Η γαλλική οικονομία, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ζώνης του Ευρώ (ΖτΕ), κατάφερε να ανακάμψει δυναμικά από τις διαταραχές που προκλήθηκαν από την πανδημία του Covid-19, επιτυγχάνοντας ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της τάξης του 6,8% το 2021, σύμφωνα με σχετική ανάλυση της Alpha Bank. Όμως, το προηγούμενο έτος, ήρθε αντιμέτωπη με τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης, με αποτέλεσμα να επιβραδυνθεί αισθητά η ανάπτυξή της στο 2,6% (IMF, World Economic Outlook Update, Ιανουάριος 2022), ενώ οι εκτιμήσεις για το 2023 αναφέρουν ισχνή ανάπτυξη της τάξης του 0,7% (Γράφημα 4). Μολονότι η Γαλλία είναι λιγότερο εκτεθειμένη στους ενεργειακούς κραδασμούς, σε σύγκριση με τα άλλα κράτη μέλη της ΖτΕ, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν την άφησε ανεπηρέαστη, πλήττοντας τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, σε μικρότερη, όμως, έκταση συγκριτικά με χώρες όπως η Γερμανία.

Για την πορεία της γαλλικής οικονομίας και την αξιοσημείωτη ανθεκτικότητά της μια σειρά παραγόντων διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο. Πρώτον, η προώθηση του μεταρρυθμιστικού σχεδίου, παρά τις κοινωνικές αντιδράσεις. Δεύτερον, η χαμηλή εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο και η ενίσχυση της πυρηνικής ενέργειας και τρίτον, η αποκόμιση κερδών από την πολιτική αστάθεια και το Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Γαλλία: Η κυβέρνηση ζητάει από τα σούπερ μάρκετ να συμφωνήσουν σε ένα «καλάθι του νοικοκυριού»

Μεταρρυθμιστικό έργο

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Γαλλίας, παρά τις αντιξοότητες και τις γεωπολιτικές εντάσεις, συνέχισαν την υλοποίηση του μεταρρυθμιστικού τους έργου τόσο στην αγορά εργασίας. όσο και στα δημόσια οικονομικά. Παρά τις κοινωνικές αντιδράσεις, η κυβέρνηση προχώρησε σε αναθεώρηση των επιδομάτων ανεργίας, καθώς και σε συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, με στόχο την εναρμόνιση των ορίων συνταξιοδότησης με τον μέσο όρο της Ε.Ε. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ για την Γαλλία, τονίστηκε η ανάγκη για πρόσθετες μεταρρυθμίσεις που αφορούν τόσο στον φορολογικό εξορθολογισμό και στα εργασιακά, όσο και σε μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα και θα επιταχύνουν την πράσινη μετάβαση.

Αναμφίβολα, η γαλλική οικονομία είναι λιγότερο εξαρτημένη από τις ενεργειακές ανατιμήσεις που προκλήθηκαν εξαιτίας του πολέμου, με τις έμμεσες επιδράσεις όμως να επηρεάζουν  την οικονομία. Για τον περιορισμό αυτών, η κυβέρνηση της Γαλλίας, όπως και οι άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, προχώρησε σε μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, συνολικού ύψους 3,7% του ΑΕΠ (Bruegel), για το διάστημα 2021-2022, με στόχο την ανακούφιση των πολιτών και των επιχειρήσεων. Βέβαια, αυτή η ενίσχυση διοχετεύθηκε σε μεγάλο βαθμό μέσω μη στοχευμένων και ως εκ τούτου δαπανηρών μέτρων, για τον περιορισμό  στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας, καθώς και μέσω μεταβιβάσεων μετρητών στα πιο ευάλωτα νοικοκυριά (IMF, Country report No. 2023/056, Ιανουάριος 2023), ενώ αναμένεται να διατηρηθεί για όσο χρειαστεί και το 2023.

Ανθεκτικότητα

Η ανθεκτικότητα της Γαλλίας πηγάζει, κυρίως, από το χαμηλό μερίδιο του φυσικού αερίου στον ενεργειακό της εφοδιασμό (16%), ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ είναι πολύ υψηλότερος (24%). Επίσης, η Νορβηγία αποτελεί τον μεγαλύτερο εισαγωγέα της φυσικού αερίου, ενώ η εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο περιορίζεται κάτω του 10%. Οι υψηλότερες εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου και οι αυξημένες ροές από μη ρωσικούς αγωγούς διατήρησαν τις εισαγωγές φυσικού αερίου σε πολύ υψηλά επίπεδα, επιτρέποντας στις αποθηκευμένες ποσότητες να αυξηθούν ακόμη περαιτέρω από τα κανονικά εποχικά επίπεδα (84% της χωρητικότητας στις αρχές Ιανουαρίου). Ωστόσο, οι υψηλότερες τιμές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και οι διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού έχουν αρχίσει να επιβαρύνουν την κατανάλωση και τις επενδύσεις, ενώ η επιβράδυνση της οικονομίας που παρατηρείται στις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες έχει αποδυναμώσει την ενδοκοινοτική ζήτηση.

Αντίδραση στις διαδοχικές κρίσεις

Τέλος, καθοριστικός παράγοντας στην αντίδραση της γαλλικής οικονομίας στις διαδοχικές κρίσεις εκτιμάται ότι είναι η πολιτική αστάθεια στο Ηνωμένο Βασίλειο και το Brexit. Έχουν περάσει, άλλωστε, τρία έτη από την υλοποίηση της απόφασης για αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου αποτελεί τη μοναδική από τις οικονομίες που απαρτίζουν τους G7 η οποία δεν έχει καταφέρει να φθάσει στα επίπεδα του 2019, ενώ και οι εκτιμήσεις για το 2023 δεν είναι ενθαρρυντικές, αφού αναφέρουν ύφεση της τάξης του 0,6% (ΔΝΤ). Άξιο αναφοράς είναι ότι, τα τελευταία χρόνια, ο τομέας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών της Γαλλίας έχει αναπτυχθεί σημαντικά, ενώ εκείνος του Ηνωμένου Βασιλείου έχει συρρικνωθεί (Γράφημα 5). Επίσης, πολλές επιχειρήσεις αλλά και στελέχη του χρηματοπιστωτικού τομέα που είχαν ως έδρα το Λονδίνο και το City έχουν εγκατασταθεί στο Παρίσι. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EBA), σύμφωνα με την οποία έχουν αυξηθεί ραγδαία τα υψηλά αμειβόμενα τραπεζικά στελέχη στη Γαλλία.

Ενθαρρυντικές προοπτικές

Εν κατακλείδι, η γαλλική οικονομία, παρά τις αβεβαιότητες, έχει καταφέρει να ανταπεξέλθει ικανοποιητικά, ενώ οι προοπτικές είναι ιδιαιτέρως ενθαρρυντικές. Η ισχυρή βιομηχανία (τρόφιμα, ποτά και τουρισμός) της Γαλλίας έχει αρχίσει να ομαλοποιείται και να επιστρέφει στα προπανδημικά της επίπεδα, ενώ ο ενεργειακός της εφοδιασμός φαίνεται να είναι εξασφαλισμένος τόσο λόγω των εναλλακτικών ροών όσο και εξαιτίας της πυρηνικής ενέργειας. Η δημοσιονομική αντίδραση της Γαλλίας σε διαδοχικά σοκ, κατά την περίοδο 2020-2022, ήταν ταχεία, αποτελεσματική, αλλά δαπανηρή, περιορίζοντας έτσι το δημοσιονομικό της περιθώριο. Τα επόμενα χρόνια αναμένεται μια δημοσιονομική προσαρμογή, που στόχο θα έχει να νοικοκυρευτούν τα δημόσια οικονομικά και να μειωθεί το δημόσιο χρέος, ενώ αναμένεται να συνεχιστεί το μεταρρυθμιστικό της έργο και να επιταχυνθεί η πράσινη μετάβαση.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή