Κάθε χρόνο στις 21 Μαΐου η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά την μνήμη του Αγίου Κωνσταντίνου και της μητέρας του Ελένης, μιας και πρόκειται για σταθερή γιορτή. Για την ίδια ημέρα φέτος έχουν προκηρυχθεί βουλευτικές εκλογές, οι οποίες αφού ενίοτε αποκαλούνται γιορτή της δημοκρατίας κι επειδή δεν έχουν διεξαχθεί ποτέ στο παρελθόν στις 21 Μαΐου, διεκδικούν την αναγνώρισή τους ως κινητή γιορτή (βλ. Υ.Γ.1).

Πως ψηφίζουμε λοιπόν στις εκλογές; Κάθε ενήλικος πολίτης, οποίος είναι εγγεγραμμένος κατά κανόνα στους εκλογικούς καταλόγους του δήμου του (καθολική ψηφοφορία), προσέρχεται στο εκλογικό κατάστημα (συνήθως σχολείο), σε ένα εκλογικό τμήμα του οποίου (αίθουσα τάξης) αφού περάσει τη διαδικασία ταυτοποίησης, παραλαμβάνει μια δέσμη ψηφοδελτίων και έναν φάκελο. Στη συνέχεια εισέρχεται στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο με το παραβάν και την κάλπη (μυστική ψηφοφορία), επιλέγει μόνο ένα ψηφοδέλτιο, δηλαδή ενός συγκεκριμένου κόμματος – εκλογικού συνδυασμού, σημειώνει, αν το επιθυμεί, σταυρό προτίμησης για έναν / μία ή περισσότερους υποψήφιους, εσωκλείει το ψηφοδέλτιο στον φάκελο και το ρίχνει στην κάλπη. «Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε!» μπορεί να πει κάποιος. Μετά από τέσσερα (;) χρόνια τα ξαναλέμε στις επόμενες εκλογές (βλ. Υ.Γ.1).

Είναι πράγματι έτσι; Γι’ αυτό μετά το πως, ας δούμε τι ψηφίζουμε. Την Κυριακή 21 Μαΐου 2023 θα διεξαχθούν οι εθνικές βουλευτικές εκλογές της χώρας μας, το πολίτευμα της οποίας είναι η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία (Σύνταγμα, Άρθρο 1.1). Κατ’ αρχάς ρίχνοντας ένα ψηφοδέλτιο στην κάλπη επιλέγουμε ένα και μόνο ένα κόμμα – εκλογικό συνδυασμό. Βάζοντας τον σταυρό προτίμησης συμβάλουμε στην εκλογή αυτών των υποψηφίων, οι οποίοι ως βουλευτές θα συμμετέχουν εν συνεχεία στο Κοινοβούλιο (Βουλή). Δηλαδή όπως αναφέρεται στο Άρθρο 51 του Συντάγματος, οι βουλευτές, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το Έθνος και ο αριθμός των δεν μπορεί να είναι μικρότερος από διακόσιους ούτε μεγαλύτερος από τριακόσιους, εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες για τέσσερα συνεχή έτη που αρχίζουν από την ημέρα των γενικών εκλογών (Σύνταγμα, Άρθρο 53). Άρα στις εκλογές αυτές επιλέγοντας ένα κόμμα, εκλέγουμε τους βουλευτές. Άμεση ψηφοφορία.

Τι ακολουθεί στη συνέχεια; Αν ένα κόμμα διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών (>=151), τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει Πρωθυπουργό τον αρχηγό του συγκεκριμένου κόμματος (Σύνταγμα, Άρθρο 37.1 και 2). Αν όχι, το Σύνταγμα, στο ίδιο άρθρο, περιγράφει τη διαδικασία δυνατότητας σχηματισμού Κυβέρνησης μέσω διερευνητικών εντολών στους αρχηγούς των κομμάτων κατά σειρά κοινοβουλευτικής δύναμης, δηλαδή αριθμό βουλευτών. Αν οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, σχηματίζεται Κυβέρνηση, η οποία θα διενεργήσει νέες εκλογές και ο Πρόεδρος διαλύει τη Βουλή. Κάποτε, όταν με το καλό θα επιτευχθεί η απόλυτη (εξαίρεση: σχετική) πλειοψηφία είτε από ένα κόμμα (αυτοδυναμία), είτε μέσω συνεργασίας περισσοτέρων κομμάτων, ο Πρόεδρος θα διορίσει Πρωθυπουργό τον επικεφαλής του κόμματος ή των συνεργαζομένων κομμάτων, καθώς επίσης και τα μέλη της Κυβέρνησης, τα οποία προτείνει ο Πρωθυπουργός. Εν συνεχεία και όπως ορίζει το Άρθρο 84.1 μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού, η Kυβέρνηση υποχρεούται να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της Bουλής, την οποίαν και λαμβάνει εφ’ όσον υφίσταται πλειοψηφία.

Από τα προαναφερθέντα αρχίζει να διαφαίνεται ότι, παρ’ ότι το πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, ο Πρωθυπουργός είναι το κυρίαρχο πρόσωπο του πολιτικού μας συστήματος. Αυτό κατοχυρώνεται, μεταξύ των άλλων, στο Άρθρο 82 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρει ότι η Kυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της Xώρας και ο Πρωθυπουργός εξασφαλίζει την ενότητά της και κατευθύνει τις ενέργειές της. Τον οποίον ναι μεν δεν εκλέγουμε άμεσα, αλλά επιλέγοντας κόμμα και βουλευτές, ουσιαστικά συμβάλουμε ενεργά στην επιλογή του μέσω της προαναφερθείσας διαδικασίας.

Αφού εξετάσαμε το πως και τι ψηφίζουμε, ας προσπαθήσουμε ν’ αναλύσουμε το γιατί ψηφίζουμε όπως ψηφίζουμε. Δηλαδή με ποια κριτήρια επιλέγουμε το ένα ή το άλλο κόμμα, αυτόν ή εκείνον τον βουλευτή ή δεν ψηφίζουμε καν. Ένα κριτήριο αποτελεί η «τσέπη» μας, δηλαδή τι θεωρούμε ότι μας συμφέρει οικονομικά, π.χ. αν «ανοίξουν οι δουλειές» κι έτσι θα βρούμε μια δουλειά με καλό μισθό, αν θα πληρώσουμε λιγότερους φόρους, αν θα μας δώσει τη δυνατότητα κάποιος βουλευτής / υπουργός να «τρουπώσουμε» στο Δημόσιο, αν ο επαγγελματικός κλάδος μας θα ωφεληθεί, αν θα αυξηθούν οι συντάξεις, κλπ.

Κάποιοι πολίτες επιλέγουν το κόμμα που ψηφίζουν σταθερά με βάση την ιδεολογία τους, τα πιστεύω τους και τις αξίες τους, τα οποία έχουν διαμορφώσει μέσα από βιώματα, εμπειρίες, οικογενειακή παράδοση, γνώσεις, ενδεχομένως και ενεργή συμμετοχή τους στο συγκεκριμένο κόμμα. Κι’ όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, οι συγκεκριμένοι πολίτες ψηφίζουν «δαγκωτό» το κόμμα τους. Ιδιαίτερη περίπτωση αυτής της κατηγορίας αποτελούν πολίτες, οι οποίοι στην εξέλιξη της ζωής τους έχουν ιεραρχήσει σε πρώτη θέση την ιδεολογική τους αντίθεση προς μια ιδεολογία, η οποία εκφράζεται κατά την άποψή τους από συγκεκριμένη πολιτική παράταξη. Αυτοί οι πολίτες δεν είναι υποχρεωτικό να ψηφίζουν σταθερά ένα κόμμα, αλλά επιλέγουν εκείνο το κόμμα, το οποίο, έχοντας αντίθετη ιδεολογική τοποθέτηση με την προαναφερθείσα πολιτική παράταξη, είναι σε θέση να κυβερνήσει. Το φαινόμενο αυτό της «αρνητικής ταύτισης» με ένα ή και περισσότερα κόμματα περιλαμβάνει και άλλους ψηφοφόρους, οι οποίοι μη διακρίνοντας κάποια θετική προοπτική στο μέλλον ή / και μη έχοντας καταφέρει να κατακτήσουν στόχους που είχαν βάλει στη ζωή τους, επιρρίπτουν την ευθύνη σε συγκεκριμένο κόμμα, συνήθως στο κυβερνών και επιλέγουν αντίθετης ιδεολογίας κόμμα. Άλλοι πολίτες, όχι μόνο νέοι, αισθάνονται ότι η πολιτική δεν είναι σε θέση να λύσει τα προβλήματά τους και επιλέγουν, είτε να μην ψηφίσουν, είτε να ψηφίσουν «αντισυστημικά» κάποιο μικρό κόμμα.

Υπάρχει και ο τύπος του «κοψοχέρη», δηλαδή αυτός, οι οποίος προτιμά να «κόψει το χέρι του» παρά να ξαναψηφίσει ό,τι ψήφισε, διότι άλλα περίμενε από το κόμμα, το οποίο επέλεξε στις προηγηθείσες εκλογές, συνήθως για προσωπικό συμφέρον και άλλα τελικά είδε να γίνονται. Με τιμωρητική διάθεση αντιμετωπίζουν κάποιοι πολίτες το εκάστοτε κυβερνών κόμμα, θεωρώντας ότι δεν υλοποίησε προεκλογικές υποσχέσεις και ψηφίζουν κάποιο άλλο κόμμα, χωρίς καν να εξετάζουν το πρόγραμμά του, ενώ άλλοι «απαρνιούνται» το δικό τους κόμμα σε περίπτωση που εξοργισθούν π.χ. με την επιβολή ενός νέου φόρου και το τιμωρούν ψηφίζοντας ένα άλλο, μεγάλο για να κυβερνήσει ή μικρό απλώς για «τιμωρία».  Άλλοι πάλι ψηφίζουν με οπαδικά κριτήρια, ενώ αντιθέτως υπάρχουν πολίτες, οι οποίοι εξετάζουν τα προγράμματα των κομμάτων και βάσει των προσωπικών των κριτηρίων εναποθέτουν τη ψήφο τους και τις ελπίδες τους σε συγκεκριμένο κόμμα. Μια κατηγορία ψηφοφόρων, οι οποίοι παραμένουν αναποφάσιστοι, παρακολουθούν τις δημοσκοπήσεις και ψηφίζουν την παράταξη, η οποία αναμένεται να βγει πρώτη. Και κάποιοι άλλοι πορεύονται με τη λογική του μη χείρον βέλτιστο, επιλέγοντας το, κατά την εκτίμησή τους, μικρότερο κακό. Κάποιοι άλλοι πάλι, έχοντας ευεργετηθεί στο παρελθόν από ένα κόμμα, το ανταποδίδουν με τη ψήφο τους, ελπίζοντας ταυτόχρονα ότι και στο μέλλον θα τύχουν αντίστοιχης αντιμετώπισης.

Αφήνοντας πίσω μας κριτήρια επιλογής κομμάτων, συναντούμε πολίτες, οι οποίοι επιλέγουν υποψήφιους, άρα και κόμμα, με βάση την εμφάνισή τους ή τον βαθμό διασημότητας (π.χ. αθλητής, καλλιτέχνης). Κριτήριο επιλογής αποτελεί επίσης η αξιολόγηση του έργου, το οποίο έχει επιτελέσει ήδη ο υποψήφιος ως βουλευτής στο παρελθόν, καθώς επίσης και ο πολιτικός του λόγος. Η οικογένεια, ο / η σύζυγος επηρεάζουν ή και καθορίζουν πολλές φορές την επιλογή υποψηφίου εκ μέρους του πολίτη, όπως επίσης και η πιθανή πελατειακή σχέση μεταξύ ψηφοφόρου και υποψηφίου.

Ένα ιδιαίτερο κριτήριο κάποιων πολιτών, το οποίο έχει να κάνει με επιλογή προσώπου και όχι κόμματος, είναι η επιλογή κόμματος με βάση τον αρχηγό του, διότι έχει πεισθεί ότι είναι ο κατάλληλος άνθρωπος, ο οποίος ως επόμενος Πρωθυπουργός θα είναι σε θέση να πάει τη χώρα ένα βήμα μπροστά. Σ’ αυτή την περίπτωση ο πολίτης εκτιμάει ότι το ζητούμενο για τη χώρα, η οποία βασίζεται σε πρωθυπουργικοκεντρικό μοντέλο διακυβέρνησης, είναι ένας αποτελεσματικός Πρωθυπουργός.

Αναφερθήκαμε στο πως και τι, αλλά και γιατί ψηφίζουμε όπως ψηφίζουμε, χωρίς βέβαια να έχουμε περιγράψει όλες τις κατηγορίες ψηφοφόρων. Η περαιτέρω εμβάθυνση στην ανάλυση της εκλογικής συμπεριφοράς των ψηφοφόρων ξεφεύγει από το πλαίσιο αυτού του άρθρου, έχει ενδιαφέρον όμως να αναρωτηθούμε κατά πόσον η αυστηρά προσωπική απόφασή μας να ψηφίσουμε κατά το δοκούν, επηρεάζεται ή είναι (σχεδόν) προκαθορισμένη, δηλαδή αποτέλεσμα μιας προδιάθεσης, η οποία έχει διαμορφωθεί στη διάρκεια του χρόνου και έχει τις ρίζες της σε διάφορες παραμέτρους, όπως: οικογένεια, ηλικία, φύλο, τόπος κατοικίας, οικονομική κατάσταση, κοινωνική θέση, κοινωνικό περιβάλλον, θρησκευτικότητα, εκπαίδευση, παιδεία κλπ. Συνδυασμοί αυτών των παραμέτρων παράλληλα με την επιθυμία πολλών ανθρώπων ν’ ανήκουν σε μία «ομάδα», προσδίδουν μια συλλογική ταυτότητα και οδηγούν πολλούς πολίτες να αισθάνονται κοντά ή ακόμα και να ταυτίζονται πολιτικά με ένα κόμμα, το οποίο ψηφίζουν σε σταθερή βάση. Αυτοί οι πολίτες, για κάποιους από τους οποίους η ψήφος ενέχει χαρακτηριστικά ένδειξης πίστης, αποτελούν τους σταθερούς ψηφοφόρους ενός κόμματος.

Μια αίσθηση των προαναφερθέντων μας δίνει η αναφορά σε πραγματικά γεγονότα της πολιτικά φορτισμένης δεκαετίας του 60 σε μια γειτονιά της Θεσσαλονίκης. Δεκαετία κατά την οποίαν η δεσπόζουσα διαιρετική τομή στο πολιτικό σύστημα ήταν ο άξονας Αριστερά, Κέντρο και Δεξιά, βάσει του οποίοι οι πολίτες επέλεγαν να ψηφίσουν. Εκείνα τα χρόνια οι πιτσιρικάδες της γειτονιάς μαζεύονταν στις αλάνες, κατ’ άλλους πλατείες, για να παίξουν μπάλα. Συνήθως δύο παιδιά, οι αρχηγοί, αναλάμβαναν να επιλέξουν τους συμπαίκτες τους, φροντίζοντας να υπάρχει μια σχετική ισορροπία για να έχει ενδιαφέρον το παιχνίδι. Κάποιες φορές όμως η επιλογή των παικτών της κάθε ομάδας βασίζονταν σε «αμιγώς κομματικά κριτήρια», δηλαδή ανάλογα με το κόμμα, το οποίο ψήφιζαν οι γονείς του κάθε παιδιού, δημιουργείτο από τη μία η ομάδα της ΕΡΕ και από την άλλη της Ένωσης Κέντρου (ΕΚ). Κι επειδή η ομάδα της ΕΡΕ είχε περισσότερους παίκτες, η ΕΚ συμπλήρωνε με παιδιά, των οποίων οι γονείς ψήφιζαν το κόμμα των Προοδευτικών.

Και αν κάποιες από τις προαναφερθείσες παραμέτρους καθορισμού εκλογικής συμπεριφοράς αποτελούν μια «αντικειμενική πραγματικότητα» (π.χ. η ηλικία), κάθε άτομο βιώνει με τον δικό του μοναδικό τρόπο τις καταστάσεις της ζωής του, κάτι το οποίο έχει ως αποτέλεσμα, η συλλογική ταυτότητα και η κομματική ταύτιση να βρίσκονται σε πτωτική πορεία, έχοντας ως αποτέλεσμα έναν αυτόνομο και κατ’ επέκταση μετακινούμενο ψηφοφόρο. Οι μετακινούμενοι ψηφοφόροι εξετάζουν τις διαφορετικές επιλογές μεταξύ προγραμμάτων και υποψηφίων των κομμάτων, ιδιαίτερα του αρχηγού των και ψηφίζουν ιεραρχώντας αυτές τις επιλογές με βάση τις προτεραιότητές τους, τις αξίες τους και την ιδεολογία τους.

Αν προσθέσουμε σε όλα αυτά τις συνέπειες των συνεχών, στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων, κρίσεων, έκτακτα γεγονότα, την επίδραση του διαδικτύου και των κοινωνικών μέσων, τη μειούμενη κομματική ταύτιση (από τις «ομάδες» της ΕΡΕ και της ΕΚ μέσω των πράσινων και γαλάζιων καφενείων στη συρρίκνωση του δικομματισμού), διαφαίνεται ότι ο άξονας Αριστερά – Δεξιά παραμένει μεν η κυρίαρχη διαιρετική τομή, δεν καθορίζει όμως μονοσήμαντα την εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων όπως στο παρελθόν. Μπροστά στην κάλπη ο ψηφοφόρος δεν είναι μόνος του∙ έχει παρέα το μυαλό του, τους φόβους του, την ελπίδα, την αγωνία, την προσδοκία, την α(να)σφάλεια, την (α)βεβαιότητα, την πίστη του, τα άγχη του, τον θυμό του, τις γνώσεις του, το παρελθόν του, τον εαυτό του. Και ενώ αρκετοί ψηφοφόροι έχουν προαποφασίσει τι και ποιους θα ψηφίσουν, κάποιοι άλλοι θα το αποφασίσουν την τελευταία στιγμή (αναποφάσιστοι) και κάποιοι δεν θα πάνε καν να ψηφίσουν.

Και σ’ αυτές τις εκλογές, οι οποίες θα έχουν τα διακυβεύματά τους, κάποιοι πολίτες θα κάνουν την επιλογή τους με βάση το ρητό «οι πολιτισμένοι λαοί κερδίζουν την εξουσία με την ψήφο των πολλών, κυβερνώνται με την ικανότητα των ολίγων και μεγαλουργούν με την πνοή του ενός.» Τάδε έφη Ελευθέριος Βενιζέλος. Άλλοι πάλι θα ψηφίσουν με βάση το απόφθεγμα του Βρετανού φιλοσόφου Μπέρτραντ Ράσελ «δημοκρατία είναι η διαδικασία με την οποία διαλέγουμε αυτόν στον οποίο θα ρίξουμε το φταίξιμο.» Ας ελπίσουμε όμως ότι μετά τις εκλογές δεν θα χρειασθεί ν’ αναφωνήσουμε τους στίχους από τις Όρνιθες του Αριστοφάνη «Ω δημοκρατία, ποι προβιβάς ημάς ποτε;», δηλαδή αχ Δημοκρατία, πού θα μας οδηγήσεις;

Ένα είναι σίγουρο: κάθε ψηφοφόρος αποφασίζει με βάση τα προσωπικά του κριτήρια, τα οποία μπορεί να είναι αποτέλεσμα λογικής, συναισθήματος ή και του «μίξερ» του εαυτού του. Ένα όμως θα πρέπει να είναι ζητούμενο: τα επόμενα τέσσερα χρόνια, όχι η χώρα να πάει μπροστά, διότι από μόνη της δεν μπορεί να πάει μπροστά, αλλά με τις επιλογές της ψήφου μας να πάμε τη χώρα μας μπροστά. Για να έχουν οι νέοι και οι νέες μια προοπτική ελπίδας στο αβέβαιο μέλλον, η γενιά των 30+ να είναι σε θέση να ζει άνετα και οι πρεσβύτεροι να  απευθύνουν στα παιδιά τους την ίδια ευχή, την οποίαν είχαν ακούσει από τους γονείς τους στο δικό τους ξεκίνημα της σκυταλοδρομίας των γενεών, δηλαδή η νέα γενιά να έχει μια καλύτερη ζωή από την προηγούμενη.

Καλό βόλι!

Υ.Γ.1: Οι εκλογές, βάσει του Άρθρου 53 του Συντάγματος, διενεργούνται κάθε τέσσερα χρόνια, που αρχίζουν από την ημέρα των γενικών εκλογών, άρα δεν είναι … κινητή εορτή. Μετά τη Μεταπολίτευση όμως έχει «καθιερωθεί» να προκηρύσσονται πρόωρες εκλογές («προνόμιο του πρωθυπουργού») μέσω αξιοποίησης του Άρθρου 41 (επίκληση εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας). Τον τελευταίο καιρό όλο και πιο πολλές φωνές μέσα από την κοινωνία ζητούν την εφαρμογή του Συντάγματος, δηλαδή διεξαγωγή των εκλογών ανά τετραετία. Τους πολιτισμένους λαούς χαρακτηρίζει, μεταξύ των άλλων, η συναίνεση σε κάποια θέματα της πολιτικής. Ας το αφουγκρασθούν και τα κόμματα, τουλάχιστον τα κόμματα εξουσίας και ας επιδείξουν το απειροελάχιστο ίχνος συναίνεσης, εφαρμόζοντας την τετραετία και αποδεικνύοντας εν τοις πράγμασι τον σεβασμό στο Σύνταγμα, δίνοντας ταυτόχρονα το καλό παράδειγμα στους πολίτες, οι οποίοι με τη σειρά τους θ’ αρχίσουν να συνειδητοποιούν ότι για τέσσερα χρόνια θα κυβερνούν και θα νομοθετούν αυτοί, τους οποίους επιλέγουν με την ψήφο τους.

Υ.Γ.2: Εδώ και αρκετά χρόνια έχω την απορία για ποιον λόγο όλα τα σχολεία παραμένουν κλειστά την Παρασκευή πριν και τη Δευτέρα μετά τις εκλογές. Ανεξάρτητα αν λειτουργούν ή όχι ως εκλογικά καταστήματα ψηφοφορίας την Κυριακή των εκλογών. Ειδικά στις φετινές εκλογές, στις οποίες, με την αξιοποίηση ψηφιακών τεχνολογιών, τ’ αποτελέσματα προβλέπεται ν’ ανακοινωθούν νωρίς το βράδυ, δεν νοείται να βαδίζουμε, καλπάζουμε ακριβέστερα, προς την ολοκλήρωση του πρώτου τετάρτου του 21ου αιώνα και να λειτουργούμε με όρους της περασμένης χιλιετίας, όταν τα εκλογικά καταστήματα φυλάσσονταν από στρατιώτες, ενώ ταυτόχρονα ίσχυε η «ποτοαπαγόρευση» το βράδυ του Σαββάτου. Μήπως και γι’ αυτήν τη «μεταρρύθμιση» απαιτείται συναίνεση των κομμάτων;

*Ο Γιάννης Γούσης είναι Σύμβουλος Επιχειρήσεων

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts
Ακύρωση παράλειψης πρόσληψης δικηγόρου: Δεσμία αρμοδιότητα της Διοίκησης
Experts |

Ακύρωση παράλειψης πρόσληψης δικηγόρου: Δεσμία αρμοδιότητα της Διοίκησης

Το ΣτΕ έκρινε ότι, σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης της διαδικασίας πρόσληψης λόγω μη αποδοχής του διορισμού από τον πρώτο επιλεγέντα, η θέση παραμένει κενή και η διοίκηση οφείλει, κατά δεσμία αρμοδιότητα, να προχωρήσει στην πρόσληψη του δεύτερου κατά σειρά υποψηφίου