Άραγε, υπήρχαν στιγμές ή ευκαιρίες μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου που οι δύο δυνάμεις θα μπορούσαν να τα βρουν και να συνεχίσουν τη σύμπνοια που γεννήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Τείχος του Βερολίνου: 62 χρόνια από την ανέγερσή του
Κάνοντας μια βαριά αποτίμηση των σχέσεων των δύο δυνάμεων, στο Nation, ο Τόμας Γκράχαμ, ο άνθρωπος που χρημάτισε ειδικός σύμβουλος του Τζορτζ Μπους του νεώτερου και μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΠΑ, το διάστημα 2002-2007, δίνει κάποιες εξαιρετικά σημαντικές εξηγήσεις, για το πως εκτροχιάστηκαν οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας.
Σημειώνεται ότι ο Τζορτζ Μπους άνοιξε τα περισσότερα ίσως μέτωπα των ΗΠΑ, μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, συγκεντρώνοντας γύρω του τα πιο επιθετικά «γεράκια» στην εξωτερική πολιτική.
‘Οταν ο Πούτιν ήταν με τις… ΗΠΑ
Μπορεί ο Πούτιν να απέβλεπε εξαρχής στην ολική επαναφορά της Ρωσίας στο διεθνές στερέωμα, αλλά σύμφωνα με τον Γκράχαμ, το σχέδιό του ήταν να μην κοντράρει τις ΗΠΑ, αλλά να συνεργαστεί μαζί τους. «Ο Πούτιν ήταν πεπεισμένος ότι οι στενοί δεσμοί με την εξέχουσα δύναμη του κόσμου θα επικύρωναν την αξία της ίδιας της Ρωσίας».
Οι αρχικές ελπίδες του Πούτιν έδωσαν έτσι στην κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους την ευκαιρία να θέσει τις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας σε μια διαρκή, εποικοδομητική τροχιά.
Η Ρωσία στήριξε τις ΗΠΑ στον απόηχο των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, συμβάλλοντας στη ταχεία ανατροπή του καθεστώτος των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν από τις ΗΠΑ. Ο Πούτιν, επίσης, διευκόλυνε τις στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ στη Κεντρική Ασία, στο πλαίσιο του πολέμου και επέτρεψε στις ΗΠΑ να μεταφέρουν χαλαρά καθορισμένη «ανθρωπιστική βοήθεια» μέσω του ρωσικού εναέριου χώρου. Επιπλέον, οι ρωσικές υπηρεσίες παρείχαν πολύτιμες πληροφορίες για τις συνθήκες στο Αφγανιστάν.
Αργότερα, στη σύνοδο κορυφής της Πετρούπολης -τον Μάιο του 2002- οι Μπους και Πούτιν εξέδωσαν μια κοινή δήλωση που έθεσε ένα πλαίσιο στρατηγικής εταιρικής σχέσης, δεσμευόμενοι να συνεργαστούν για την αντιτρομοκρατία, τη μη διάδοση όπλων μαζικής καταστροφής, τη διακίνηση ναρκωτικών και το παγκόσμιο οργανωμένο έγκλημα.
Οι ΗΠΑ και η Ρωσία υπέγραψαν τη Συνθήκη της Μόσχας τον Μάιο του 2002, δεσμευόμενες να μειώσουν σε μια δεκαετία τον αριθμό των αναπτυγμένων στρατηγικών πυρηνικών κεφαλών τους κατά σχεδόν τα 2/3.
Ακόμη και η αντίθεση του Πούτιν στην εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ δεν επηρέασε σημαντικά τις ρωσοαμερικανικές σχέσεις. «Εξακολουθούσε να θεωρεί τους στενούς δεσμούς με τις ΗΠΑ ως ουσιαστικούς για τη φιλοδοξία του να ανοικοδομήσει την οικονομία της χώρας του και να επιβεβαιώσει εκ νέου τον ρόλο της στις παγκόσμιες υποθέσεις» επισημαίνει ο Γκράχαμ.
Καμπή: Πότε γύρισε το μυαλό του Πούτιν
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν στη δεύτερη κυβέρνηση του Μπους, μετά τον Ιανουάριο του 2005. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν άρχισε να κατηγορεί τις ΗΠΑ για τις «μονοπολικές» τους φιλοδοξίες και την περιφρόνηση των συμφερόντων της Ρωσίας στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια του Μονάχου τον Φεβρουάριο του 2007.
Γιατί όμως να κάνει κάτι τέτοιο ο Ρώσος ηγέτης;
Παρά την επέκταση του ΝΑΤΟ, ο Πούτιν ήταν έτοιμος να ανεχτεί τη Συμμαχία, σύμφωνα με τον Γκράχαμ, μέχρι που οι ΗΠΑ, έκαναν το ατόπημα να περάσουν τη κόκκινη γραμμή, στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ το 2008, στο Βουκουρέστι, πιέζοντας για ένταξη της Γεωργίας και της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
«Αυτή η περιοχή, την οποία οι Ρώσοι ηγέτες -επί αιώνες- επεδίωκαν να ελέγχουν με μεγάλες θυσίες, ήταν, κατά την άποψη του Κρεμλίνου, το θεμέλιο του γεωπολιτικού βάρους της Ρωσίας και ως εκ τούτου του καθεστώτος της μεγάλης δύναμης» σύμφωνα με τον ειδικό.
Έτσι η κατάσταση ξέφυγε όταν οι ΗΠΑ άρχισαν να ανησυχούν για την αύξηση της ρωσικής επιρροής στη περιοχή, όπως συνέβαινε επί εποχής ΕΣΣΔ. Έτσι η Ουάσιγκτον έσπευσε να υποστηρίξει την ανεξαρτησία των πρώην σοβιετικών κρατών στον απόηχο της σοβιετικής κατάρρευσης.
«Αν μη τι άλλο, η κυβέρνηση διπλασίασε τις προσπάθειές της να περιορίσει την επιρροή της Ρωσίας πέρα από τα σύνορά της» λέει ο Αμερικανός εμπειρογνώμονας.
Για παράδειγμα, ενίσχυσε την προσπάθεια που ξεκίνησε η κυβέρνηση Κλίντον για την προώθηση της κατασκευής αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου από τη λεκάνη της Κασπίας που θα έφερνε ενέργεια στις ευρωπαϊκές αγορές χωρίς να χρειάζεται να περάσει από τη Ρωσία. Κάτι τέτοιο, όχι μόνο θα μείωνε την κυριαρχία της Ρωσίας στον ενεργειακό εφοδιασμό της ηπείρου, αλλά θα ενίσχυε επίσης την ανεξαρτησία των πρώην σοβιετικών κρατών, τα οποία θα είχαν έσοδα, μη μπορώντας πλέον η Μόσχα να τις χειραγωγήσει.
Η κυβέρνηση Μπους υποστήριξε επίσης τον περιφερειακό Οργανισμό GUAM για τη Δημοκρατία και την Οικονομική Ανάπτυξη (Γεωργία, Ουκρανία, Αζερμπαϊτζάν, Μολδαβία) ως αντίβαρο στον -κυριαρχούμενο από τη Ρωσία- Οργανισμό Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας.
Επίσης, αν και η Ουάσιγκτον είχε πει στο Κρεμλίνο ότι η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην Κεντρική Ασία θα ήταν προσωρινή και θα τερματιζόταν, αφού αντιμετωπίσει την επείγουσα κατάσταση στο Αφγανιστάν, γρήγορα έγινε σαφές ότι οι ΗΠΑ σκόπευαν να παραμείνουν για μακροπρόθεσμα, υπενθυμίζει ο Αμερικανός εμπειρογνώμονας.
Ο κόμπος στο χτένι
«Αυτές οι πολιτικές επιδείνωσαν τις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας, αλλά -και πάλι- δεν οδήγησαν τον Πούτιν να αμφισβητήσει την αξία της εταιρικής σχέσης» σημειώνει ο Γκράχαμ.
Δύο δραματικά γεγονότα το 2004, ωστόσο, τον έκαναν να αλλάξει γνώμη: η τρομοκρατική επίθεση στο σχολείο του Μπεσλάν και η Πορτοκαλί Επανάσταση στην Ουκρανία.
Η τρομοκρατική επίθεση στο Μπεσλάν από Τσετσένους τρομοκράτες την 1η Σεπτεμβρίου 2004 κόστισε τη ζωή σε περισσότερους από 300 ανθρώπους – μεταξύ των οποίων 186 παιδιά. Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ είχαν πρόσφατα χορηγήσει πολιτικό άσυλο σε εκπρόσωπο της εξόριστης κυβέρνησης της Τσετσενίας -παρά τις ρητές προειδοποιήσεις της Μόσχας ότι θα το έβλεπε ως εχθρική πράξη- ενίσχυσε την πεποίθησή της Μόσχας ότι οι ΗΠΑ απειλούσαν ακόμα και την εδαφική ακεραιότητά της.
Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, οι ΗΠΑ υποστήριξαν διαδηλώσεις στην Ουκρανία -Πορτοκαλί Επανάσταση- ενάντια στον εκλεγμένο φιλορώσο πρόεδρο κατηγορώνοντας τον για νοθεία στις εκλογές. Τελικά, οι εκλογές επαναλήφθηκαν κερδίζοντάς ο εκλεκτός της Δύσης. Ο Πούτιν δεν θεώρησε αυτή την επανάληψη ως ελεύθερες και δίκαιες εκλογές. Αντίθετα, ήταν πεπεισμένος ότι οι ΗΠΑ είχαν εκτελέσει επιδέξια μια επιχείρηση αλλαγής καθεστώτος με στόχο να αποσπάσουν την Ουκρανία από την πολιτική τροχιά της Ρωσίας.
Για τον Γκράχαμ, αυτό που έβλεπε ο Πούτιν ήταν ότι οι ΗΠΑ είχαν προσφέρει ελάχιστη υποστήριξη στον αγώνα του Κρεμλίνου ενάντια σε αυτούς που θεωρούσαν Τσετσένους τρομοκράτες. Η Ουάσιγκτον είχε μάλιστα παροτρύνει το Κρεμλίνο να διαπραγματευτεί με «μετριοπαθείς» Τσετσένους, για τους οποίους οι ΗΠΑ πίστευαν ότι είχαν εύλογα παράπονα. Και ομοίως στην περίπτωση της Ουκρανίας, το Κρεμλίνο γνώριζε ότι η Ουάσιγκτον είχε χρηματοδοτήσει εκπαιδευτικά προγράμματα στη και οργανώσεις πολιτών, που έπαιξαν τότε σημαντικό ρόλο στην ανατροπή των εκλογών που η Μόσχα θεωρούσε νόμιμες.
Σύμφωνα με την αμφίβολη λογική του Κρεμλίνου, το Μπεσλάν και η Πορτοκαλί Επανάσταση, μαρτυρούσαν τον στόχο των ΗΠΑ να μην είναι μεγάλη δύναμη η Ρωσία.
Η Ρωσία βρυχάται
Ο Πούτιν, καταφέρνοντας το 2005 να ξεπληρώσει το δημόσιο χρέος στο ΔΝΤ με τα προσδόκητα έσοδα από την άνοδο των τιμών του πετρελαίου, κατάφερε να απαγκιστρώσει τη χώρα από την οικονομική κηδεμόνια της Δύσης
Στο πρώην σοβιετικό μπλοκ, το Κρεμλίνο ξεκίνησε μια σθεναρή εκστρατεία παραπληροφόρησης για να δυσφημήσει τις ΗΠΑ, ειδικά στη Κεντρική Ασία, όπου οι ΗΠΑ είχαν δύο στρατιωτικές βάσεις. Το 2005, η Ρωσία ώθησε τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης να εκδώσει μια δήλωση που καλούσε τις μη περιφερειακές δυνάμεις -δηλαδή τις ΗΠΑ- να ορίσουν τα τελικά χρονοδιαγράμματα για την απόσυρση των στρατιωτικών τους δυνάμεων από την Κεντρική Ασία.
Επικρότησε την απόφαση της κυβέρνησης του Ουζμπεκιστάν να διώξει τις ΗΠΑ από μια στρατιωτική βάση αφού η Ουάσιγκτον αρνήθηκε να καταγγείλει ένα βίαιο κίνημα διαμαρτυρίας στην κοιλάδα Fergana του Ουζμπεκιστάν, για το οποίο η Τασκένδη πίστευε ότι είχε ως στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης.
Εν τω μεταξύ, το Κρεμλίνο περιόρισε τις επιδοτήσεις του στις εξαγωγές φυσικού αερίου προς την Ουκρανία ενώ για λίγο τις διέκοψε μάλιστα.
Χρησιμοποίησε επίσης περικοπές ή απειλές διακοπής του ενεργειακού εφοδιασμού για να πειθαρχήσει τις κυβερνήσεις στη Γεωργία και τη Λευκορωσία.
Και το 2008, η Ρωσία εισέβαλε στη Γεωργία, για να σαμποτάρει την φιλοδοξία της να ενταχτεί στο ΝΑΤΟ.
Τι μπορούσαν να κάνουν οι ΗΠΑ
Ωστόσο, ο Τόμας Γκράχαμ θυμάται πως μπροστά σε αυτές τις ενέργειες, οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπους δεν κατάφεραν να αναγνωρίσουν ότι μπορεί να έπαιξαν κάποιο ρόλο στην πρόκλησή τους. Για τον Αμερικανό εμπειρογνώμονα, είναι αναμφισβήτητο ότι υπήρχε και άλλος δρόμος.
Μπορεί αυτός να μην συνεπαγόταν την αναγνώριση της σφαίρας επιρροής που αναζητούσε ο Πούτιν από την Ουάσιγκτον, αλλά θα μπορούσε ωστόσο να αμβλύνει τους φόβους του Κρεμλίνου. «Οι αξιωματούχοι του Μπους γνώριζαν καλά την εναλλακτική λύση. Αλλά στις εσωτερικές συζητήσεις, σχεδόν πάντα επικρατούσε η σκληρότερη γραμμή».
Μπορεί η οι ΗΠΑ να είχαν κάποιο δίκιο να αντισταθμίσουν ένα ρωσικό come back, αλλά δεν χρειαζόταν να προχωρήσουν τόσο σθεναρά όσο η κυβέρνηση Μπους, λέει ο Γκράχαμ. «Η Ρωσία παρέμεινε αδύναμη δύναμη. Παρά την αρχόμενη ανάκαμψη, δεν αποτελούσε καμία πιθανή βραχυπρόθεσμη ή μεσοπρόθεσμη απειλή, σίγουρα όχι στην πρώην ΕΣΣΔ. Επιπλέον, οι εξελίξεις σε αυτήν την περιοχή κινούνταν αντικειμενικά προς την κατεύθυνση των ΗΠΑ και διέβρωναν την επιρροή του Κρεμλίνου, καθώς οι εθνικιστικές κυβερνήσεις επιδίωκαν μεγαλύτερη ανεξαρτησία από τη Ρωσία και η παγκοσμιοποίηση ενθάρρυνε την πολιτική και οικονομική τους ενσωμάτωση στις γύρω περιοχές. Δεν υπήρχε πιεστική ανάγκη παρέμβασης για να επιταχυνθεί ο ρυθμός».
Αντίθετα, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να είχαν επικεντρωθεί στην οικοδόμηση καλών σχέσεων με τη Ρωσία -που ήταν και ο αρχικός στόχος του Πούτιν- και θα μπορούσαν να είχαν δώσει στη Ρωσία χρόνο να προσαρμοστεί στις νέες γεωπολιτικές της συνθήκες.
Οι ΗΠΑ όμως, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, είπανε όποιος δεν είναι μαζί μας είναι με τους τρομοκράτες, τονίζει ο Γκράχαμ. «Αλλά η Ουάσιγκτον έκανε μια εξαίρεση για τους Τσετσένους αντάρτες, πολλοί από τους οποίους δεν ήταν, σίγουρα, τρομοκράτες, αλλά παρόλα αυτά συνεργάζονταν με τρομοκρατικές ομάδες στον αγώνα τους ενάντια στη Μόσχα. Η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να είχε εμποδίσει τους εκπροσώπους της εξόριστης κυβέρνησης της Τσετσενίας να δραστηριοποιούνται ελεύθερα στις ΗΠΑ».
Όσον αφορά την πολιτική της για την Ουκρανία, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να είχε ενεργήσει με τρόπους που εκτονώνουν τον ανταγωνισμό για τον γεωπολιτικό της προσανατολισμό, ενισχύοντας παραγωγικούς οικονομικούς δεσμούς μεταξύ της Ουκρανίας και της Ευρώπης και της Ρωσίας, και υποστηρίζοντας ρητά κάποια μορφή ουδετερότητας για την Ουκρανία.
Για τον Γκράχαμ δεν υπήρχε κανένας λόγος οι ΗΠΑ να προωθήσουν «προγράμματα» για τον εκδημοκρατισμό της Ρωσίας, τα οποία όχι μόνο δεν είχαν αποτέλεσμα, αλλά περισσότερο προκάλεσα ανησυχίες στο Κρεμλίνο ότι η Ουάσιγκτον επιδίωκε να διαβρώσει την εσωτερική θέση του καθεστώτος.
Επιπλέον, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να έχει αναγνωρίσει οργανώσεις που σχηματίστηκαν από τα πρώην σοβιετικά κράτη, ακόμη κι αν κυριαρχούνταν από τη Μόσχα, όπως για παράδειγμα θα μπορούσε να είχε ενθαρρύνει τους δεσμούς μεταξύ του ΝΑΤΟ και του Οργανισμού Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας, νομιμοποιώντας έτσι και τη στρατιωτική παρουσία του ΝΑΤΟ στην Κεντρική Ασία.
Τέλος, υπό το πρίσμα των αυξανόμενων προβλημάτων με τη Ρωσία στο πρώην σοβιετικό μπλοκ, η ώθηση των ΗΠΑ το 2008 να φέρουν τη Γεωργία και την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ ήταν στην καλύτερη περίπτωση κακή. Ο συμβιμβασμός μάλιστα για μελλοντική υπόσχεση ένταξης των δύο χωρών τους άφησε όλους απογοητευμένους, λέει ο Γκράχαμ, κάνοντάς τα χειρότερα. «Αντίθετα, η απόσυρση του θέματος μπορεί να είχε αποτρέψει τον πόλεμο της Ρωσίας εναντίον της Γεωργίας» εκτιμά ο εμπειρογνώμονας.
Για τον ίδιο, λοιπόν, υπήρχε εναλλακτική που θα απαιτούσε από την Ουάσιγκτον να επιδιώξει τους στόχους της στη Ρωσία λιγότερο επιθετικά, με μεγαλύτερο ταυτόχρονα σεβασμό για τα συμφέροντα της Ρωσίας, ώστε να μην αντιδράσει υπερβολικά το Κρεμλίνο.
Έτσι, ο πρώην συνεργάτης του Μπους προειδοποιεί πως, όταν παρέλθει ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι ΗΠΑ θα πρέπει να έχουν πάρει το σωστό μάθημα από την άστοχη προσπάθεια της κυβέρνησης Μπους να επιταχύνει τη διάβρωση της ρωσικής ισχύος, δηλαδή, να βαδίζουν προσεκτικά αλλά σκόπιμα στην επιδίωξη των αμερικανικών συμφερόντων σε μια περιοχή.
Πηγή: in.gr
Latest News
Φοροελαφρύνσεις ως το 2027 στη μεσαία τάξη - Τι είπε ο Μητσοτάκης
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανέφερε ότι το 2027 το οικονομικό αποτέλεσμα της κυβερνητικής πολιτικής θα είναι ορατό σε όλους
Πούτιν: Ο πόλεμος στην Ουκρανία μετατρέπεται σε παγκόσμιο
Ο Πούτιν είπε ότι η Δύση κλιμακώνει τη σύρραξη στην Ουκρανία, επιτρέποντας στο Κίεβο να χτυπήσει τη Ρωσία με πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς, και ότι ο εκεί πόλεμος μετατρέπεται σε παγκόσμιο
Σαμποτάζ στη Βαλτική: Ενδείξεις για κινεζική εμπλοκή
ΜΜΕ από τη Σουηδία, τη Φινλανδία, τη Δανία και τη Γερμανία βλέπουν την Κίνα πίσω από τη νέα υπόθεση δολιοφθοράς στο δίκτυο υποθαλάσσιων καλωδίων στη Βαλτική. Σε εξέλιξη οι έρευνες.
Ο νέος πολιτικός «χάρτης» στη Βουλή - Ο νέος «δικομματισμός» αι η αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ
Τι φέρνει το σημερινό διαζύγιο της Θεοδώρας Τζάκρη και της Γιώτας Πούλου με τον ΣΥΡΙΖΑ
Έφυγε από τη ζωή ο Δημήτρης Χαΐτογλου - Ο άνθρωπος πίσω από τον «Μακεδονικό Χαλβα»
Ήταν πρόεδρος της βιομηχανίας τροφίμων Αφοί Χαΐτογλου ΑΒΕΕ - Ιδρύθηκε το 1924 στη Θεσσαλονίκη και είχε την μορφή οικοτεχνίας στο κέντρο της πόλης
Εντάλματα σύλληψης για εγκλήματα πολέμου για Νετανιάχου και Γκάλαντ από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο
Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο εξέδωσε ένταλμα σύλληψης και για τον Μοχάμεντ Ντέιφ της Χαμάς - Η απόφαση
Μητσοτάκης: Το Ταμείο Απανθρακοποίησης θα διευκολύνει τα νησιά στην πράσινη μετάβαση
Η νησιωτικότητα απαιτεί ξεχωριστή φροντίδα από το κράτος και η κυβέρνηση έχει αποδείξει ότι είναι κοντά στους νησιώτες, είπε ο Κ. Μητσοτάκης
Αλλαγές με βαριά πρόστιμα φέρνει ο ΚΟΚ για τα ηλεκτρικά πατίνια
Αυστηρές είναι πλέον οι ποινές του ΚΟΚ για όσους έχουν ηλεκτρικά πατίνια και καταφεύγουν σε παραβάσεις
Πέθανε ο Μανούσος Μανουσάκης
Έφυγε από τη ζωή ο γνωστός σκηνοθέτης Μανούσος Μανουσάκης
Τον πιστό συνεργάτη του, Μάθιου Γουίτακερ, διόρισε ο Τραμπ πρεσβευτή στο ΝΑΤΟ
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει απειλήσει ότι δεν θα εγγυάται την προστασία των χωρών μελών που δεν αφιερώνουν επαρκείς πόρους στον αμυντικό προϋπολογισμό τους