Σε ανάλυση για τους δημοσιονομικούς στόχους το διάστημα 2023/26 που υποβλήθηκαν πρόσφατα από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προχώρησε η Citigroup. Στην ανάλυση αναφέρεται ότι οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης σχεδιάζουν μια σταδιακή εξυγίανση τα επόμενα χρόνια, όχι όμως στον βαθμό που θα έπαιρνε μέρος του βάρους της αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Επίσης οι αναλυτές της Citigroup, αξιολογούν τα δημοσιονομικά σχέδια σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόκειται να ορίσει τη συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς κανόνες την άνοιξη του 2024 και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι πολλά από αυτά τα σχέδια δεν θα εγκριθούν, πιθανότατα με μικρές συνέπειες.

Ευρωπαϊκή Ένωση: Προετοιμάζεται για το σενάριο επιστροφής των ρεπουμπλικανών στον Λευκό Οίκο

Δημοσιονομική εξυγίανση, αλλά όχι πολύ γρήγορα

Οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης δεσμεύτηκαν για σημαντικές δημοσιονομικές προσαρμογές, οι οποίες θα οδηγήσουν σε μείωση του συνολικού δημοσιονομικού ελλείμματος στο 2,5% του ΑΕΠ το 2024, εν μέρει χάρη στην κατάργηση των μέτρων στήριξης της ενέργειας. Σύμφωνα με τα τρέχοντα σχέδια, η δημοσιονομική πολιτική θα εξακολουθήσει να παραμένει πιο διευκολυντική το 2026 από ό,τι πριν από την πανδημία.

Επιστροφή των δημοσιονομικών κανόνων

Ενώ το νέο πλαίσιο των δημοσιονομικών κανόνων βρίσκεται ακόμη υπό συζήτηση, αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι θα επανέλθουν το 2024. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σκοπεύει να ανοίξει τότε τις διαδικασίες για το υπερβολικό έλλειμμα, οι οποίες θα μπορούσαν να αφορούν έως και τα μισά κράτη-μέλη της Ε.Ε. Ωστόσο, στις προτεινόμενες αλλαγές υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι οι νέοι κανόνες θα τηρηθούν περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν.

Περιορισμένες οι συνέπειες για τους «παραβάτες»

Οι χώρες που εμπίπτουν στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος θα μπορούσαν κατ’ αρχήν να χάσουν την πρόσβαση στο Εργαλείο Προστασίας Μετάδοσης (ΤΡΙ) της ΕΚΤ. Η αβεβαιότητα αυτή θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις, παρόλο που υπάρχουν αρκετές ευελιξίες που κάνουν τους αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας να πιστεύουν ότι στην απίθανη περίπτωση που χρειασθεί η χρήση του ΤΡΙ, τα υπερβολικά ελλείμματα δεν θα αποτελούσαν εμπόδιο.

Ευρωζώνη: Πόση δημοσιονομική σύσφιξη θα ακολουθήσει;

Ενώ όλες οι χώρες σχεδιάζουν μια κάπως εμπροσθοβαρή δημοσιονομική εξυγίανση -όπως συνηθίζεται, οι κυβερνήσεις δεσμεύονται για δημοσιονομική πειθαρχία- ο ρυθμός και η έκταση διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των χωρών-μελών. Συνολικά, δεν επαναφέρει την Ε.Ε. σχεδόν στην προ της πανδημίας δημοσιονομική της κατάσταση. Η μέτρια δημοσιονομική σύσφιξη που έχει προγραμματιστεί για φέτος και το επόμενο έτος είναι απίθανο να βοηθήσει επαρκώς την προσπάθεια της ΕΚΤ να περιορίσει τη ζήτηση. Έως και 11 χώρες, συμπεριλαμβανομένων όλων των «Big 4», θα μπορούσαν δυνητικά να εισέλθουν σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος την άνοιξη του 2024.

Η δημοσιονομική στάση της Ευρωζώνης: έρχεται ήπια εξυγίανση

Οι κυβερνήσεις της Ε.Ε., στα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά τους σχέδια που απέστειλαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα τέλη Απριλίου (προγράμματα σταθερότητας), προβλέπουν μια αργή δημοσιονομική προσαρμογή κατά την περίοδο 2023/26. Αυτό, ωστόσο, συνοδεύεται από σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών-μελών όσον αφορά τον ρυθμό βελτίωσης των δεικτών των δημοσιονομικών τους, κάτι που είναι βέβαιο ότι θα επιβαρύνει τη συζήτηση για τους δημοσιονομικούς κανόνες.

Το 2023, η από κάτω προς τα πάνω άθροιση των επίσημων προβλέψεων οδηγεί σε επιδείνωση του συνολικού δημοσιονομικού ισοζυγίου της Ευρωζώνης κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες, όμως αυτό μπορεί εύκολα να αποδοθεί στο πιθανό υπερεκτιμημένο έλλειμμα της Γερμανίας για το τρέχον έτος. Η κυβέρνηση της χώρας προσδιόρισε το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 4,25%, με τη Citi να αναμένει έλλειμμα της τάξεως του  2,8 και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2,3%.

Αν εξαιρεθεί το 2023, το συνολικό ισοζύγιο της Ευρωζώνης θα βελτιωθεί από -3,6% του ΑΕΠ το 2022 σε -2,5% το 2024 (πρόβλεψη της Citi: -2,8%) και το διαρθρωτικό ισοζύγιο από -3,7% του δυνητικού ΑΕΠ το 2022 σε -2,3% το 2024. Η μείωση της ενεργειακής στήριξης συμβάλλει σημαντικά στην εξυγίανση το 2024. Μέχρι τότε, τα προβλεπόμενα δημοσιονομικά ισοζύγια κυμαίνονται από πλεονάσματα (Κύπρος, Ιρλανδία) ή σχεδόν ισοσκελισμένα (Πορτογαλία) έως ελλείμματα που υπερβαίνουν το 4% του ΑΕΠ (5 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας και του Βελγίου). Το μέσο έλλειμμα της Ευρωζώνης προβλέπεται να συνεχίσει να συρρικνώνεται έως το 2026, στο -1,7% του ΑΕΠ, γεγονός που εξακολουθεί να συνεπάγεται μια πιο διευκολυντική δημοσιονομική πολιτική από ό,τι πριν από την πανδημία.

Ο λόγος του δημόσιου χρέους της ευρωζώνης προς το ΑΕΠ θα μειωθεί σταδιακά κατά τη διάρκεια του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων, από 93,2% το 2022 σε 90,9% το 2026, σύμφωνα με τα προγράμματα σταθερότητας – αλλά εξακολουθεί να παραμένει κατά μέσο όρο 5 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το επίπεδο του 2019, 6 ποσοστιαίες μονάδες στη Γερμανία και την Ιταλία, 8 ποσοστιαίες μονάδες στην Ισπανία και 12 ποσοστιαίες μονάδες στη Γαλλία.

Συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς κανόνες: πού βρίσκονται οι χώρες της Ε.Ε.;

Οι δημοσιονομικοί κανόνες της Ε.Ε. θα επανέλθουν σε ισχύ το 2024 μετά την αναστολή τους από το 2020. Παρόλο που οι χώρες της έχουν ακόμη μπροστά τους μια μακρά διαπραγμάτευση για να συμφωνήσουν σχετικά με τη νέα τους μορφή, η Citi θεωρεί ως βασική υπόθεση ότι θα επιτευχθεί συμφωνία πριν από το τέλος του έτους (ή το αργότερο τους πρώτους μήνες του 2024) και θα μοιάζει με την τελευταία νομοθετική πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με έμφαση στον κανόνα των δαπανών. Συγκεκριμένα, θα επαναφέρει την ανάγκη βελτίωσης του διαρθρωτικού δημοσιονομικού ισοζυγίου κατά 0,5% του ΑΕΠ από το 2024, εάν τα ελλείμματα υπερβαίνουν το 3% του ΑΕΠ. Πέραν αυτού, οι συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και οι τελευταίες ερωτήσεις και απαντήσεις που δημοσιεύθηκαν στις 24 Μαΐου υποδηλώνουν ότι η αναστολή των κανόνων (γενική ρήτρα διαφυγής) αφορά την πορεία προσαρμογής προς τον μεσοπρόθεσμο στόχο, αλλά δεν επεκτείνεται στο όριο του 3% του ΑΕΠ για το δημόσιο έλλειμμα ή στο όριο του 60% του ΑΕΠ για το δημόσιο χρέος. Ως εκ τούτου, οι χώρες με ελλείμματα άνω του 3% του ΑΕΠ φέτος θα μπορούσαν να εισέλθουν σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ) ήδη από την άνοιξη του 2024.

Με βάση τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, 9 από τα 20 κράτη-μέλη της ευρωζώνης θα έχουν υπερβεί το όριο του 3% φέτος, συμπεριλαμβανομένων της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας και του Βελγίου (αλλά όχι της Γερμανίας με 2,3%, αν και η γερμανική κυβέρνηση έχει υποβάλει πρόβλεψη για έλλειμμα 4,25% του ΑΕΠ). Μεταξύ αυτών, μόνο η Γαλλία, η Εσθονία και η Σλοβακία δεν σχεδιάζουν επιστροφή κάτω από το 3% ή βελτίωση του διαρθρωτικού ισοζυγίου κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες το 2024 (αν και μόλις και μετά βίας για τη Γαλλία, η οποία προβλέπει αύξηση κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες). Με βάση τα υποβληθέντα από τις κυβερνήσεις προγράμματα σταθερότητας, 8 χώρες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων 6 μελών της ζώνης του ευρώ (Βέλγιο, Εσθονία, Γαλλία, Ιταλία, Μάλτα, Σλοβακία), θα εξακολουθούν να παραβιάζουν τον κανόνα του ελλείμματος το 2024. Όσον αφορά το κριτήριο του χρέους, περισσότερα από τα μισά μέλη της ΕΕ έχουν δημόσιο χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ- μεταξύ αυτών, μόνο δύο (το Βέλγιο και η Φινλανδία) δεν σχεδιάζουν να μειώσουν τον λόγο του χρέους κατά τη διάρκεια του ορίζοντα πρόβλεψης, που θα ήταν η ελάχιστη απαίτηση σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής (αντικαθιστώντας την προηγούμενη απαίτηση να μειωθεί το χάσμα στο 60% κατά 1/20 ανά έτος, η οποία είχε καταστεί άνευ σημασίας για τις χώρες με υψηλό χρέος).

Θα επανέλθει η διαδικασία υπερβολικού ελλείματος το επόμενο έτος – και έχει σημασία;

Ακόμη και αν η γενική ρήτρα διαφυγής δεν ισχύει πλέον και αρκετές χώρες είναι βέβαιο ότι θα παραβιάσουν τους δημοσιονομικούς κανόνες τόσο στην παλαιά όσο και στη νέα τους μορφή, η απόφαση για το άνοιγμα των διαδικασιών υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ) ενόψει των ευρωεκλογών του 2024 θα είναι τελικά πολιτική – ιδίως έναντι των μεγαλύτερων μελών της Ε.Ε.. Μεταξύ των παραγόντων που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πιθανότατα θα εξετάσει:

Οι χώρες όχι μόνο θα εκτελέσουν τους προϋπολογισμούς τους για το 2023, αλλά και θα προετοιμάσουν και θα εγκρίνουν τους προϋπολογισμούς τους για το 2024, πριν συμφωνηθούν οι ανανεωμένοι δημοσιονομικοί κανόνες. Αυτό αναμφισβήτητα θα μπορούσε να παρέχει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή περισσότερα περιθώρια για να καθυστερήσει το άνοιγμα των ΔΥΕ μέχρι το 2025 -όταν οι προϋπολογισμοί θα μπορούν να αξιολογηθούν με βάση κανόνες που θα είναι γνωστοί πριν και όχι μετά την κατάρτιση των δημοσιονομικών σχεδίων. Το όριο αυτού του επιχειρήματος είναι ότι ο δείκτης αναφοράς του 3% θα παραμείνει, επομένως κάθε έλλειμμα που θα υπερβαίνει το όριο θα αναμένεται να αποτελεί παραβίαση, ανεξάρτητα από τα ψιλά γράμματα των μελλοντικών δημοσιονομικών κανόνων.

Αυτό μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει ένα τεστ αξιοπιστίας για τους προτεινόμενους νέους κανόνες, οι οποίοι έχουν ήδη επικριθεί από τη Γερμανία και άλλους για την περιορισμένη ευελιξία που επιφέρουν όσον αφορά τις κυρώσεις και την επιβολή. Η έναρξη των ΔΥΕ χωρίς καθυστέρηση θα μπορούσε να αποτελέσει μέρος της συμφωνίας για να συμφωνήσει ο Βορράς σε πιο ευέλικτους κανόνες εξαρχής. Κατά συνέπεια, οι Επίτροποι της Ε.Ε. δήλωσαν στις 24 Μαΐου, κατά την παρουσίαση της εαρινής δέσμης μέτρων του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, ότι οι ΔΥΕ προγραμματίζονται για την άνοιξη του 2024 με βάση τα αποτελέσματα του 2023 και τις προβλέψεις του 2024.

Το να μην ανοίξουν οι ΔΥΕ με την πρώτη ευκαιρία κατά των μεγαλύτερων παραβατών -επιτρέποντας ουσιαστικά στη Γαλλία και την Ιταλία να παραβιάζουν τους κανόνες χωρίς συνέπειες- θα δημιουργούσε πιθανότατα αντιδράσεις μεταξύ των ψηφοφόρων του Βορρά… αλλά το άνοιγμά τους και η άσκηση πίεσης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για ταχύτερη περικοπή των δημόσιων δαπανών μπορεί να προκαλέσει τον ανταγωνισμό των Γάλλων και Ιταλών ψηφοφόρων και να ενισχύσει το αντιευρωπαϊκό κλίμα ενόψει των εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Εξάλλου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να διστάζει να ξεκινήσει μια σύγκρουση με την πρωθυπουργό Μελόνι, ενώ η ίδια έχει φροντίσει μέχρι στιγμής να εκτονώσει τις όποιες εντάσεις με τις Βρυξέλλες.

«Ξεκαθαρά, πιστεύουμε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι πολύ πιθανό να ανοίξει τις διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος το 2024, αλλά θα το παρουσιάσει ως μια τυπική διαδικασία (θα βοηθούσε εκεί αν ένας μεγάλος αριθμός χωρών ανησυχούσε), χωρίς πραγματικές συνέπειες ή παρεμβατικές συστάσεις σε αυτό το στάδιο. Με αυτό, εννοούμε ότι οι διαδικασίες ΔΥΕ με βάση το έλλειμμα θα ανοίξουν κατά των χωρών που έχουν παραβιάσει σημαντικά τον κανόνα του 3% το 2023, αλλά όπως συνηθίζεται, θα τους δοθεί προθεσμία 6 μηνών για να αποδείξουν ότι έχουν ληφθεί “αποτελεσματικά μέτρα”. Οι περισσότερες από αυτές τις χώρες θα είναι σε θέση να υποστηρίξουν ότι αναλαμβάνουν σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή ή/και μεταρρυθμίσεις με βάση τα τρέχοντα σχέδιά τους, και η Επιτροπή θα σφάλει προς την πλευρά του να τους δώσει το πλεονέκτημα της αμφιβολίας έως ότου πραγματοποιηθεί μια πιο σοβαρή αξιολόγηση το 2025. Ένα λιγότερο πιθανό αλλά όχι απίθανο εναλλακτικό σενάριο θα έβλεπε την Επιτροπή να αποφασίζει σε ένα χρόνο από τώρα να υιοθετήσει μια γενναιόδωρη προσέγγιση στην αξιολόγηση των “σχετικών παραγόντων” και να καθυστερήσει τις ΔΥΕ με βάση το έλλειμμα μέχρι το 2025, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν ταυτόχρονα τόσο η παραβίαση του 3% όσο και η έλλειψη επαρκών διορθωτικών μέτρων βάσει των νέων κανόνων. Όπως και να έχει, δεν αναμένουμε ότι οι ΔΥΕ με βάση το χρέος θα ανοίξουν πριν από το 2025 ή ακόμη και το 2026, δεδομένου ότι μπορούν να ενεργοποιηθούν μόνο με την παρατήρηση απόκλισης από την πορεία των δαπανών που συμφωνήθηκε βάσει των νέων κανόνων», καταλήγει η Citi στην ανάλυσή της.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή