Μακριά από τους προβολείς της δημοσιότητας και με τις εξελίξεις στην Γάζα να μονοπωλούν, εν πολλοίς, το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο ενδιαφέρον, οι Υπουργοί Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεχίζουν, στο Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών (ECOFIN), τις συζητήσεις για τη μεταρρύθμιση του Πλαισίου Οικονομικής Διακυβέρνησης της Ένωσης.

Να θυμίσουμε ότι πρόκειται για μια διαδικασία που ξεκίνησε τον προηγούμενο Νοέμβριο, με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τους βασικούς άξονες μεταρρύθμισης. Οι κατευθύνσεις αυτές έχουν έκτοτε αποτελέσει αντικείμενο έντονων διαξιφισμών, εντός και εκτός του Συμβουλίου Υπουργών, και οδήγησαν στην διαμόρφωση των σχετικών νομοθετικών προτάσεων από την Επιτροπή, τον Απρίλιο του 2023, οι οποίες παραμένουν υπό διαπραγμάτευση χωρίς να υπάρξει ευτυχής κατάληξη ούτε στη συνεδρίαση της Πέμπτης.

Το Πλαίσιο Οικονομικής Διακυβέρνησης της ΕΕ αποτελεί ουσιαστικά ένα σύνολο κανόνων και αποφάσεων που εξασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία και σταθερότητα της Ευρωζώνης και γενικότερα της Ευρωπαϊκής οικονομίας. Είναι χτισμένο στη βάση των κριτηρίων του Μάαστριχτ, τα οποία είναι τα σημεία αναφοράς για την ένταξη ενός κράτους-μέλους στη ζώνη του Ευρώ και αφορούν κατά βάση το ύψος του δημόσιου χρέους και ελλείματος μιας χώρας (κάτω του 60% και του 3% του ΑΕΠ αντίστοιχα).

Τα κριτήρια αυτά, που έχουν γίνει αντικείμενο εκτεταμένης κριτικής για την οικονομική λογική τους και τον τρόπο εφαρμογής τους, συμπληρώθηκαν, εν συνεχεία, από επιπλέον κανόνες ορθής δημοσιονομικής λειτουργίας, με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το 1997, το «Ευρωπαϊκό Εξάμηνο», το 2011, και τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις του «εξάπτυχου» (six pack) και του «δίπτυχου» (two-pack), το 2011 και το 2013, εν μέσω της οικονομικής κρίσης.

Το Πλαίσιο αυτό έχει εν πολλοίς αδρανοποιηθεί, κυρίως ως προς τους ποσοτικούς στόχους προσαρμογής των μακροοικονομικών δεικτών, λόγω των έκτακτων καταστάσεων της πανδημίας και αργότερα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Ωστόσο, από το 2024, αναμένεται η επιστροφή στην κανονικότητα, γεγονός που καθιστά επιτακτική την προσαρμογή του Πλαισίου στα νέα δεδομένα οικονομικής πολιτικής.

Οι τρέχουσες προτάσεις μεταρρύθμισης αποσκοπούν στην απλούστευση του Πλαισίου, τη μεγαλύτερη διαφάνεια και αποτελεσματικότητά του. Η βασική αλλαγή πλεύσης αφορά την ενισχυμένη ανάληψη ευθύνης σε εθνικό επίπεδο, με εξατομικευμένα ανά χώρα σχέδια δημοσιονομικής προσαρμογής και μείωσης των υψηλών δεικτών δημόσιου χρέους σε αντίθεση με την ισχύουσα λογική οριζόντιας πολιτικής με αυστηρά και συγκεκριμένα όρια για όλα τα κράτη-μέλη.

Αυτό σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει ένας προκαθορισμένος ετήσιος στόχος μείωσης του δημόσιου χρέους ίδιος για κάθε χώρα (κατά 0.5% του ΑΕΠ όπως ορίζει το ισχύον Πλαίσιο), αλλά ότι θα προβλέπεται μια πορεία μείωσης, εντός ενός πολυετούς κύκλου, που θα έχει συνδιαμορφωθεί από τις κυβερνήσεις σε συνεργασία με τα αρμόδια θεσμικά όργανα της ΕΕ. Η οικειοποίηση αλλά και η διαφοροποίηση των «εθνικών σχεδίων προσαρμογής» θα εξασφαλίσουν καλύτερη εφαρμογή των κανόνων και λιγότερες αποκλίσεις, επιτυγχάνοντας εν τέλει την επιθυμητή δημοσιονομική σταθερότητα της Ευρωζώνης.

Οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των κρατών-μελών παραμένουν, εν πολλοίς, σταθερές. Η Γερμανία, κατά κύριο λόγο, δυσκολεύεται να αποδεχτεί τη μετάβαση στο πιο ευέλικτο αυτό σύστημα, προτιμώντας την καθαρότητα του ίδιου απόλυτου αριθμητικού στόχου μείωσης του χρέους για όλες τις χώρες. Σε προηγούμενη φάση των διαπραγματεύσεων, τον Ιούνιο, με δημόσια τοποθέτησή τους, εννέα επιπλέον χώρες είχαν ταχθεί υπέρ της θέσης αυτής. Από την άλλη μεριά, η Γαλλία εκφράζει τις πιο ισχυρές αντιδράσεις στη διαιώνιση του ισχύοντος συστήματος, αν και διαφαίνεται να αποδέχεται την αναφορά τουλάχιστον κάποιων ελάχιστων ποσοτικών στόχων.

Ένα δεύτερο σημείο έντασης είναι η ύπαρξη και το εύρος των γενικών και ειδικών ρητρών διαφυγής, δηλαδή αν θα επιτρέπεται για κάποιους λόγους η απόκλιση κάποιων χωρών από τα συμφωνηθέντα δημοσιονομικής προσαρμογής. Φυσικά, δεν πρόκειται για μια καινούργια συζήτηση, καθώς αντίστοιχοι προβληματισμοί είχαν εκφραστεί και σε προηγούμενες φάσεις μεταρρύθμισης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, με χώρες να θέλουν να εξαιρέσουν από τη δημοσιονομική τους κατάσταση δαπάνες επενδυτικής φύσης, έρευνας και τεχνολογίας, πράσινης μετάβασης και δαπάνες για αμυντικούς σκοπούς. Η συζήτηση αυτή, που ενδιαφέρει ιδιαιτέρως την Ελλάδα, έχει επανέλθει με ιδιαίτερη ένταση, τροφοδοτούμενη, ειδικά για το θέμα των αμυντικών δαπανών, από τις περιρρέουσες γεωπολιτικές εξελίξεις.

Η Ισπανίδα υπουργός Οικονομικών, ως προεδρεύουσα της χθεσινής συνεδρίασης του ECOFIN, αναφέρθηκε στις δηλώσεις της σε μια «ζώνη προσγείωσης» στο πνεύμα των προτάσεων της Επιτροπής, υπονοώντας την ύπαρξη προοπτικής συμφωνίας με χρονικό ορίζοντα τον Δεκέμβριο.

Ωστόσο, και εν αναμονεί των εξελίξεων, η μεταρρύθμιση του Πλαισίου Δημοσιονομικής Διακυβέρνησης παραμένει μια μεγάλη πρόκληση για την πολιτική ηγεσία της ΕΕ αλλά και μια ευκαιρία να εμπεδωθούν τα διδάγματα της μεγάλης οικονομικής κρίσης που ταλάνισε την Ευρώπη την προηγούμενη δεκαετία. Αποφάσεις προς τη λάθος κατεύθυνση θα επαναφέρουν τον προβληματισμό για τις θεμελιώδεις δομικές και θεσμικές αδυναμίες της Ευρωζώνης και κινδυνεύουν, δυστυχώς, να παρασύρουν την ΕΕ σε νέο -πιο επίπονο- κύκλο εσωστρέφειας.

Σπύρος Μπλαβούκος, Καθηγητής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Επικεφαλής Ευρωπαϊκού Προγράμματος Αριάν Κοντέλλη, ΕΛΙΑΜΕΠ

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts
Γήρανση και φτωχοποίηση: Ενα δίδυμο αδιέξοδο
Experts |

Γήρανση και φτωχοποίηση: Ενα δίδυμο αδιέξοδο

Η αποφυγή ενός διαρθρωτικού και αυξανόμενου δημόσιου ελλείμματος με τάσεις φτωχοποίησης του οικονομικού σχηματισμού και του πληθυσμού, προϋποθέτει την αύξηση του εργατικού δυναμικού με ρυθμό ταχύτερο απ΄αυτόν του συνολικού πληθυσμού