πρόβλεψη για ίδια έσοδα που προέρχονται από εποπτευόμενους φορείς επικρίθηκε εντόνως τότε στη Βουλή. Διότι, μπορεί από τη μια μεριά να εξασφαλίζει την ανεξαρτησία έναντι του κράτους αλλά ενδεχομένως να ενισχύει και την εξάρτησή τους από την αγορά, με όλες τις δυσμενείς συνέπειες που μπορεί να έχει αυτή η διαδικασία στη ρύθμιση της αγοράς.
Πράγματι, από όλους τον κρατικό προϋπολογισμό του 2023 (σελίδα 161), αλλά και όλους τους κρατικούς προϋπολογισμούς προκύπτει ότι τις δαπάνες λειτουργίας ανεξάρτητων αρχών που έχουν ενδυθεί τον μανδύα του ιδιαίτερου κύρους με την υπαγωγή στο άρθρο 101Α του Συντάγματος, δηλαδή εκείνων κυρίως που προστατεύουν ευαίσθητα πεδία ή κρίσιμα ατομικά δικαιώματα ή επιβάλλουν τη διαφάνεια και τον έλεγχο στη δημόσια διοίκηση, καλύπτονται από τον κρατικός προϋπολογισμό με την εμφάνισή τους σε ειδικό πίνακα, ενώ για την οικονομική κατάσταση ανεξάρτητων αρχών που ρυθμίζουν ή ελέγχουν την αγορά παρουσιάζει ισοζύγιο με … κέρδη ή ζημιές. Για παράδειγμα, αναφέρεται ότι η Αρχή Πολιτικής Αεροπορίας (ΑΠΑ), η οποία ασκεί καθήκοντα ρυθμιστικής αρχής της οικονομικής δραστηριότητας στον χώρο των αερομεταφορών, της αεροναυτιλίας και των αεροδρομίων, για το 2022 εκτιμάται ότι θα εμφανίσει πλεόνασμα ύψους 71,6 εκατ. ευρώ, ενώ για το 2023 προβλέπεται να εμφανίσει πλεόνασμα ύψους 26,8 εκατ. ευρώ ή Εθνική Αναλογιστική Αρχή (ΕΑΑ), η οποία έχει ως βασική αποστολή την εξασφάλιση της βιωσιμότητας και της κοινωνικής ανταποδοτικότητας του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης, για το έτος 2023 προβλέπεται να παρουσιάσει πλεόνασμα ύψους 1,3 εκατ. ευρώ ή Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (EETT), η οποία εποπτεύει και ελέγχει την αγορά ηλεκτρονικών επικοινωνιών, για το έτος 2022 εκτιμάται ότι θα εμφανίσει έλλειμμα ύψους 4,9 εκατ. ευρώ, ενώ για το 2023 προβλέπεται θετικό αποτέλεσμα ύψους 0,3 εκατ. ευρώ.
Τα ίδια αναφέρει για την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ), την Ενιαία Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΑΔΗΣΥ), την Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων (ΕΕΕΠ), τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), τη Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων (ΡΑΛ) και την Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία, ως γνωστόν, έχει ως βασική αποστολή τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς και την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού, που οδηγεί σε μείωση των τιμών, βελτίωση της ποιότητας και του εύρους των παρεχόμενων προϊόντων και υπηρεσιών, διεύρυνση των επιλογών για τους καταναλωτές και αύξηση της αγοραστικής τους δύναμης, καθώς και σε ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και σε ανάπτυξη της οικονομίας.
Υπενθυμίζω όμως ότι γι’ αυτή την ανεξάρτητη αρχή, η οποία μάλιστα ιδρύθηκε το 1995, δηλαδή πριν από τη συνταγματική αναθεώρηση (το 2001), καταγγέλλεται η εκάστοτε κυβέρνηση από την εκάστοτε αντιπολίτευση έντονα για την ακρίβεια, όπως καλή ώρα και σήμερα, με τη γνωστή επωδό ότι υπολειτουργεί και ότι δεν ενδιαφέρεται το κράτος για τη σωστή λειτουργία της. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι: αφού είναι … ανεξάρτητη, πώς μπορεί να παρέμβει το κράτος ή εκάστοτε κυβέρνηση στη λειτουργία της; Δεν είναι αντισυνταγματική και παράνομη κάθε παρέμβαση στο έργο της. Αλλά, τέτοιες αντινομίες, αντιφάσεις και ευτράπελα έχει να καταδείξει πολλά η έως τώρα λειτουργία των ανεξάρτητων αυτών διοικητικών αρχών, χωρίς να μπορεί να απαξιώσει κανείς και το σημαντικό έργο που παρουσιάζουν.
Σημειώνεται ότι η προβλεπόμενη οικονομική ανεξαρτησία των διοικητικών αυτών αρχών και ιδιαίτερα εκείνων που ελέγχουν ή εποπτεύουν ή ρυθμίζουν την αγορά με την απόκτηση ίδιων εσόδων από ελεγχόμενους, επικρίθηκε έντονα κατά τη συζήτηση στη Βουλή, για τη συνταγματική αναθεώρηση το 2011, αλλά και από διαπρεπείς ειδικούς συγγραφείς, με την επισήμανση ότι με τα ίδια έσοδα που προέρχονται από τους εποπτευόμενούς τους, μπορεί να ενισχύεται η ανεξαρτησία έναντι του κράτους , αλλά ενδεχομένως ενισχύει και την εξάρτησή τους από την αγορά. Δηλαδή, ότι με την πρόβλεψη αυτή γίνεται εξοβελισμός του κράτους από τη διαδικασία ρύθμισης και έτσι η ρύθμιση της αγοράς γίνεται, όλο και περισσότερο, μία υπόθεση της ίδιας της αγοράς, με αποτέλεσμα το κράτος να μην μπορεί να παίξει κανένα ουσιαστικό ρόλο ούτε ως προς την ρύθμιση ούτε ως προς τον περιορισμό της.
Παραδειγματικές περιπτώσεις αυτής της κατάστασης θα μπορούσαν να είναι οι συχνοί καταλογισμοί προστίμων από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης σε τηλεοπτικούς σταθμούς, με το αιτιολογικό της «χαμηλής ποιότητας προγράμματος», σχετικά με τηλεοπτικά προγράμματα, τα οποία κρίθηκαν ως χαμηλού. Η πιο γνωστή τέτοια υπόθεση είναι η 371/2003 που αφορά τον καταλογισμό προστίμου σε τηλεοπτικό σταθμό λόγω εμφάνισης σε τηλεοπτικό πρόγραμμα μυθοπλασίας, δύο ανδρών που φιλιούνται στο στόμα. Στην απόφαση αναφέρεται : «Αναμφιβόλως πρόκειται περί εκπομπής, η οποία βρίσκεται έξω από την ποιοτική στάθμη που επιβάλλει το Σύνταγμα και ο Κανονισμός του Ε.Σ.Ρ. Η όλη εκπομπή είναι ικανή να εξοικειώσει την παιδική ηλικία και τη νεότητα με τη χυδαιότητα και εντεύθεν να επιφέρει βλάβη». Με αυτό το θέμα, όπως προανέφερα σε προηγούμενο σημείωμα, είχε ασχοληθεί και το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο ακύρωσε το πρόστιμο των 76 εκατομμυρίων ευρώ που είχε επιβληθεί στην εταιρεία Vodafone από την Α.Δ.Α.Ε. για το σκάνδαλο των υποκλοπών (Απόφαση 3320/2010), με το επιχείρημα ότι η σχετική συνεδρίαση της Α.Δ.Α.Ε. δεν ήταν δημόσια!
Από την άλλη όμως μεριά, επισημαίνεται η εξάρτηση των ανεξαρτήτων αρχών από την εκτελεστική εξουσία καταδεικνύει ανυπαρξία οικονομικής αυτοτέλειας. Δηλαδή, υποστηρίζεται ότι, όταν οι ανεξάρτητες αρχές δεν έχουν ίδια έσοδα και δεν μπορούν να συντάξουν οι ίδιες τον προϋπολογισμό τους, καθίστανται έρμαια της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία και ορίζει τα μεγέθη. Έτσι, η εκτελεστική εξουσία μπορεί να καταδικάσει κάποια ανεξάρτητη αρχή σε μαρασμό, με την περικοπή των οικονομικών της πόρων. Αυτή η περίπτωση, πάντως, καταγγέλλεται συνεχώς από τους συλλόγους ή την Ομοσπονδία Υπαλλήλων των Ανεξάρτητων Αρχών.
Αυτά ισχύουν, φυσικά, για τις ανεξάρτητες αρχές που δεν είναι συνταγματικά κατοχυρωμένες και (οι περισσότερες) ρυθμίζουν την αγορά. Μεγάλο μέρος των προστίμων που επιβάλλουν αυτές οι αρχές, καθώς και διάφορα διαχειριστικά τέλη που έχουν θεσμοθετηθεί, εισπράττονται από αυτές και καταλήγουν στα ταμεία τους.
Αυτή η πρόβλεψη για οικονομική αυτοτέλεια μέσω της είσπραξης εσόδων απευθείας από τους ελεγχόμενους, μπορεί να θεωρηθεί και ως ενίσχυση της εξάρτησης από την αγορά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (λανθάνουσες συμπεριφορές αυτοσυντήρησης κλπ. Από την άλλη μεριά , υποστηρίζεται ότι η δημιουργία πολλών ταμείων μέσα στον ίδιο κρατικό μηχανισμό εμποδίζει την Κυβέρνηση να ασκήσει σωστή δημοσιονομική πολιτική.
-Η άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και οι πράξεις που εκδίδουν δεν υπόκεινται σε έλεγχο νομιμότητας από τον υπουργό, ενώ τα μέλη τους διαθέτουν προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία.
14 ανεξάρτητες αρχές με δημοσιονομικό κόστος πάνω από μισό δισ. ευρώ!
Από όλες τις 157 ανεξάρτητες αρχές ή ανεξάρτητους διοικητικούς φορείς ή υπηρεσίες ή επιτροπές, που παρουσίασα στο προηγούμενο σημείωμα, το υπουργείο Οικονομικών στον κρατικό προϋπολογισμό του 2023 (σελίδα 128) παρουσιάζει σε ειδικό πίνακα (παραττίθεται) παρουσιάζει μόνο 14 με τις αντίστοιχες δαπάνες, οι οποίες, όπως σημειώνει, είναι απλώς μέρος των ανωτάτων ορίων των δαπανών των υπουργείων και αφορούν δαπάνες Τακτικού Προϋπολογισμού. Δηλαδή, στην πραγματικότητα είναι μεγαλύτερες. Κι αν ληφθεί υπόψη ότι, όπως προκύπτει από τον προηγούμενο σημείωμα, υπάρχουν δεκάδες άλλες παντού και επί παντός διοικητικού επιστητού και επί πάντων άλλων τομέων ( δημοσιοϋπαλληλικός, διοικητικός, δικαστικός, οικονομικός, κοινωνικός, εκπαιδευτικός, υγειονομικός, ενεργειακός, επικοινωνιακός, τηλεπικοινωνιακός, αγροτικός, εργασιακός, αυτοδιοικητικός, κοινωνικοασφαλιστικός και άλλων σε όλα σχεδόν τα υπουργεία) του κράτους πάμπολλοι ποικιλώνυμοι παρόμοιοι διοικητικοί φορείς με την ονομασία τους ως «Αρχών» ή «Εθνικών Επιτροπών» ή «Ειδικών Επιτροπών» ή Επιτροπών ή «Οργανισμών» ή «Κέντρων» και πολλών άλλων με διάφορες άλλες ονομασίες, τότε η επιβάρυνση των φορολογουμένων είναι σίγουρα μεγαλύτερη.