Στη διάρκεια της εμφάνισης του Σου Τσι Τσέου, CEO του TikTok, ενώπιον του Αμερικανικού Κογκρέσου, ένα από τα στοιχεία που κυριάρχησαν στη συζήτηση ότι η εταιρεία που έχει τη δημοφιλή εφαρμογή κοινωνικής δικτύωσης είναι πλήρως κινεζική και επομένως ελέγχεται από την κινεζική κυβέρνησης.

Η εικόνα αυτή σε μεγάλο βαθμό προέρχεται από το γεγονός ότι η μητρική εταιρεία του TikTok, η ByteDance ιδρύθηκε από έναν Κινέζο επιχειρηματία, τον Ζανγκ Γιμίνγκ.

Ωστόσο, όπως υπογράμμισε κατά την 5ωρη ανάκρισή του από τα μέλη του Κογκρέσου ο Τσέου, που κατάγεται από τη Σιγκαπούρη, το 60% της ByteDance ανήκει σε διεθνείς επενδυτές, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών αμερικανικών εταιρειών. Αυτές περιλαμβάνουν την Ιαπωνική SoftBank, την αμερικανική επενδυτική εταιρεία KKR, την αμερικανική Coatue Management, την αμερικανική General Atlantic, την αμερικανική εταιρεία venture capital Sequioa και την επίσης αμερικανική Susquehanna International Group. Οι τέσσερις τελευταίες έχουν και εκπροσώπους στο ΔΣ της ByteDance. Επιπλέον, και μεγάλα fund όπως η Black Rock και η Fidelity, επίσης έχουν επενδύσει στην ByteDance.

Βέβαια, όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχουν σημαντικές πλευρές κινεζικού ελέγχου στο TikTok. Ο ιδρυτής Ζανγκ εξακολουθεί να διατηρεί μερίδιο και οι δικές τους ψήφοι μετρούν περισσότερο από αυτές των υπολοίπων μετόχων, ενώ και το κινεζικό δημόσιο διατηρεί μια «χρυσή μετοχή» στην εταιρείας, που δίνει δικαίωμα βέτο και δυνατότητα διορισμού διευθυντών. Επιπλέον, υπάρχει πάντα η πρόσφατη κινεζική νομοθεσία που υποχρεώνει τις κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας να μεταβιβάζουν δεδομένα στο κράτος, ενώ το κινεζικό κράτος διατηρεί τον έλεγχο των εξαγωγών του αλγόριθμου του TikTok.

Όμως, αυτό δεν αναιρεί ότι ακόμη και μια εταιρεία που σήμερα βρίσκεται στο στόχαστρο των αμερικανικών (και ευρωπαϊκών αρχών) είναι πολύ πιο αμερικανική από όσο οι επικριτές της θέλουν να παραδεχτούν.

Ο βαθμός αλληλεξάρτησης ανάμεσα στην Κίνα και τις ΗΠΑ

Παρότι υποτίθεται ότι η στρατηγική των ΗΠΑ είναι για μια ολοένα και μεγαλύτερη αποσύνδεση από την Κίνα, εντούτοις οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη παραμένουν ιδιαίτερα αλληλεξαρτημένες.

Για παράδειγμα το διμερές εμπόριο των δύο χωρών έφτασε το 2022 σε ύψη ρεκόρ. Οι ΗΠΑ εισήγαγαν κινεζικά προϊόντα αξίας 538,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ελάχιστα κάτω από το ρεκόρ του 2018, ενώ οι αμερικανικές εξαγωγές στην Κίνα έφτασαν στο ύψος ρεκόρ των 153,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Αντίστοιχα, η Κίνα, παρότι έχει μειώσει την έκθεσή της στο αμερικανικό χρέος, εντούτοις εξακολουθεί να κατέχει έναν ιδιαίτερα μεγάλο όγκο αμερικανικού χρέους. Στο τέλος Ιανουαρίου, η Κίνα κατείχε χρεόγραφα του αμερικανικού δημοσίου αξίας 859,74 δισεκατομμυρίων δολαρίων και το Πεκίνο αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο πιστωτή του αμερικανικού δημοσίου.

Την ίδια στιγμή η συνολική αμερικανική επένδυση στην Κίνα δεν έχει μειωθεί, αντιθέτως αυξάνεται σχετικά σταθερά. To 2021 οι συνολικές άμεσες επενδύσεις των ΗΠΑ στην Κίνα είχαν φτάσει, με όσους ιστορικού κόστους, τα 118,19 δισεκατομμύρια δολάρια. Αντίστοιχα, πάλι με όρους ιστορικού κόστους η συνολική κινεζική επένδυση στις ΗΠΑ έφτανε το 2021, τα 38,25 δισεκατομμύρια δολάρια.

Η αμερικανική επένδυση στις κινεζικής επιχειρήσεις Τεχνητής Νοημοσύνης

Η αμερικανική κυβέρνηση έχει δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στην προσπάθεια να τεθούν κυρώσεις σε βάρος μεγάλων κινεζικών εταιρειών υψηλής τεχνολογίας και μάλιστα με το σκεπτικό ότι η τεχνολογία τους θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια των ΗΠΑ, εάν χρησιμοποιηθεί για στρατιωτικούς σκοπούς.

Δεν είναι τυχαίο, επίσης, ότι η αμερικανική κυβέρνηση πέραν των κυρώσεων σε κινεζικές εταιρείες, έχει πάρει και μέτρα ώστε η Κίνα να αποκλειστεί από την πρόσβαση σε συγκεκριμένες τεχνολογίες, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτές που απαιτούνται για την παραγωγή εξελιγμένων πολύ λεπτών τσιπ, με αποτέλεσμα η Κίνα να χρειάζεται να καλύψει μόνη της την απόσταση που τη χωρίζει από π.χ. τις εταιρείες της Ταϊβάν που σήμερα παράγουν τα πιο εξελιγμένα τσιπ.

Ωστόσο, την ίδια στιγμή εντυπωσιάζει ο βαθμός στον οποίο αμερικανικές εταιρείες όχι μόνο έχουν επενδύσει στην Κίνα, αλλά και το γεγονός ότι έχουν επενδύσει ιδιαίτερα στις κινεζικές εταιρείες Τεχνητής Νοημοσύνης, ακριβώς δηλαδή τον κλάδο που υποτίθεται ότι η αμερικανική κυβέρνηση θεωρεί ότι αποτελεί απειλή για την αμερικανική ασφάλεια.

Μία πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι ανάμεσα στο 2015 και το 2021 167 αμερικανοί επενδυτές συμμετείχαν σε 401 επενδυτικές συναλλαγές σε κινεζικές εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης, που αντιπροσωπεύουν το 17% του συνολικού αριθμού των σχετικών συναλλαγών.

Οι επενδυτικές συναλλαγές που αφορούσαν κινεζικές εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης και στις οποίες συμμετείχαν αμερικανοί επενδυτές έφτασαν συνολικά τα 40,2 δισεκατομμύρια δολάρια, ή το 37% των 110 δισεκατομμυρίων δολαρίων που ήταν το συνολικό κεφάλαιο που συγκέντρωσαν οι κινεζικές εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης. Βέβαια, δεν είναι απαραίτητο και τα 40 δισεκατομμύρια να προέρχονταν από Αμερικανούς επενδυτές.

Η βασική μορφή που έχουν οι αμερικανικές επενδύσεις είναι αυτές των πρακτικών venture capital και μάλιστα σε ποσοστό 91%, στοιχείο που δείχνει εκτός όλων των άλλων ότι οι Αμερικανοί επενδυτές, παίζουν καθοριστικό ρόλο στα πρώτα και κατά τεκμήριο πιο κρίσιμα βήματα των κινεζικών εταιρειών τεχνητής νοημοσύνης.

Η δυσκολία της αποσύνδεσης

Όλα αυτά δείχνουν ότι την ίδια ώρα οι σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα επιδεινώνονται, καθώς η Ουάσιγκτον αντιμετωπίζει το Πεκίνο ολοένα και περισσότερο ως ανταγωνιστή και δύναμη προοπτικά εχθρική, οι πραγματικές οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες παραμένουν ιδιαίτερα αναπτυγμένες και είναι πολύ δύσκολο να προωθηθεί η λεγόμενη «αποσύνδεση».

Πηγή: in.gr

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Επικαιρότητα
Μητσοτάκης: Θα συνεχίσουμε να στεκόμαστε στο πλευρό της Ουκρανίας
Επικαιρότητα |

Μητσοτάκης: Θα συνεχίσουμε να στεκόμαστε στο πλευρό της Ουκρανίας

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξέφρασε την άνευ όρων υποστήριξη στην Ουκρανία, τονίζοντας πως πρέπει να διασφαλιστεί ότι θα είναι σε θέση ισχύος όταν αποφασίσει να εισέλθει σε διαπραγμάτευση με τη Ρωσία.