Ο κόσμος δεν θα απαλλαγεί αρκετά γρήγορα από τον άνθρακα, εκτός εάν οι ανανεώσιμες πηγές αποφέρουν πραγματικά χρήματα
Οι κυβερνήσεις πρέπει να αποδεχθούν ότι η πράσινη ενέργεια είναι ακριβή
Εν μέσω της δυστυχίας του πολέμου στην Ουκρανία και της παγκόσμιας ενεργειακής κρίσης, υπάρχει μια αναλαμπή καλών ειδήσεων. Η πράσινη μετάβαση έχει επιταχυνθεί. Είναι αλήθεια ότι η άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου τροφοδότησε μεγαλύτερη ζήτηση για άνθρακα, το πιο βρώμικο από τα ορυκτά καύσιμα. Αλλά οδήγησε επίσης τους καταναλωτές να χρησιμοποιούν την ενέργεια πιο αποτελεσματικά. Και, το πιο σημαντικό, ώθησε τις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας παγκοσμίως. Πέρυσι, οι παγκόσμιες κεφαλαιουχικές δαπάνες για αιολικά και ηλιακά στοιχεία ενεργητικού ήταν για πρώτη φορά μεγαλύτερες από τις επενδύσεις σε νέες και υπάρχουσες γεωτρήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου. Οι κυβερνήσεις στην Αμερική και την Ευρώπη ξοδεύουν δισεκατομμύρια σε επιδοτήσεις για καθαρή τεχνολογία την επόμενη δεκαετία. Η Κίνα προσφέρει επίσης γενναία κίνητρα.
Ως ευτυχής συνέπεια, η πράσινη μετάβαση μπορεί να έχει επιταχυνθεί κατά πέντε έως δέκα χρόνια. Ωστόσο, το αξιοσημείωτο είναι ότι η μετάβαση θα μπορούσε να είχε προχωρήσει με ακόμα ταχύτερους ρυθμούς. Παρόλο που οι κυβερνήσεις είναι πιο πρόθυμες να ξοδέψουν, έχουν αρχίσει να αμβλύνουν τα κίνητρα για επενδύσεις. Η εκ νέου αύξηση τους θα είναι ζωτικής σημασίας, καθώς με τη σημερινή διαγραφόμενη πορεία ο πλανήτης είναι απίθανο να φτάσει τις καθαρές μηδενικές εκπομπές άνθρακα έως το 2050, το ορόσημο για τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας στους 1,5°C πάνω από τους προβιομηχανικούς μέσους όρους έως το 2100.
Ένα πρόβλημα είναι η απόκτηση αδειών. Οι ατελείωτες καθυστερήσεις φρενάρουν τις επιχειρήσεις που θέλουν να επενδύσουν από το να εκκινήσουν νέα έργα. Αυτό αποτελεί εδώ και καιρό εμπόδιο για νέα πρότζεκτ στην Αμερική και την Ευρώπη. Το ανησυχητικό είναι ότι κάποιες χώρες οπισθοδρομούν. Η Δανία είναι η σταρ στον τομέα υπεράκτιας αιολικής ενέργειας. Όμως, στις 6 Φεβρουαρίου σταμάτησε να διεκπεραιώνει όλες τις αιτήσεις για τέτοια έργα, αφού συνειδητοποίησε έξαφνα ότι μπορεί να παραβιάζει τη νομοθεσία της ΕΕ. Τα κέρδη από τη μείωση της γραφειοκρατίας είναι μεγάλα. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας, επίσημο «βαρόμετρο» ενέργειας, εκτιμά ότι εάν αρθούν τα γραφειοκρατικά και χρηματοδοτικά εμπόδια η παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα αυξηθεί κατά 25% επιπλέον έως το 2027.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι ορισμένοι πάροχοι ανανεώσιμων πηγών ενέργειας επανεξετάζουν τώρα τις επενδύσεις τους συνολικά, επειδή τα ενεργειακά έργα γίνονται λιγότερο ελκυστικά. Τα ανώτατα όρια τιμών και οι διάφοροι φόροι, μαζί με το αυξανόμενο κόστος, τα αναβάλλουν.
Από τον Ιανουάριο του 2021 έως τον Απρίλιο του 2022 τα εφοδιαστικά προβλήματα, η ανάκαμψη μετά τα lockdown και οι διαταραχές που προκλήθηκαν από τον πόλεμο ενίσχυσαν τις τιμές των πάντων, από τη ναυτιλία έως τα βιομηχανικά μέταλλα, τα οποία με τη σειρά τους αύξησαν τις τιμές των ηλιακών μονάδων και των στροβίλων. Τα υψηλότερα επιτόκια έχουν κάνει τα χρήματα πιο ακριβά – που αποτελεί πονοκέφαλο για τους κατασκευαστές πράσινων παραγωγικών μονάδων, που είναι πολύ πιο πεινασμένοι για κεφάλαια από τους αντίστοιχους που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα.
Τέτοιες δαπάνες θα ήταν διαχειρίσιμες εάν μπορούσαν να μετακυλιστούν. Αλλά οι κυβερνήσεις ολοένα και περισσότερο ασκούν μικροδιαχείριση στις αγορές ενέργειας για να διατηρήσουν τις τιμές χαμηλές ή για να αυξήσουν τα δικά τους έσοδα. Η ΕΕ έχει επιβάλει ανώτατο όριο τιμής στις παραγωγές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν εφαρμόσει απροσδόκητο φόρο στα κέρδη τους. Σε όλο τον κόσμο, οι δημοπρασίες για συμβάσεις ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σχεδιάζονται για να διατηρούν το ηλεκτρικό ρεύμα φθηνό—τόσο φθηνό που οι παραγωγοί θα δυσκολεύονται να βγάλουν χρήματα. Αυτό τους οδηγεί να πουλούν ηλεκτρική ενέργεια στην άμεση αγορά (spot market), κάτι που είναι πιο επικίνδυνο και λιγότερο ελκυστικό για τους επενδυτές. Ορισμένοι διαγωνισμοί δελεάζουν τους developers να ανταγωνίζονται για το πόσα χρήματα είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για την εκτέλεση έργων, σύστημα γνωστό ως «negative bidding» (σ.σ. οι developers ανταγωνίζονται για το ποιος θα προσφέρει περισσότερα στο κράτος για την εκμετάλλευση αντί να λάβουν επιδοτήσεις). Αυτό μπορεί να διογκώσει ακόμη περισσότερο το κόστος.
Το αποτέλεσμα ήταν συμπιεσμένα κέρδη. Οι τέσσερις μεγαλύτεροι δυτικοί κατασκευαστές αιολικών στροβίλων χάνουν χρήματα. Τον Ιανουάριο ο μεγαλύτερος developer υπεράκτιων αιολικών στον κόσμο Orsted, δέχθηκε χρέωση 365 εκατομμυρίων δολαρίων σε μεγάλο αμερικανικό έργο. Στις 8 Φεβρουαρίου, ο βραχίονας ανανεώσιμων πηγών ενέργειας της Equinor, του κρατικού ενεργειακού κολοσσού της Νορβηγίας, ανέφερε διευρυνόμενες απώλειες για το τέταρτο τρίμηνο του 2022—παρά την αύξηση των εσόδων κατά 81% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2021. Εκείνη την εβδομάδα, η Duke Energy και η Dominion Energy, Δύο αμερικανικές εταιρείες, επίσης, έκλεισαν με χρεώσεις 1,3 δις και 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αντίστοιχα, σε κομμάτια του χαρτοφυλακίου τους αιολικής και ηλιακής ενέργειας.
Αυτό εμποδίζει την σχεδίαση μελλοντικών έργων. Από την Αμερική μέχρι την Ασία, οι developers αιολικής ενέργειας προσπαθούν να αναθεωρήσουν τις προσφορές τους ή να επαναδιαπραγματευτούν χρηματοδοτικές συμφωνίες, καθυστερώντας την κατασκευή. Κάποιοι αποσύρονται από τους μεγάλους διαγωνισμούς, αποκηρύσσοντας έργα ως «μη επενδύσιμα». Στην Αμερική πολλά ηλιακά έργα έχουν σταματήσει και στην Ευρώπη υπογράφονται λιγότερες συμφωνίες για την αγορά της ενέργειας που παράγουν.
Οι κυβερνήσεις επιθυμούν να διατηρήσουν χαμηλές τις τιμές του ρεύματος σήμερα, αλλά αυτό μπορεί να είναι λανθασμένη πολιτική εξοικονόμησης εάν μειώνει τις δαπάνες για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που απαιτούνται για το μέλλον. Και καθώς κατασκευάζεται περισσότερη αιολική και ηλιακή δυναμικότητα, οι developers θα χρειαστεί πιθανώς να αντέξουν ακόμη μεγαλύτερες αυξήσεις κόστους: η έλλειψη χαλκού, ας πούμε, θα ανέβαζε τις τιμές καλωδίων και συρμάτων και η έλλειψη εκπαιδευμένων εργαζομένων που απαιτούνται για τη συντήρηση και τη λειτουργία των στροβίλων θα ανέβαζε τους μισθούς.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι, για να παραμείνουν ελκυστικές οι επενδύσεις, η πράσινη ενέργεια θα πρέπει να πωλείται σε υψηλότερες τιμές από αυτές που θα ήθελαν οι κυβερνήσεις. Εάν η ενεργειακή μετάβαση πρόκειται να γίνει γρήγορα, δεν πρέπει να υπάρξει κούρσα προς τα κάτω.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com