Θετικά φαίνεται ότι εξέλαβε η αγορά την άνοδο του κατώτατου μισθού, την οποία ανακοίνωσε σήμερα η κυβέρνηση, την ώρα που η ΓΣΕΕ αντιδρά αναφέροντας ότι η άνοδος αυτή «βρίσκεται μακριά από τις απαιτήσεις των πιο φτωχών εργαζομένων» Όπως προκύπτει από τις δημόσιες τοποθετήσεις των εκπροσώπων της επιχειρηματικότητας, αυτοί είναι σύμφωνοι με το 9,4% της αύξησης στα 780 ευρώ, προκειμένου να μετριαστούν οι επιπτώσεις του υψηλού πληθωρισμού. Παρά τις όποιες επιμέρους αποχρώσεις, η γενική εντύπωση είναι ότι οι φορείς της επιχειρηματικότητας καλωσόρισαν τη συγκεκριμένη κυβερνητική κίνηση. Ωστόσο, η ΓΣΕΕ αναφέρει ότι είναι «αναγκαιότητα ο κατώτατος μισθός να βρίσκεται στο 60% του διάμεσου μισθού συν τον προσδοκώμενο πληθωρισμό, δηλαδή στα 826 ευρώ.
«Η ανακοίνωση του ύψους του νέου κατώτατου μισθού βρίσκεται μακριά από τις απαιτήσεις των πιο φτωχών εργαζομένων και δεν τους επιτρέπει να καλύπτουν βασικές ανάγκες διαβίωσης, αναφέρει σε ανακοίνωσή της η ΓΣΕΕ, προσθέτοντας ότι «Η θέση της Συνομοσπονδίας είναι σαφής και τεκμηριωμένη. Η ΓΣΕΕ έχει αναλύσει με επιχειρήματα την αναγκαιότητα ο κατώτατος μισθός να βρίσκεται στο 60% του διάμεσου μισθού συν τον προσδοκώμενο πληθωρισμό, δηλαδή στα 826 ευρώ».
Ακόμη, προσθέτει πως «Ο θεσμός του κατώτατου μισθού είναι καθοριστικός για τη δημιουργία προϋποθέσεων μετάβασης σε μια πιο ανθεκτική, βιώσιμη και δίκαιη οικονομία και κοινωνία.
Για τη Συνομοσπονδία λοιπόν είναι επιτακτική ανάγκη, η θεσμική επαναφορά της διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού μετά από διαπραγμάτευση με τους κοινωνικούς εταίρους μέσω δηλαδή Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας».
Και καταλήγει: «Οι εργαζόμενοι συνεχίζουν να βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα γι΄ αυτό και απαιτείται περαιτέρω λήψη μέτρων που θα ενισχύουν τα εισοδήματά τους, την προστασία τους, την καταπολέμηση της παραβατικότητας σε βάρος τους αλλά και τη θεσμική κατοχύρωση και ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συλλογικών συμβάσεων».
ΚΕΕΕ: Σύμφωνοι οι επιχειρηματίες
«Η αύξηση του κατώτατου μισθού στα επίπεδα των 780 ευρώ, όπως ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση, βρίσκει σύμφωνους τους επιχειρηματίες στο σύνολό τους, καθώς ως μέτρο καταφέρνει να ισορροπήσει τη διαφορά η οποία προκύπτει από της αύξηση του πληθωρισμού και το ρυθμό ανάπτυξης αλλά και την αύξηση στο κόστος λειτουργίας σχεδόν όλων των επιχειρήσεων» αναφέρει ανακοίνωση της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων.
«Η κυβέρνηση, έπειτα από συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους, αποφάσισε την αύξηση αυτή με γνώμονα να δύνανται να την υποστηρίξουν, τόσο οι μικρομεσαίες όσο και οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις, από όλους τους κλάδους της παραγωγικής οικονομίας.
Ο νέος κατώτατος μισθός, οι τριετίες και τα επιδόματα
Η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος υποστήριξε και εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις μπορούν να αποτελέσουν τον πρωταρχικό πυλώνα της ανάπτυξης της οικονομίας και της κοινωνικής συνοχής. Η νέα αύξηση κατά 9,4%, η οποία θα προστεθεί στις δύο αυξήσεις της προηγούμενης περιόδου, παράλληλα με τις μεταρρυθμίσεις, τις καινοτόμες δράσεις και τα νέα προγράμματα για την ενίσχυση της εργασίας, έχουν σκοπό αφενός την τόνωση της απασχόλησης και αφετέρου τη μείωση της ανεργίας – η οποία υπολογίζεται κατά περίπου έξι ποσοστιαίες μονάδες» σημειώνει η ΚΕΕΕ.
«Η μείωση της ανεργίας και η αύξηση των αποδοχών, με μια σειρά από μέτρα, όπως φοροαπαλλαγές και μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές, συνιστούν θετική εξέλιξη για τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους, αλλά και συνολικά για την κοινωνία» δήλωσε ο πρόεδρος της ΚΕΕΕ, κ. Ιωάννης Μασούτης.
Κορκίδης: «Ισορροπημένη η αύξηση του κατώτατου μισθού»
«Αξιοποιώντας τη δυναμική της «κυκλικότητας» στην οικονομία, η κυβέρνηση επιχειρεί να δώσει, μέσω των επιχειρήσεων, νέα ώθηση στο διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων, με την αύξηση του κατώτατου μισθού υπαλλήλων και του κατώτατου ημερομισθίου των εργατοτεχνιτών» αναφέρει ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά, Βασίλης Κορκίδης.
Σημειώνει, δε, ότι: «Σε συνέχεια των μέτρων, που λαμβάνονται για την στήριξη των εισοδημάτων, από την 1η Απριλίου, ένα μήνα νωρίτερα από πέρυσι, ο κατώτατος μισθός αυξάνεται κατά 9,4%, διαμορφούμενος στα 780,00€, από τα 713,00€ και από τα 650,00€ που ήταν προ 3ετίας, γεγονός που σημαίνει ότι έχουν προστεθεί ετησίως σχεδόν 3 μισθοί, με τον Πρωθυπουργό να έχει τονίσει ότι, η αύξηση δεν σχετίζεται με τις εκλογές, αλλά με τις ανάγκες αντιμετώπισης της ακρίβειας.
Ο στόχος της νέας αύξησης είναι, αφενός να οδηγήσει σε άλλη μια σημαντική τόνωση του κατώτατου μισθού, ο οποίος υπερβαίνει το ύψος του πληθωρισμού και του ποσοστού που έλαβαν οι συνταξιούχοι και, αφετέρου να λάβει υπόψη τις ανάγκες ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.
Η απόφαση της «ισορροπημένης λύσης» πάρθηκε σταθμίζοντας τρεις παράγοντες. Πρώτον, τις εισηγήσεις των κοινωνικών εταίρων και των φορέων, που κατατέθηκαν στο πλαίσιο της σχετικής διαβούλευσης, όπως προβλέπεται από τη νομοθεσία. Δεύτερον, τις αντοχές της οικονομίας, και τρίτον, τις ανάγκες των περίπου 650.000 χαμηλόμισθων εργαζομένων. Σημειωτέον πως αυξημένο με το ίδιο ποσοστό από τον Απρίλιο θα είναι και το επίδομα ανεργίας από τα 438 ευρώ που είναι σήμερα.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, παρά τις πρωτόγνωρα αντίξοες συνθήκες της τελευταίας τριετίας, δείχνουν αξιοπρόσεκτη δυναμική, που αντικατοπτρίζεται, τόσο από την πραγματικότητα των αριθμών, όσο και των αισιόδοξων προοπτικών απασχόλησης. Προς τούτο αρκεί να ανατρέξουμε στα στοιχεία της «ΕΡΓΑΝΗ» που δείχνουν περισσότερες δουλειές και καλύτερες αμοιβές στην τριετία 2019-2022.
Στα στοιχεία της ετήσιας έκθεσης του 2022 αποτυπώνεται ξεκάθαρα η σημαντική αύξηση της απασχόλησης κατά 13,3% και των αποδοχών κατά 12,4%, σε σχέση, τόσο με την προηγούμενη χρονιά, όσο και με το 2019, το τελευταίο έτος πριν την πανδημία. Η θετική εικόνα είναι εμφανής σε όλο το εύρος των μισθολογικών κλιμακίων, γενικά και ειδικά στο κλιμάκιο του κατώτατου μισθού και της μερικής απασχόλησης. Η θετική επίδραση της διπλής αύξησης του κατώτατου μισθού που έγινε πέρυσι επιβεβαιώνεται με τη μείωση της ανεργίας στο σύνολο του πληθυσμού κατά -30,3%.
Οι ετήσιες επιδόσεις εργοδοσίας και μισθοδοσίας κατατάσσουν μάλιστα την Ελλάδα στην πρώτη θέση στην περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Δεν πρέπει λοιπόν στην παρούσα περίοδο, η οποία επί της ουσίας είναι προεκλογική, να αγνοήσουμε τα θετικά πρόσημα που έχουν καταγραφεί, ενώ τα πολιτικά κόμματα δεν πρέπει να επιδοθούν σε πλειοδοτικές προτάσεις, οι οποίες μπορεί να ακούγονται ενδιαφέρουσες, αλλά ενδεχομένως δεν λαμβάνουν υπόψη τις αντοχές των επιχειρήσεων που καλούνται, όχι μόνο να διατηρήσουν, αλλά και να αυξήσουν τις θέσεις εργασίας.
Σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον, που βελτιώνεται διαρκώς, οι ισορροπημένες αυξήσεις εργοδοσίας και μισθοδοσίας θα συνεχίσουν να προσφέρουν περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας στη χώρα μας. Οι μικρομεσαίοι εργοδότες δεν αντιμετωπίσαμε τις αυξήσεις των μισθών ποτέ φοβικά, αλλά πάντα ανταποδοτικά.»
ΓΣΕΒΕΕ: Θετική η αύξηση για την αγορά – Ζητάμε να αποφασίζουν οι κοινωνικοί εταίροι
«Η αύξηση του κατώτατου μισθού που ανακοίνωσε η Κυβέρνηση κινείται εντός της πρότασης της ΓΣΕΒΕΕ. Στην παρούσα συγκυρία που ο υψηλός πληθωρισμός έχει μειώσει τα εισοδήματα η σχετική παρέμβαση ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζόμενων-καταναλωτών είναι θετική για τη αγορά», αναφέρει σε ανακοίνωσή της η ΓΣΕΒΕΕ.
Ακόμη, σημειώνει ότι «Από την άλλη μεριά, η Κυβέρνηση θα πρέπει να μεριμνήσει και για την ανακούφιση των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μικρών και πολύ μικρών, όπου το κόστος λειτουργίας τους λόγω των ανατιμήσεων έχει εκτιναχθεί. Στο πλαίσιο αυτό μέτρα που θα μειώνουν το αυξημένο λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων (πχ μείωση προκαταβολής φόρου εισοδήματος και πλήρης και χωρίς προϋποθέσεις κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος) και μέτρα για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, είναι αναγκαία ώστε τελικά η αύξηση του κατώτατου μισθού να ωφελήσει τόσο τα νοικοκυριά, όσο και τις επιχειρήσεις.
Τέλος, η ΓΣΕΒΕΕ σταθερά υποστηρίζει ότι η αρμοδιότητα για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού θα πρέπει να επιστρέψει στους Κοινωνικούς Εταίρους και να αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Ο μηχανισμός καθορισμού του κατώτατου μισθού, με τον οποίο περιορίστηκαν νομοθετικά οι ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και η έκταση της ΕΓΣΣΕ, εκτός ότι εμπεριέχει μια στείρα διαδικασία κοινωνικού διαλόγου, κατ’ εξακολούθηση εργαλειοποιείται πολιτικά. Και τούτο αφορά τόσο την εκάστοτε Κυβέρνηση όσο και τα πολιτικά κόμματα που συστηματικά πλειοδοτούν για το ύψος του κατώτατου μισθού.
Η επιστροφή στην οικονομική κανονικότητα που επιτυγχάνεται μέσα από την βελτίωση του επιχειρηματικού-οικονομικού περιβάλλοντος είναι αναγκαίο να συνοδευτεί και με την επιστροφή στην θεσμική κανονικότητα.
ΒΕΑ: Θετική η νέα αύξηση – Επιβάρυνση των μικρομεσαίων κατά 81,8 ευρώ το μήνα
Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο της Αθήνας, τάσσεται υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού στα 780 ευρώ και του κατώτατου ημερομισθίου στα 34,84 ευρώ, με στόχο την ενίσχυση του μηνιαίου εισοδήματος των περίπου 600.000 χαμηλά αμειβόμενων πολιτών της χώρας από την 1η Απριλίου. Σωρευτικά, ο κατώτατος μισθός, από το 2019, μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων λόγω των μνημονίων, αυξήθηκε κατά 20% από 663 ευρώ στα 780 ευρώ μεικτά.
Όμως την ίδια στιγμή, ανεβαίνει και η μηναία επιβάρυνση των επιχειρήσεων για κάθε εργαζόμενο που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, κατά 81,8 ευρώ, από 872 ευρώ στα 953,8 ευρώ. Μια μικρομεσαία επιχείρηση, με 5 άτομα αμειβόμενα με τον κατώτατο μισθό, θα κληθεί να καταβάλει επιπλέον 5.726 ευρώ, σε ετήσια βάση. Χιλιάδες ευάλωτες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, υποχρεούνται στο εξής, να καταβάλουν αισθητά αυξημένες αποδοχές στους εργαζομένους τους – μαζί με τις αναλογικά υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές.
Σε συνδυασμό μάλιστα, με την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 9,6% από την 1η Ιανουαρίου, που συνεπάγεται επιβάρυνση από 244 έως 655 ευρώ το χρόνο, ανάλογα με την ασφαλιστική κατηγορία του ελεύθερου επαγγελματία, οι οικονομικές υποχρεώσεις των επιχειρήσεων αυξάνονται δυσανάλογα. Η κυβέρνηση δυστυχώς, δεν προχώρησε σε ταυτόχρονη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, το οποίο έχει περιοριστεί μόλις κατά τα 4,4 ποσοστιαίες μονάδες, όταν ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε 20% από το 2019.
Την ώρα που οι καθαρές αποδοχές των εργαζομένων αυξάνονται στα 667 ευρώ από 548 ευρώ σήμερα, δεν είμαστε βέβαιοι ότι η αύξηση του εισοδήματος όσων αμείβονται με τα κατώτατα όρια – σε αυτή τη δύσκολη οικονομική συγκυρία με την εκτόξευση του κόστους ενέργειας και των τιμών βασικών καταναλωτικών αγαθών – θα ενισχύσει την αγοραστική τους δύναμη και θα επιστρέψει στην κατανάλωση. Απεναντίας, η μηνιαία ενίσχυση των 67 ευρώ το μήνα, θα χαθεί, στην αποπληρωμή των τιμολογίων ενέργειας, αλλά και στην αγορά βασικών ειδών διατροφής.
Το Β.Ε.Α έχει ζητήσει κατ’ επανάληψη από την κυβέρνηση, η αύξηση του κατώτατου μισθού, να συνδυαστεί με την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, ή των φορολογικών βαρών, προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα στάσης πληρωμών ασφαλιστικών εισφορών και φόρων, απολύσεων, αλλά και λουκέτων.
ΕΣΕΕ: Συντασσόμαστε με την απόφαση – Να επιστρέψει στους εταίρους η αρμοδιότητα
«Η αύξηση του κατώτατου μισθού αντικατοπτρίζει την προσπάθεια της κυβέρνησης να βρει τη «χρυσή τομή» ώστε οι νέες κατώτατες αποδοχές να «ισορροπούν» ανάμεσα στις αυξημένες λόγω πληθωρισμού ανάγκες των εργαζομένων και στις πιέσεις που συνεπάγεται η αύξησή του για τις επιχειρήσεις», τονίζει σε δήλωσή του ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Γιώργος Καρανίκας.
Ακόμη, πρόσθεσε ότι «Συντασσόμαστε με κάθε απόφαση που υπηρετεί την κοινωνική συνοχή και τις προοπτικές της οικονομίας της χώρας χωρίς να εξαντλεί βεβαίως τις αντοχές του επιχειρηματικού κόσμου και ειδικά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Με την ευκαιρία αυτή όμως υπογραμμίζουμε εκ νέου την ανάγκη να επιστρέψει στους κοινωνικούς εταίρους η αποφασιστική αρμοδιότητα για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού οι οποίοι είναι οι «καθ’ ύλην» αρμόδιοι, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Επίσης, διεκδικούμε την – επιτέλους – άμεση κατάργηση του μνημονιακού κεφαλικού φόρου που είναι το τέλος επιτηδεύματος, ως ένα απαραίτητο «αντισταθμιστικό μέτρο», για την επιβάρυνση που θα υποστούν κυρίως οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που στον κλάδο του εμπορίου αποτελούν την συντριπτική πλειονότητα των ΜμΕ».
Latest News
Φοροελαφρύνσεις ως το 2027 στη μεσαία τάξη - Τι είπε ο Μητσοτάκης
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανέφερε ότι το 2027 το οικονομικό αποτέλεσμα της κυβερνητικής πολιτικής θα είναι ορατό σε όλους
Τα τέσσερα νέα ψηφιακά εργαλεία στη μάχη κατά της φοροδιαφυγής - Τι πιστεύουν οι πολίτες [γραφήματα]
Μεταξύ άλλων προβλέπεται η καθολική δήλωση των εσόδων-εξόδων μιας επιχείρησης στο myDATA από 1η Ιανουαρίου 2025 - Τι θα γίνει με το Ηλεκτρονικό Τιμολόγιο
Τα νέα εργαλεία κατά της φοροδιαφυγής - Εκδήλωση της ΑΑΔΕ με τον πρωθυπουργό [live]
Ειδική εκδήλωση της ΑΑΔΕ στο Ζάππειο Μέγαρο παρουσία Μητσοτάκη με θέμα «Σύγχρονα - Δίκαια- Αποτελεσματικά»
Νέα διετής συλλογική σύμβαση εργασίας στην Πειραιώς - Ποιες παροχές αυξάνονται
Ποιες θα είναι οι παροχές στην τράπεζα Πειραιώς - Διεύρυνση και ενίσχυση του ιατροφαρμακευτικού και νοσοκομειακού προγράμματος,
ΔΥΠΑ: Πότε λήγουν οι αιτήσεις για το πρόγραμμα απόκτησης επαγγελματικής εμπειρίας
Πάνω από 20.000 νέοι έχουν ήδη ξεκινήσει την απόκτηση επαγγελματικής εμπειρίας μέσω της πρώτης δράσης του νέου ΕΣΠΑ της ΔΥΠΑ
Μέσω IRIS οι πληρωμές στον ΕΦΚΑ για ελεύθερους επαγγελματίες - Η διαδικασία
Η πληρωμή οφειλών μέσω IRIS προσφέρει άμεση πίστωση των οφειλών, χωρίς την καθυστέρηση ενός έως τεσσάρων ημερών
Μέτρα κατά της φοροδιαφυγής: «Σήμα» για νέες μόνιμες μειώσεις φόρων
Ο περιορισμός της φοροδιαφυγής έφερε 1,8 δισ. ευρώ στα κρατικά ταμεία το 2024 - Ανοίγει ο δρόμος για νέες μειώσεις φόρων με επίκεντρο τα μεσαία εισοδήματα
Προϋπολογισμός: Οι φόροι που θα πληρώσουμε το 2025 - Πώς θα γεμίσουν τα κρατικά ταμεία
Τι δείχνει ο προϋπολογισμός - Από πού θα προέλθει η αύξηση κατά 2,5 δισ. ευρώ των φορο-εσόδων το επόμενο έτος - ΦΠΑ και φόρος εισοδήματος θα γεμίσουν τα κρατικά ταμεία
Πάνω από 833 χιλιάδες οι άνεργοι τον Οκτώβριο - Τι δείχνουν τα στοιχεία της ΔΥΠΑ [πίνακες]
Ποιοι είναι οι επιδοτούμενοι - Η εικόνα στις Περιφέρειες
Πόσο αυξήθηκαν οι οφειλές του δημοσίου στους ιδιώτες - Τι συμβαίνει στα νοσοκομεία [πίνακες]
Νέα άνοδος για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές στα νοσοκομεία - Οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις περιλαμβάνουν ποσά clawback και rebate εκτιμώμενου ύψους 1,316 δισ. ευρώ