Εάν κανείς προσέξει τον τρόπο που έρχεται η ενημέρωση από τις εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου της Ουκρανίας θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν δύο επίπεδα.

Στο ένα βρίσκονται αυτά που θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως τα μεμονωμένα γεγονότα. Αυτά αφορούν τόσο τις διάφορες επιθέσεις, συνήθως με μη επανδρωμένα αεροσκάφη ή πυραύλους, ολοένα μεγαλύτερου βεληνεκούς, που κάνει η ουκρανική πλευρά σε στόχους πίσω από τα ρωσικά σύνορα, όσο και τα σημεία όπου επικεντρώνονται οι ουκρανικές δυνάμεις και δείχνουν να διαρρηγνύουν τη ρωσική αμυντική γραμμή.

Τα γεγονότα αυτά δείχνουν να παραπέμπουν σε κάποιες ουκρανικές επιτυχίες, είτε στο επίπεδο του συμβολισμού ότι η ρωσική ενδοχώρα δεν είναι πλήρως προστατευμένη, είτε στο επίπεδο της συζήτησης για το ενδεχόμενο να μπορέσουν οι ουκρανικές δυνάμεις να σπάσουν τη ρωσική αμυντική γραμμή και άρα να επελάσουν και να ανακαταλάβουν περιοχές, οδηγώντας και σε συνολικότερη αλλαγή συσχετισμού δύναμης.

Ο Πούτιν «τάζει» πολλά δισ. για την ανάπτυξη των προσαρτημένων περιοχών

Στο άλλο επίπεδο έχουμε αυτό που θα περιγράφαμε ως η «μεγάλη εικόνα». Εκεί τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Οι επιθέσεις σε ρωσικούς στόχους πίσω από τα σύνορα έχουν μεγαλύτερη επικοινωνιακή απήχηση στη Δύση παρά τρώση του ρωσικού ηθικού. Οι όποιες προελάσεις έχουν γίνει αφορούν ανάκτηση πεπερασμένων εδαφών και δεν διαπερνούν το σύνολο των ρωσικών αμυντικών γραμμών. Ακόμη και η ανακατάληψη του Ρόμπότινε στην προσπάθεια να φτάσουν προς τη Μελιτούπολη δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι ουκρανικές δυνάμεις εξακολουθούν να έχουν μπροστά τους τη κύρια ρωσική αμυντική γραμμή. Δηλαδή, καμία σχέση με την προηγούμενη ουκρανική αντεπίθεση, όταν οι ουκρανικές δυνάμεις κατάφεραν να ανακαταλάβουν σημαντικά εδάφη στο Χάρκοβο και τη Χερσώνα.

Ένας συσχετισμός εξαρχής άνισος

Σε αυτό συντελεί και ο τρόπος που εξακολουθεί να αποτυπώνεται μια ριζική ανισότητα ανάμεσα στις δύο πλευρές. Και αυτό γιατί παρά την πολύ μεγάλη δυτική βοήθεια και σε επίπεδο εξοπλισμού και οικονομικά, η Ουκρανία εξακολουθεί να πρέπει να αντιμετωπίσει την ικανότητα της Ρωσίας να έχει μια ενεργή και σε διαρκή λειτουργία πολεμική βιομηχανία που όχι μόνο δεν έχει επηρεαστεί από τις δυτικές κυρώσεις, αλλά έχει και κάνει κρίσιμα βήματα όπως η μαζική παραγωγή ιρανικής σχεδίασης μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι η ρωσική οικονομία δεν κατέρρευσε από τις κυρώσεις, αντιθέτως εξακολουθεί να υπάρχει ζήτηση για το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Αυτό δίνει στη Ρωσία μια δυνατότητα να συνεχίζει τις πολεμικές επιχειρήσεις χωρίς να εξαρτάται από το εάν θα συνεχίσει η ροή βοήθειας όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ουκρανίας.

Αντιθέτως, η Ουκρανία στηρίζεται στη συνεχή ροή στρατιωτικής βοήθειας, στη βοήθεια για την εκπαίδευση, σε πολιτικές αποφάσεις άλλων κυβερνήσεων για το εάν θα δώσουν εξοπλισμό και ποιο, στο εάν το εσωτερικό κλίμα σε άλλες χώρες παραμένει θετικό για την πολεμική προσπάθειά της ή όχι.

Διαφορετικοί ορισμοί της νίκης και της ήττας

Η ανισότητα αυτή επιτείνεται από την ύπαρξη δύο διαφορετικών και μη συμμετρικών αντιλήψεων για το τι συνιστά νίκη και ήττα στις δύο πλευρές.

Η μεν Ουκρανία επιμένει σε ένα στόχο ανακατάληψης του συνόλου των εδαφών που βρέθηκαν υπό ρωσικό έλεγχο από το 2014 και μετά. Μόνο που αυτός ο στόχος από ένα σημείο γίνεται εμπόδιο στο να μπορέσει να χαράξει η ουκρανική κυβέρνηση μια στρατηγική για το πώς θα μπορούσε να ορίσει το τέλος του πολέμου και ουσιαστικά εγκλωβίζεται σε μια λογική παράτασης του πολέμου χωρίς εμφανή ορίζοντα τέλους, στοιχείο που με τη σειρά του μεταφράζεται σε μια συνεχή πίεση προς τη Δύση για στρατιωτική βοήθεια.

Επιπρόσθετα, αυτή η ουκρανική κυβερνητική θέση δεσμεύει και τις χώρες της Δύσης που αναγκάζονται να ορίζουν ως «ήττα της Ρωσίας» (που είναι η βασική στρατηγική προτεραιότητα της Δύσης) έναν στόχο, αυτόν της πλήρους ανακατάληψης όλων των υπό ρωσικό έλεγχο εδαφών, που προς το παρόν φαντάζει ανέφικτος.

Αντιθέτως, η Ρωσία εξαρχής είχε έναν στόχο αυτό που αποκάλεσε «αποναζιστικοποίηση» της Ουκρανίας που κατά βάση παρέπεμπε στην εξασφάλιση ότι οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις δεν θα αποτελούσαν πλέον απειλή για τη Ρωσία και στην μη ένταξη της Ουκρανίας στον δυτικό αμυντικό συνασπισμό. Σε αυτό προστέθηκε και η διασφάλιση των περιοχών που η Ρωσία θεωρούσε εξαρχής ότι ανήκουν κατεξοχήν στον «ρωσικό κόσμο».

Μια τέτοια στοχοθεσία είναι στην πραγματικότητα αρκετά πιο ευέλικτη στο να μπορεί να προσδιορίσει κάποιον βαθμό επίτευξης στόχων και άρα να οδηγήσει σε απόφαση ότι εκπληρώθηκαν οι στόχοι της. Το κυριότερο είναι ότι μια τέτοια στοχοθεσία αφορά έναν συνολικότερο συσχετισμό δύναμης και όχι τόσο στενά εδαφικά ζητήματα (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Ρωσία θέλει να απεμπολήσει εδάφη).

Ποιος αντέχει τον πόλεμο φθοράς;

Όπως έχει γραφτεί συχνά, ο πόλεμος αυτός στο μεγαλύτερο διάστημά του είναι ένας πόλεμος φθοράς, δηλαδή ένας πόλεμος χωρίς μεγάλες κινήσεις, όπου οι δύο πλευρές αλληλοσφυροκοπούνται με στόχο την πρόκληση του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού απωλειών και της μεγαλύτερης δυνατής καταστροφής εξοπλισμού.

Αυτό φαίνεται να ισχύει και τώρα με την ουκρανική αντεπίθεση. Ο λόγος είναι ότι ακριβώς εξαιτίας του τρόπου που η Ουκρανία επιμένει στη «μεγάλη αντεπίθεση» την ώρα που ξέρει ότι οι ρωσικές αμυντικές γραμμές είναι σχεδιασμένες ακριβώς πάνω στον τρόπο που ούτως ή άλλως θα τη διεξήγαγε. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ακόμη και εκεί όπου υπάρχει κάποια κίνηση και κάποια διάσπαση μέρους των ρωσικών αμυντικών γραμμών, τελικά το είδος των χτυπημάτων πυροβολικού που δέχονται οι ουκρανικές δυνάμεις να συνεχίζει να παραπέμπει σε πόλεμο φθοράς. Και το ίδιο ισχύει προφανώς και εκεί όπου οι γραμμές είναι σταθερές ή εκεί όπου υπάρχει διεκδίκηση κάποιου οικισμού.

Μόνο που εάν συνεχίζεται ο πόλεμος φθοράς, αυτό σημαίνει ότι το πλεονέκτημα είναι με την πλευρά που έχει μεγαλύτερο βάθος στις εφεδρείες, στον οπλισμό, στα πυρομαχικά. Και αυτή προς το παρόν είναι η ρωσική πλευρά.

Οι διαπραγματεύσεις που ποτέ δεν ξεκινούν

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι ο πόλεμος δεν έχει πολύ μεγάλο κόστος για τη Ρωσία που επιπλέον έχει κόστος και από τη ρήξη με χώρες και αγορές στις οποίες είχε σημαντική πρόσβαση.

Όμως, προς το παρόν και σε κάποιο βάθος χρόνου δεν είναι ένα κόστος που θα την έκανε να εγκαταλείψει την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση».

Την ίδια στιγμή το κόστος για την ουκρανική πλευρά παραμένει ιδιαίτερα υψηλό και χωρίς έναν ορατό ορίζοντα νίκης, τουλάχιστον με τους όρους που την ορίζει η ουκρανική ηγεσία.

Από την άλλη, παρότι οι δυτικές χώρες παραμένουν σταθερές στη γραμμή τους, αυτό δεν σημαίνει πως αυτό θα συνεχιστεί στο διηνεκές. Αντιθέτως, φαίνεται ότι υπάρχουν κάποια πρώτα ρήγματα στην αρχική αμέριστη υποστήριξη σε επίπεδο κοινής γνώμης. Δηλαδή, από ένα σημείο και μετά είναι εύλογο να υποχωρεί κάπως η υποστήριξη σε μια συνεχιζόμενη έστω και έμμεση πολεμική εμπλοκή.

Κανονικά αυτό θα ήταν το έδαφος για την έναρξη διαπραγματεύσεων για κάποιου είδους ειρηνευτική διαδικασία.

Όμως, εδώ έρχεται το πρόβλημα ότι ανεξαρτήτως του όποιου πραγματικού συσχετισμού δύναμης όχι μόνο η ουκρανική κυβέρνηση δείχνει να μην το συζητά αυτό, αλλά και οι δυτικές κυβερνήσεις μετατοπίζονται ολοένα και περισσότερο σε μια στρατηγικά συγκρουσιακή τοποθέτηση που εκ των πραγμάτων οδηγεί στη επιμονή στον στόχο της «ήττας της Ρωσίας» και άρα στην αδυναμία εκκίνησης όντως μιας ειρηνευτικής διαδικασίας.

Πηγή: in.gr

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Επικαιρότητα
Μπορέλ: Οι κυβερνήσεις της ΕΕ δεν μπορούν να επιλέγουν αν θα εφαρμόζουν ή όχι τα εντάλματα σύλληψης του ΔΠΔ
Επικαιρότητα |

Μπορέλ: Οι κυβερνήσεις της ΕΕ δεν μπορούν να επιλέγουν αν θα εφαρμόζουν ή όχι τα εντάλματα σύλληψης του ΔΠΔ

«Κάθε φορά που κάποιος διαφωνεί με την πολιτική μίας ισραηλινής κυβέρνησης κατηγορείται για αντισημιτισμό», σχολίασε ο Ζοζέπ Μπορέλ την αντίδραση Νετανιάχου για το ένταλμα σύλληψης εναντίον του