Συνηθίζουμε να θεωρούμε τον λαϊκισμό ως απαξιωτικό χαρακτηρισμό στην πολιτική αντιπαράθεση. Ωστόσο, μια ολόκληρη θεωρητική παράδοση αντιμετωπίζει τον λαϊκισμό ως αναλυτική έννοια που βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα πώς ξεδιπλώνονται οι δημοκρατικές πολιτικές δυναμικές, αλλά και πώς μπορούν να διαμορφωθούν αποτελεσματικότερες πολιτικές εκπροσωπήσεις των λαϊκών στρωμάτων.
Η προσέγγιση αυτή οφείλει πολλά στις επεξεργασίες του Ερνέστο Λακλάου και της Σαντάλ Μουφ. Ηδη από τη δεκαετία του 1980, αντιμέτωποι με την κρίση της Αριστεράς απέναντι στην άνοδο της Θάτσερ, διατύπωσαν μια πρωτότυπη κοινωνική θεωρία, που προσπαθούσε να αποφύγει μια «ουσιοκρατική» προσέγγιση του κοινωνικού ανταγωνισμού επιμένοντας στον τρόπο που κοινωνικές πρακτικές και υποκείμενα συγκροτούνται διά του λόγου (discursively). Ουσιαστικά, ήθελαν να επιμείνουν στην προτεραιότητα του ανταγωνισμού και των διαιρέσεων, χωρίς να καταφύγουν σε έναν ταξικό αναγωγισμό, που εκτός των άλλων θα υποτιμούσε και τα νέα κοινωνικά κινήματα.
Το 2005 ο Λακλάου θα στηριχτεί πάνω στις θεωρητικές επεξεργασίες που είχαν κάνει με τη Μουφ για να διατυπώσει ένα σχήμα για τον λαϊκιστικό λόγο. Πλέον, ο λαϊκισμός αντιμετωπίζεται ως η διά του λόγου κατασκευή μιας διαίρεσης της κοινωνίας που καλεί σε κινητοποίηση των «μη προνομιούχων» ενάντια στους «έχοντες την εξουσία». Συνεπώς, ο λαϊκισμός δεν είναι ούτε ιδεολογία, ούτε πολιτικό καθεστώς, αλλά τρόπος άσκησης πολιτικής, που μπορεί να έχει διάφορες ιδεολογικές μορφές. Αυτό ορίζει τη «λαϊκιστική στιγμή» ως μία συνθήκη όπου η κυρίαρχη ηγεμονία αποσταθεροποιείται από τον πολλαπλασιασμό διεκδικήσεων και διαμαρτυριών.
Παρότι ο Λακλάου επέμεινε στον αναλυτικό και όχι αξιολογικό ή κανονιστικό χαρακτήρα της έννοιας του λαϊκισμού, η θεωρία του αποτελούσε και πρόταση για το πώς η Αριστερά θα γίνει ξανά ηγεμονική δύναμη. Ο θάνατός του το 2014 δεν θα του επιτρέψει να δει την εξέλιξη δύο κομμάτων, του ΣΥΡΙΖΑ και του PODEMOS που θεωρήθηκε ότι εκπροσωπούν μια εκδοχή αριστερού λαϊκισμού. Μάλιστα, στην περίπτωση του PODEMOS αυτό είχε την επιπλέον διάσταση, ότι ορισμένα στελέχη του ήταν όντως επηρεασμένα από τις θεωρίες του Λακλάου.
«Λαϊκιστική στιγμή»
Με αυτή την προβληματική καταπιάνεται το βιβλίο της Σαντάλ Μουφ, «Για έναν αριστερό λαϊκισμό», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Επέκεινα, σε πολύ καλή μετάφραση του Αντώνη Γαλανόπουλου. Η Μουφ έχει μια μακρά διαδρομή που ξεκινά από τη μελέτη του Γκράμσι, περνά στη συνεργασία με τον Λακλάου, αλλά και τις δικές της πρωτότυπες συμβολές πάνω στα ζητήματα που αφορούν τη συγκρότηση του πολιτικού και τη δυνατότητα μιας ριζοσπαστικής δημοκρατικής πολιτικής. Η Μουφ υποστηρίζει ότι η κρίση του νεοφιλελεύθερου ηγεμονικού σχηματισμού που επιβλήθηκε στην Ευρώπη μετά τη δεκαετία του 1980, διαμόρφωσε το έδαφος για μια «λαϊκιστική στιγμή», που συμπυκνώνεται στις αντιστάσεις στους μετασχηματισμούς που διαβρώνουν τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία – και οδηγούν σε συνθήκη μεταδημοκρατίας -, αντιστάσεις που τροφοδότησαν κινήματα όπως των Indignados, των «Πλατειών», του Occupy!, κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, το Podemos, η Ανυπότακτη Γαλλία, και την ηγεσία Κόρμπιν στους Εργατικούς.
Συναισθήματα και πολιτική
Η Μουφ επιμένει ότι μια πολιτική αριστερού λαϊκισμού θα πρέπει να διδαχθεί από τον τρόπο που η Μάργκαρετ Θάτσερ εξασφάλισε ευρύτερη συναίνεση προβάλλοντας τη θεματική της ελευθερίας απέναντι στην καταπιεστική εξουσία του κράτους. Προτείνει μια «ριζοσπαστικοποίηση της δημοκρατίας», που να εγγράφει την αριστερή στρατηγική στη δημοκρατική παράδοση. Η επένδυση στο «δημοκρατικό φαντασιακό» σκοπό έχει να οικοδομήσει μια συλλογική βούληση, έναν «λαό», που στη βάση ενός προγράμματος που η Μουφ περιγράφει με όρους «ριζοσπαστικού ρεφορμισμού», διακριτού τόσο από την κλασική σοσιαλδημοκρατία, όσο και μια «λενινιστική» εξεγερσιακή λογική, θα διαμορφώσει έναν εναλλακτικό ηγεμονικό σχηματισμό. Αυτή η παραγωγή του «λαού» απαιτεί νέες δημοκρατικές πρακτικές και αναγνώριση του ρόλου των συναισθημάτων στην πολιτική.
Ως περιγραφή του τρόπου που διαμορφώνονται διαιρέσεις στην κοινωνία, της σημασίας των πρακτικών λόγου και των αντίστοιχων εγκλήσεων, του ρόλου που παίζουν στον κοινωνικό ανταγωνισμό οι συγκρουσιακές σηματοδοτήσεις εννοιών όπως «λαός», «δημοκρατία», «ισότητα», η θεωρητική προσέγγιση του αριστερού λαϊκισμού έχει σίγουρα αξία. Ωστόσο, υπάρχει το πρόβλημα του τρόπου που αποσυνδέει τον πολιτικό ανταγωνισμό από τον κοινωνικό ανταγωνισμό που γειώνεται στις σχέσεις παραγωγής, παραβλέποντας ότι η καθοριστική συνθήκη ανισότητας και υποτέλειας στις σύγχρονες κοινωνίες – που επιτείνεται από τον ρατσισμό και την πατριαρχία – είναι ακριβώς ότι η συντριπτική πλειονότητα των σύγχρονων κοινωνιών πρέπει να πωλήσει την εργασιακή της δύναμη για να επιβιώσει.
Εμφαση στην ηγεσία
Το πρόβλημα γίνεται εντονότερο όταν όχι μόνο υποτιμάται η ιδιαίτερη δραστικότητα του ταξικού ανταγωνισμού αλλά και η ίδια η παραγωγή των προγραμμάτων και των εγκλήσεων που θα συγκροτήσουν τον λαό δεν αντιμετωπίζεται ως κάτι που ξεκινά από την ίδια τη συλλογική αντίσταση και επινοητικότητα των υποτελών κοινωνικών ομάδων. Γιατί τότε κινδυνεύουμε να παλινδρομήσουμε σε μια πολιτική όπου η έμφαση είναι όχι στη μαζική κινητοποίηση και συμμετοχή αλλά στην ηγεσία που θα αναλάβει την ευθύνη της άρθρωσης του λόγου που θα απευθυνθεί προς τα κάτω.
Μια πολιτική «από τα πάνω»
Το κρίσιμο όριο μιας στρατηγικής αριστερού λαϊκισμού είναι μια αντίληψη της πολιτικής όπου όλα κρίνονται στο είδος των πρακτικών λόγου που θα δώσουν σχήμα σε διάχυτα παράπονα και διαμαρτυρίες και θα επιτελέσουν τη διαμόρφωση του «λαού» έναντι των «ελίτ», ουσιαστικά μια αντίληψη της πολιτικής ως απεύθυνσης και «επικοινωνίας». Μόνο που αυτό εμπεριέχει τον κίνδυνο μιας πολιτικής που εκπέμπεται «από τα πάνω» και δεν πηγάζει από τις ίδιες τις πρακτικές των υποτελών.
Latest News
Η νέα μεγάλη αλλαγή του ενεργειακού σκηνικού
Αυτό που θεωρούσαμε ως δεδομένο πριν από μερικά χρόνια, ότι η ενεργειακή αγορά θα μονοπωληθεί από πράσινα προϊόντα τα επόμενα χρόνια, έχει αλλάξει
Μια βοήθεια από το κράτος…
Η πολιτική αδράνεια είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Ελλάδα μετά τις ευρωεκλογές
Παγκόσμιο χρέος: Η θύελλα που έρχεται;
Αυτοί που σφυρίζουν αδιάφορα μπροστά στην πορεία του παγκόσμιου χρέους, είναι πολύ πιθανόν να βρεθούν μπροστά σε δραματικά αδιέξοδα...
Χωρίς κίνητρα
Στην Ελλάδα, κίνητρα για αποταμίευση, πέραν της απόδοσης σε χρηματοοικονομικά προϊόντα, δεν υπάρχουν
Ξύνοντας ελβετικές πληγές
Για ένα μέσο δάνειο σε ευρώ με μια διάρκεια αποπληρωμής τα 20 χρόνια καταλήγει ο δανειολήπτης να καταβάλλει περίπου 1,5 φορά το ποσό που δανείστηκε
Το ξεχασμένο ιδιωτικό χρέος
Οι οφειλές παραμένουν οφειλές και βαραίνουν μια ολόκληρη οικονομία και κάποια στιγμή θα πρέπει να αρχίσουμε να συζητάμε ρεαλιστικές λύσεις
Ευκαιρία ζωής
Υπάρχει ένα Ταμείο που έχει δημιουργήσει η σημερινή κυβέρνηση και φέρει το όνομα ΤΕΚΑ
Η οικονομία με τα μάτια των ξένων
Η Ελλάδα, είπε, άλλαξε, αλλά δεν ανθεί
Η συζήτηση που δεν γίνεται για τον προϋπολογισμό
Η Βουλή συζητάει τον προϋπολογισμό, όμως η σοβαρή συζήτηση για την οικονομική πολιτική δεν γίνεται
Βουλιμία
Είναι γνωστό ότι μεταξύ των θανάσιμων αμαρτημάτων περιλαμβάνεται και η βουλιμία…