Λέξεις με πολιτική βαρύτητα, όπως εκσυγχρονισμός, εξυγίανση και άλλοι παρόμοιοι όροι αρχίζουν να εισβάλλουν στη ρητορική των πρωθυπουργών, με κύρια αφετηρία τα χρόνια πριν την είσοδο στο ευρώ.
Από τότε η χώρα έχει βιώσει πολλά: από υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, έως αλματώδη ελλείμματα και φυσικά Μνημόνια (τα οποία υπηρέτησαν κυβερνήσεις τόσο από τη δεξιά, και το κέντρο, όσο και την αριστερά). Φτάνουμε στον όρο της τελευταίας 4ετίας, που είναι το «επιτελικό κράτος».
Συλλαλητήριο κατά της λιτότητας το 2015 / SOOC.
Τα τελευταία 16 χρόνια η ελληνική οικονομία διανύει έναν έντονο οικονομικό κύκλο αλλά και πολιτικές αναταράξεις και εναλλαγές κυβερνήσεων. Το 2015 η κρίση στην ελληνική οικονομία ήταν η αφορμή να σπάσει το δίπολο ΝΔ–ΠΑΣΟΚ και να γίνει πρώτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ. Την κορύφωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας το 2007 είχαν συνοδεύσει τα υψηλά και παρατεταμένα ελλείμματα στο δημοσιονομικό και το εξωτερικό ισοζύγιο. Στη συνέχεια, ακολούθησε η μεγάλη ύφεση της 6τίας 2008 – 2013, δηλαδή των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ.
Φτάνουμε στο 2023 και με κυβέρνηση ΝΔ, όπου η Ελλάδα, παρά τις θετικές εκθέσεις των ξένων και τις επιδόσεις, θα χρειαστεί χρόνια για να επιστρέψει το πραγματικό ΑΕΠ στα επίπεδα όπου βρισκόταν το 2007.
Σύμφωνα με την Eurobank, με την ανάπτυξη που προβλέπεται για το 2024, τον επόμενο χρόνο το πραγματικό ΑΕΠ θα υπολείπεται κατά 15,6% σε σχέση με το 2007.
Μελέτη Eurobank. Η εξέλιξη του ΑΕΠ από το 1995.
ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ
Ο Αλέξης Τσίπρας, ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην πρωθυπουργός, ήταν ο άνθρωπος ο οποίος έκανε την Αριστερά κυβέρνηση. Ο ίδιος, συμφώνησε σε Μνημόνιο το 2015, αν και ήταν μεγάλος επικριτής του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και των Μνημονίων που ήρθαν στη χώρα επί Γιώργου Παπανδρέου και στη συνέχεια επι Αντώνη Σαμαρά.
Η εποχή Σημίτη ήταν και η περίοδος όπου η Ελλάδα έμαθε τη λέξη του εκσυχρονισμού. Μετά τη σκυτάλη πήρε η κυβέρνηση Καραμανλή, ο οποίος υποσχέθηκε να διορθώσει τις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας και τη διαφθορά. Αν και γνώρισε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, η Ελλάδα μπήκε σε πορεία εκτροχιασμού και πτώχευση το 2010.
Η κυβέρνηση Σημίτη λοιπόν έβαλε την Ελλάδα στην ΟΝΕ και ολοκλήρωσε όσα είχε ξεκινήσει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής για την ένταξη της χώρας στην τότε ΕΟΚ. Από την άλλη, η εκσυγχρονιστική προσπάθειά του ανακόπηκε με την αναδίπλωση στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση του Τάσου Γιαννίτση.
Το χρέος σε απόλυτους αριθμούς αυξήθηκε μεταξύ 1995 και 2003, όμως το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) κατέγραψε επίσης άνοδο. Αποτέλεσμα ο λόγος του χρέους προς ΑΕΠ να μειωθεί, με το μέσο ετήσιο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης να είναι 4%.
Ήταν μία οικονομία που μεγεθυνόταν με κρατικά έργα, παραγγελίες για ολυμπιακά έργα κλπ. Τα όποια θετικά όμως τα επισκίασαν οι περιπέτειες στελεχών του Κώστα Σημίτη με τη δικαιοσύνη.
Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης
Τη σκυτάλη πήρε ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος κέρδισε τις εκλογές. Η ανάπτυξη συνεχίστηκε αλλά τα χρέη εκτοξεύθηκαν και οδήγησε στην χρεοκοπία του 2010 με πρωθυπουργό τον Γιώργο Παπανδρέου.
Οι μεταρρυθμίσεις από το 1996, σε συνδυασμό με την πτώση των επιτοκίων που έφερε η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ, οδήγησαν σε αξιόλογους ρυθμούς ανάπτυξης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Κατά την περίοδο 1996-2007, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ ήταν 3,9%, έναντι 2,3% της Ευρωζώνης.
Όμως, υπήρχαν προειδοποιήσεις οικονομολόγων προς τις κυβερνήσεις ότι το ακολουθούμενο υπόδειγμα ανάπτυξης δεν ήταν βιώσιμο. Αφού, βασιζόταν στη διόγκωση της εγχώριας κατανάλωσης και στη χρηματοδότησή της μέσω μεταβιβάσεων κεφαλαίου από το εξωτερικό.
Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, στη Βουλή.
Η φούσκα και τα Μνημόνια
Αν και στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, υπήρχε αισιοδοξία τελικά αυτό δεν επιβεβαιώθηκε.
Βασική πηγή ήταν η «φούσκα» της εγχώριας ζήτησης, η οποία συντηρήθηκε για αρκετά χρόνια με (κυρίως εξωτερικό) δανεισμό, αλλά και από κεφάλαια προερχόμενα από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε.. Η εκρηκτική αύξηση της εγχώριας ζήτησης έφερε άνοδο των τιμών – συγκριτικά με την αντίστοιχη των εμπορικών εταίρων– και ειδικότερα των τιμών των πραγματικών περιουσιακών στοιχείων, όπως πχ των τιμών των ακινήτων.
Σε σύγκριση με τους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, οι όροι εμπορίου επιδεινώθηκαν κατά περίπου 30% μεταξύ του τέλους της δεκαετίας του 1990 και του μέσου της δεκαετίας του 2000. Η μείωση της εγχώριας ανταγωνιστικότητας οδήγησε το εμπορικό ισοζύγιο σε περαιτέρω ανισορροπία, αυξάνοντας έτσι σημαντικά το εμπορικό έλλειμμα. Παράλληλα, υπήρξε άνοδος του μισθολογικού κόστους στο δημόσιο τομέα, γεγονός το οποίο εκτίναξε το μοναδιαίο εργατικό κόστος παραγωγής της ελληνικής οικονομίας.
Κατά την παγκόσμια κρίση του 2008, οι περισσότερες χώρες, και η Ελλάδα, υιοθέτησαν ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής επέκτασης για να αναχαιτίσει τις συνέπειες της κρίσης. Εξαιτίας όμως της μη ορθής δημοσιονομικής διαχείρισης τα προηγούμενα έτη, η Ελλάδα βρέθηκε με ιδιαίτερα υψηλό λόγο δημοσίου χρέους.
Eσοδα, δαπάνες, Χρέος. Από το 2007 έως το 2021. Πηγή; ΕΛΣΤΑΤ, Eurobank
Πρώτο μνημόνιο
ΠΑΣΟΚ. Η χρηματοδότηση κατά το πρώτο Μνημόνιο έγινε κυρίως με διμερή δάνεια από τα κράτη-μέλη του ευρώ μέσω του μηχανισμού χρηματοδοτικής διευκόλυνσης (Eurogroup, 2 Μαΐου 2010). Στο πλαίσιο του πρώτου προγράμματος, η Ελλάδα έλαβε ως χρηματοδοτική συνδρομή συνολικό ποσό 52,9 δισ. ευρώ και τότε το ΔΝΤ κατέβαλε συμπληρωματικό ποσό 20 δισ. ευρώ περίπου.
Ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, και ο πρώην υπουργός Οικονομικών, και μετέπειτα πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος.
Δεύτερο μνημόνιο
ΠΑΣΟΚ-ΝΔ. Το δεύτερο πρόγραμμα είχε εγκριθεί στις 9 Μαρτίου 2012 και διήρκεσε μέχρι τον Ιούνιο του 2015. Η χρηματοδότηση εδόθη από τα κράτη της ευρωζώνης μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ). Το ΕΤΧΣ κατέβαλε 141,8 δισ. ευρώ και το ΔΝΤ περίπου 12 δισ. ευρώ. Η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου (Ιούνιος 2012 – Ιανουάριος 2015) προέκυψε μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012. Ο σχηματισμός της κυβέρνησης ήταν το αποτέλεσμα της συμφωνίας των κομμάτων της Ν.Δ., του ΠΑΣΟΚ, και της ΔΗΜΑΡ.
Τον Ιούνιο του 2013 η ΔΗΜΑΡ αποχώρησε από την κυβέρνηση και στη συνέχεια η αδυναμία της τελευταίας να εκλέξει τον δικό της υποψήφιο Πρόεδρο της Δημοκρατίας (στην εκλογή Προέδρου από τη Βουλή τον Δεκέμβριο του 2014) οδήγησε σε πρόωρες εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 25 Ιανουαρίου 2015.
Στη συνέχεια σχηματίστηκε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, με πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα.
Περίοδος συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, με πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά. Στο βήμα ο τότε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευ. Βενιζέλος. Στιγμιότυπο από την τρίτη μέρα συζήτησης στην ολομέλεια του αιτήματος της κυβέρνησης για ανανέωση της εμπιστοσύνης. Αθήνα, 10 Οκτωβρίου, 2014
Τρίτο μνημόνιο
ΣΥΡΙΖΑ. Το τρίτο πρόγραμμα ξεκίνησε στις 19 Αυγούστου 2015 και εκταμιεύτηκαν 46,9 δισ. ευρώ. Το ΔΝΤ αυτή τη φορά δεν συμμετείχε αλλά είχε ρόλο συμβούλου. Το τελευταίο πρόγραμμα ολοκληρώθηκε στις 20 Αυγούστου το 2018 και από τότε η Ελλάδα δεν εξαρτάται από δάνεια διάσωσης.
Ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας. Στα έδρα να της Βουλής. (Αρχείο)
Τα χρέη, το ΑΕΠ και η πορεία της Ελλάδας έως το 2022
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ παρέδωσε το 2004 δείκτη χρέους προς ΑΕΠ στο 95%, ενώ η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας άφησε το λόγο χρέους προς ΑΕΠ στο 127% και «δίδυμα ελλείμματα», με το δημοσιονομικό έλλειμμα να είναι στο 15%.
Μετά από τρία Μνημόνια, το χρέος της Ελλάδας ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να βαίνει μειούμενο σε όλα τα επόμενα έτη, υποχωρώντας στο 160,2% του ΑΕΠ το 2024, 155,7% το 2025, 151,4% το 2026 και 148,2% του ΑΕΠ το 2027. Το ελληνικό κρατικό χρέος το 2020 ανερχόταν στο «αστρονομικό» 212,4% επί του ΑΕΠ και το 2021 σε 200,7% του ΑΕΠ.
Ο πίνακας που ακολουθεί δείχνει την πορεία των ελλειμμάτων ως ποσοστό του ΑΕΠ και την παρακαταθήκη την οποία άφησαν οι κυβερνήσεις από το 1999 (ΠΑΣΟΚ), το 2015 (ΣΥΡΙΖΑ) έως και το 2022 (επί ΝΔ).
Το καμπανάκια χτύπησε η σταδιακή αύξηση του πρωτογενούς ελλείμματος, το οποίο το 2009 φθασε το 10,2% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος ήταν ίσο με 127% του ΑΕΠ ενώ το ιδιωτικό χρέος έβαινε διαρκώς αυξανόμενο.