Με το άγχος των υψηλότερων επιτοκίων, σε στεγαστικά και επιχειρηματικά δάνεια, ζει ο πλανήτης και το πολεμικό κλίμα προοιωνίζει νέες αυξήσεις, ρίχνοντας έτσι νερό στο μύλο των αυξήσεων από την κεντρική τράπεζα (ΕΚΤ).
Ήδη, προ του πολέμου στο Ισράηλ, τα επιτόκια είχαν πάρει την ανιούσα, όπου οι Έλληνες δανειολήπτες έκαναν πρωταθλητισμό. Και αυτό, διότι οι ελληνικές τράπεζες προσφέρουν από τα ακριβότερα δάνεια στην Ευρωζώνη, ειδικά στα επιχειρηματικά.
Υπό το αβέβαιο, διεθνές κλίμα -και το σοκ του πολέμου- ενδέχονται νέα κύματα πληθωριστικών πιέσεων και νέο πάτημα για εκ νέου αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ.
Οι τιμές του πετρελαίου αυξήθηκαν απότομα, ξεπερνώντας το όριο των 90 δολαρίων το βαρέλι για πρώτη φορά από τον Νοέμβριο του 2022. Ωστόσο, το ενδεχόμενο της τεράστιας αστάθειας κρέμεται πάνω από την αγορά εξαιτίας του καταστροφικού πολέμου Ισραήλ-Χαμάς.
Μία τέτοια περίπτωση θα έφερνε ντόμινο ακριβότερων δανείων, αλλά και θα αύξανε το κίνδυνο για κόκκινα δάνεια. Τα «πουλάκια» της ΕΚΤ ήδη κελαηδούν και αποκλείουν νέες προσεχείς αυξήσεις. Στους κόλπους της ευρωτράπεζας μιλούν για τιμές πετρελαίου οι οποίες εξακολουθούν να αποτελούν κίνδυνο και ως εκ τούτου να οδηγήσουν σε νέα αύξηση των επιτοκίων.
Οι πόλεμοι, όπως δήλωσε πρόσφατα ο κεντρικός τραπεζίτης Γιάννης Στουρνάρας τείνουν να είναι “στασιμοπληθωριστικοί”. Δηλαδή, ένα τοξικό μείγμα υψηλού πληθωρισμού και στάσιμης οικονομίας που μερικές φορές προκύπτει από ακριβότερες εισαγωγές πρώτων υλών.
Διαβάστε επίσης: Η κλιμάκωση του πολέμου απειλεί με ύφεση την παγκόσμια οικονομία
Δεν είναι τυχαίο που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προειδοποιεί για διατήρηση των επιτοκίων -από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες -σε υψηλότερα επίπεδα για μεγαλύτερο διάστημα ώστε να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό. Και αυτό, ενέχει τον κίνδυνο σημαντικής αύξησης των κόκκινων δανείων επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Αν και οι ενήμεροι δανειολήπτες προστατεύονται, ως ένα βαθμό μετά τα μέτρα της κυβέρνησης για πάγωμα των δόσεων στα ήδη υφιστάμενα, κυμαινόμενα δάνεια, η απειλή των ακριβότερων δανείων κόβει την πρόσθεση για επενδύσεις. Ειδικά σε ένα κρίσιμο έτος όπου η Ελλάδα χρειάζεται νέες επενδύσεις για να αυξήσει το ΑΕΠ και να πιάσει τους δημοσιονομικούς στόχους. Όμως, όσοι είχαν προβλήματα με την αποπληρωμή των δανείων τους ή θέλουν να πάρουν δάνειο βρίσκονται αντιμέτωποι με μία δύσκολη συγκυρία.
Μετωπική σύγκρουση και στην αγορά ακινήτων
Σε αυτό το πλαίσιο, οι οικονομολόγοι βλέπουν μετωπική σύγκρουση και στην αγορά ακινήτων, καθώς τα υψηλά επιτόκια επηρεάζουν αρνητικά την αγορά κατοικίας και την αγορά εμπορικών ακινήτων. Το ΔΝΤ μάλιστα προβλέπει ότι οι αυξήσεις επιτοκίων δεν έχουν ολοκληρωθεί, ενώ τονίζει ότι οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να παραμείνουν σταθερά προσηλωμένες στην επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο του 2%. Όπως εξηγεί, η βιώσιμη ανάπτυξη και η χρηματοπιστωτική σταθερότητας δεν είναι δυνατές χωρίς σταθερότητα των τιμών.
Σε λιγότερο από 12 μήνες, η ανάγκη για καταπολέμηση του πληθωρισμού οδήγησε την ΕΚΤ να αυξήσει το βασικό επιτόκιο από 0% τον Ιούλιο του 2022 σε 4% σήμερα. Αυτό έφερε και την εκτόξευση των επιτοκίων δανείων από τις εμπορικές τράπεζες οι οποίες χρεώνουν πλέον κατά μέσο όρο για στεγαστικά από 1,30% περίπου το καλοκαίρι του 2021, σε σχεδόν 4,7%.
Αυτά τα στοιχεία δεν έχουν εντάξει τις συνθήκες από τον πόλεμο στο Ισραήλ, το οποίο κλίμα μπορεί να ρίξει λάδι στη φωτιά της ακρίβειας σε όλη την Ευρώπη. Το άλμα για τα επιτόκια αυτά στα καταναλωτικά δάνεια φτάνει από το 4,65% τον Ιανουάριο του 2022 σε πάνω από 8,6% σήμερα.
Πόσο κοστίζει το δάνειο στην Ελλάδα
Τον Φεβρουάριο του 2023, το μέσο επιτόκιο στην Ελλάδα για ένα στεγαστικό δάνειο ήταν στο 3,78%, που είναι το 6ο υψηλότερο στην Ευρώπη και με 50 μονάδες απόσταση από το μέσο όρο. Τον Αύγουστο, για το ίδιο δάνειο, και λίγους μήνες μετά, ο δανειολήπτης πληρώνει επιτόκιο 3,93%, το 7ο ακριβότερο , όπου η ψαλίδα με τον κοινοτικό μέσο όρο να είναι στις 80 μονάδες.
Στα επιχειρηματικά δάνεια η κατάσταση είναι ακόμα πιο πικρή, καθώς τα στοιχεία της ΕΚΤ, προ το ξέσπασμα των συγκρούσεων στο Ισραήλ, δείχνουν ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις που λαμβάνουν δάνειο έως 250.000 ευρώ θα πληρώσουν το υψηλότερο επιτόκιο στην Ευρώπη. Αυτό είναι στο 6,34%, κατά δύο μονάδες από τον κοινοτικό μέσο όρο του 4,34%
Να σημειωθεί ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 2023 διαμορφώθηκε στο 2,4% (4,3% στην Ευρωζώνη σύμφωνα με την προκαταρκτική εκτίμηση της Eurostat), μειωμένος κατά 9,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο του 2022, κυρίως λόγω της πτώσης των τιμών ενέργειας. Οι υψηλότερες ετήσιες αυξήσεις των τιμών καταγράφηκαν στη διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά (9,7%).
Κίνδυνος στασιμοπληθωρισμού λόγω πολέμου
Για τον ευρύτερο αντίκτυπο της σύγκρουσης στο Ισραήλ, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας σε συνέντευξή του στο Reuters, δήλωσε ότι οι πόλεμοι τείνουν να είναι “στασιμοπληθωριστικοί” – ένα τοξικό μείγμα υψηλού πληθωρισμού και στάσιμης οικονομίας που μερικές φορές προκύπτει από ακριβότερες εισαγωγές πρώτων υλών . Όμως, προειδοποίησε ότι είναι πολύ νωρίς ακόμη για να το πούμε αυτό.
Σημείωσε ότι το κόστος δανεισμού είχε ήδη αυξηθεί από την τελευταία συνεδρίαση πολιτικής της ΕΚΤ ως αποτέλεσμα των υψηλότερων αποδόσεων των ομολόγων και διερωτήθηκε εάν απαιτείται ακόμη μεγαλύτερη αυστηροποίηση μέσω της αύξησης των ελάχιστων αποθεματικών των τραπεζών. Αυτή η κίνηση θα αποσύρει μετρητά από το χρηματοπιστωτικό σύστημα και, δεδομένου ότι τα ελάχιστα αποθεματικά δεν αμείβονται, θα μειώσει επίσης το ποσό των τόκων που πληρώνουν οι 20 κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης στις εμπορικές τράπεζες της χώρας τους. «Προς το παρόν δεν βλέπω κανένα λόγο για τον οποίο πρέπει να ασκήσουμε αυστηρότερη νομισματική πολιτική τώρα, γιατί η αύξηση των ελάχιστων απαιτήσεων θα συνεπάγεται σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής», είπε ο Στουρνάρας.
Latest News
Πώς σχολιάζει το υπουργείο Οικονομίας την έκθεση της Κομισιόν για την Ελλάδα
Η Ελλάδα κλείνει την ψαλίδα με την Ευρώπη
Κομισιόν για Ελλάδα: Ανάπτυξη 2,1% και πληθωρισμός 3% το 2024 – Πόσο θα μειωθεί το χρέος έως το 2026
Οι επενδύσεις προβλέπεται να επιταχυνθούν περαιτέρω, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο κοντά στο 9% το 2025, κατά την Κομισιόν