της Αναστασίας Δρανδάκη*

Ελάχιστα μνημεία του βυζαντινού πολιτισμού διατηρούνται με την πληρότητα, την ποιότητα και την πολυμορφία που αντιπροσωπεύει η Μονή του Οσίου Λουκά Στειριώτη στη Βοιωτία. Αρχιτεκτονική, γλυπτική, ψηφιδωτά και ζωγραφική, οι κυριότερες εκφάνσεις της μνημειακής εκκλησιαστικής τέχνης του Βυζαντίου, εκπροσωπούνται στα διαδοχικά κτίρια της μονής με λύσεις τολμηρές και καινοτόμες. Η σύνθεση στοιχείων της κωνσταντινουπολίτικης και της τοπικής παράδοσης που διατυπώνεται με ώριμο και ολοκληρωμένο τρόπο στον ναό της Παναγίας και στο καθολικό της μονής δημιούργησε νέα πρότυπα που καθόρισαν για αιώνες την πορεία της εκκλησιαστικής τέχνης στον ελλαδικό χώρο.

Ο όσιος Λουκάς, που εγκαταστάθηκε στη σημερινή θέση του μοναστηριού το 946/47, θεράπευε, προφήτευε και συμβούλευε τους πιστούς, ενώ η φήμη του ξεπέρασε τα τοπικά όρια, δημιουργώντας δεσμούς με το αυτοκρατορικό περιβάλλον και τους ανώτερους αξιωματούχους της αυτοκρατορίας. Οσο ακόμη ο άγιος ήταν εν ζωή, με την οικονομική ενίσχυση του στρατηγού του θέματος Ελλάδος Κρηνίτη, ξεκίνησε η ανέγερση ναού της Αγίας Βαρβάρας που, σύμφωνα με αρκετούς μελετητές, ταυτίζεται με τον σημερινό ναό της Παναγίας, τον παλαιότερο από τους δύο ναούς της μονής. Μετά τον θάνατό του, ο τάφος του εντάχθηκε από τους μοναχούς με σταυρόσχημο ευκτήριο (ναό) και εξελίχθηκε σε σημαντικό υπερτοπικό προσκύνημα.

Οι δύο ναοί

Στις αρχές του 11ου αιώνα, η αυξανόμενη σημασία του προσκυνήματος και η πυκνή ροή των πιστών δημιούργησαν την ανάγκη ανέγερσης μιας νέας μεγαλοπρεπούς εκκλησίας, του σημερινού καθολικού της μονής. Η μετακομιδή του λειψάνου του οσίου στη νέα λάρνακα, γύρω από την οποία αρθρώθηκε το προσκύνημα, έγινε το 1011. Με τη νέα διαμόρφωση, το νότιο διαμέρισμα του εξωνάρθηκα του παλαιότερου ναού της Παναγίας ενσωματώθηκε στο μεταγενέστερο καθολικό, διαμορφώνοντας έτσι έναν ανοικτό δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ των δύο κτιρίων.

Ο παλαιότερος ναός της Παναγίας, ένα κομψοτέχνημα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, παρουσιάζει με τρόπο ολοκληρωμένο το νέο πρότυπο για τους ναούς της Νότιας Ελλάδας. Ο πλούσιος γλυπτός και κεραμοπλαστικός διάκοσμος των εξωτερικών όψεων του ναού, με καρδιόσχημα, ανθέμια και ποικίλους αραβικούς χαρακτήρες, τεκμηριώνει τον διαρκή διάλογο και τις ανταλλαγές ανάμεσα στη βυζαντινή και την ισλαμική τέχνη της περιόδου.

Το νέο καθολικό της μονής που χτίστηκε στις πρώτες δεκαετίες του 11ου αιώνα εισάγει στη βυζαντινή ναοδομία έναν νέο αρχιτεκτονικό τύπο, τον τεχνικά απαιτητικό και πολυδάπανο οκταγωνικό σύνθετο σταυροειδή εγγεγραμμένο. Ο τεράστιος τρούλος, κύριο γνώρισμα αυτής της αρχιτεκτονικής παραλλαγής, και τα πολλά παράθυρα δίνουν ενότητα και φως στον ευρύ κεντρικό χώρο.

Ο πλούσιος διάκοσμος

Το εσωτερικό του καθολικού, με τα εξαίρετης ποιότητας ψηφιδωτά, τον πλούσιο γλυπτό διάκοσμο και τις πολύχρωμες ορθομαρμαρώσεις, συγκροτεί ένα σύνολο ενιαίας σύλληψης και άψογης εκτέλεσης από κορυφαία βυζαντινά εργαστήρια της πρωτεύουσας. Τα ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες που κοσμούν τον ναό – έκφραση του αντικλασικού ρεύματος στη μεσοβυζαντινή ζωγραφική – συνδυάζουν χριστολογικές σκηνές και παλαιοδιαθηκικά θέματα με έναν εντυπωσιακό αριθμό πορτρέτων αγίων από όλες τις τάξεις της ουράνιας εκκλησίας: μοναχούς, ιεράρχες, στρατιωτικούς, μάρτυρες. Ανάμεσά τους, ξεχωριστή θέση έχουν τα πολλαπλά πορτρέτα του οσίου Λουκά δίπλα σε άλλους σύγχρονους τοπικούς αγίους, όπως ο Λουκάς Γουρνικιώτης και ο όσιος Νίκων ο «Μετανοείτε».

Κάτω από τον κυρίως ναό του καθολικού, η υπόγεια κρύπτη, χώρος με νεκρικό προορισμό για τους μοναχούς, διακοσμείται με τοιχογραφίες εφάμιλλες και ανάλογες του διακόσμου του κυρίως ναού.

Ωστόσο, πέρα από την εξαιρετική ποιότητα των δύο βυζαντινών ναών του 10ου και του 11ου αιώνα που αποτελούν την καρδιά του μοναστικού συγκροτήματος, είναι η ενότητα δομημένου χώρου και φυσικού περιβάλλοντος, που συνιστά τη μοναδική φυσιογνωμία του βοιωτικού προσκυνήματος.

Η τειχισμένη μονή, με τα προσκτίσματα, τα κελιά και τους παραγωγικούς χώρους που διατηρεί, περιβαλλόμενη από τα περιβόλια, τους ελαιώνες και το μοναδικό φυσικό τοπίο στις υπώρειες του Ελικώνα, συμπυκνώνει ιδανικά τον σημαίνοντα ρόλο των μεγάλων μοναστηριών – προσκυνημάτων στην οργάνωση και την οικονομία του μεσαιωνικού Βυζαντίου. Συγχρόνως, οι μεταγενέστερες φάσεις και η χρονική αλληλουχία των κτιρίων της μονής τεκμηριώνουν τη μακραίωνη ιστορία της, τις περιπέτειες αλλά και την επιβίωσή της.

Μνημείο της UNESCO

Αυτή η ενότητα μοναστικού συγκροτήματος και φυσικού περιβάλλοντος, άλλωστε, προβάλλεται από την UNESCO ως κομβικό στοιχείο για την κήρυξη της μονής ως μνημείου παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, μαζί με τα δύο άλλα εξαίρετα μοναστικά σύνολα του 11ου αιώνα που έχει η Ελλάδα, τη Μονή Δαφνίου και τη Νέα Μονή Χίου.

Καθώς γράφεται αυτό το σημείωμα, η πυρκαγιά που κατακαίει την περιοχή βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Ηδη, το μοναδικό φυσικό περιβάλλον της μονής, η θέα που κάθε χρόνο σταματάμε να θαυμάσουμε άναυδοι με τους φοιτητές μας πριν καν μπούμε στο μοναστήρι, έχει πληγεί δραματικά. Κάποια από τα κτίσματα που πλαισιώνουν τους δύο ναούς έχουν υποστεί μεγάλες καταστροφές. Ελπίζω ότι η καθολική προστασία του μοναστηριού και του φυσικού τοπίου που αποδείχθηκε πικρά ανεπαρκής θα γίνει και θα παραμείνει οργανωμένο σχέδιο και προτεραιότητα της πολιτείας.

* Η Αναστασία Δρανδάκη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ και επιστημονική σύμβουλος του Μουσείου Μπενάκη

Πηγή: Έντυπη έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Plus