
Σε κίνδυνο να καταγράψει ζημιές βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς κατέχει ομόλογα του σουηδικού ομίλου ακινήτων SBB, ο οποίος βρίσκεται σε κρίση χρέους, σύμφωνα με δημοσίευμα του Reuters. Ο όμιλος συγκέντρωσε χρέη άνω των 9 δισ. δολαρίων αγοράζοντας ακίνητα, συμπεριλαμβανομένων κοινωνικών κατοικιών, κυβερνητικών γραφείων, σχολείων και νοσοκομείων.
To ειδησεογραφικό πρακτορείο ερευνώντας τα αρχεία της κεντρικής τράπεζας βρήκε ότι στο χαρτοφυλάκιο της έχει δύο ομόλογα του σουηδικού ομίλου, τα οποία σύμφωνα με ανώνυμες πηγές που επιθυμούν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, ανέρχονται σε μερικές εκατοντάδες εκατ. ευρώ. Tα ομόλογα της SBB αξιολογούνται ως junk (σκουπίδια). Πρόσφατα η εταιρεία αγόρασε ομολογιακούς τίτλους με έκπτωση για να αντισταθμίσει τις απώλειες της και ανάμεσα στους πωλητές ήταν και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Αγορά ακινήτων: Πώς τα funds πιέζουν το real estate στην Ευρώπη
Σε περίπτωση χρεοκοπίας της SBB, οι 20 εθνικές κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης, οι οποίες μοιράζονται τον κίνδυνο για τα εταιρικά ομόλογα που αγοράζονται για λογαριασμό της ΕΚΤ στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς εταιρικών ομολόγων, θα πρέπι να αναλάβουν μια μικρή ζημία εάν εξακολουθούσε να κατέχει το χρέος, το οποίο αγόρασε στα μέσα του 2021 και στις αρχές του 2022.
«Η SBB πρέπει να μειώσει περαιτέρω το χρέος της, αλλά έχει κάνει σημαντικά βήματα … έχοντας εξοφλήσει χρέος ύψους 2 δισ. ευρώ τους τελευταίους 15 μήνες», δήλωσε εκπρόσωπος της εταιρείας.
Η ΕΚΤ δεν δέχθηκε να σχολιάσει την έκθεση στην SBB ενώ στην επίσημη ιστοσελίδα της χαρακτηρίζει τις όποιες ζημιές καταγράφει ως «παρενέργειες» τις οποίες μπορεί να αντισταθμίσει με τα κέρδη που έχει καταγράψει τα τελευταία χρόνια.
Το χαρτοφυλάκιο των εταιρικών ομολόγων της ΕΚΤ
Αν και η έκθεση της ΕΚΤ στην SBB είναι μικρού μεγέθους ανοίγει εκ νέου η συζήτηση σχετικά με το πώς η κεντρική τράπεζα έχει επενδύσει σχεδόν 400 δισ, ευρώ σε χρέη εταιρειών από το 2016 στο πλαίσιο των τεράστιων αγορών περιουσιακών στοιχείωνπου είχε ως στόχο να αναχαιτίσει το ενδεχόμενο αποπληθωρισμού.
Συνολικά, δαπάνησε περίπου 5 τρισ. ευρώ για την αγορά κρατικού χρέους, εταιρικών ομολόγων και άλλων περιουσιακών στοιχείων, τα οποία συνήθως διακρατά μέχρι τη λήξη τους.

Ωστόσο είναι αντιφατικό ότι ενώ από το 2016 προειδοποιούσε για φούσκα ακινήτων σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης ταυτόχρονα αγόραζε ομόλογα εταιρειών ακινήτων στο πλαίσιο του προγράμματος.
«Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς η ΕΚΤ κατέληξε να αγοράζει ομόλογα εταιρειών ακινήτων, ενώ ταυτόχρονα προειδοποιούσε για τους κινδύνους πληθωρισμού των τιμών των ακινήτων», εξηγεί στο Reuters ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ Ότμαρ Ίσινγκ. «Συμβάλλει στη διόγκωση της φούσκας, θέτει σε κίνδυνο τη φήμη της ενώ βρίσκεται αντιμέτωπη και με οικονομικές απώλειες», πρόσθεσε.
Η αγορά ομολόγων εταιρειών ακινήτων
Οι εταιρείες ακινήτων αποτελούν το 8% του προγράμματος αγοράς εταιρικού ομολόγων της ΕΚΤ, το οποίο τώρα ανέρχεται σε 326 δισ. ευρώ. Η ΕΚΤ δεν αποκαλύπτει τη σύνθεση του άλλου προγράμματος αγοράς ομολόγων της, της εποχής της πανδημίας.
Εκτός από τα ομόλογα της SBB, η ΕΚΤ κατέχει ομόλογα εταιρειών ακινήτων σε όλη την Ευρώπη, μεταξύ άλλων στη Γερμανία και τη Σουηδία, τις χώρες που επλήγησαν περισσότερο μετά την ιστορική εκτόξευση του κόστους χρήματος, η οποία προκάλεσε φούσκες ακινήτων που διογκώθηκαν κατά την δεκαετία φθηνού χρήματος.
Τα προβλήματα της SBB ήταν γνωστά από τις αρχές του 2022, όταν βρέθηκε στο στόχαστρο της επικριτικής έκθεσης του short-seller Viceroy Research.
«Θα έπρεπε η ΕΚΤ να είχε εφαρμόσει ενεργή διαχείριση κινδύνου», σημειώνει ο διευθυντής του Ινστιτούτου για τη χάραξη ευρωπαϊκής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Bocconi του Μιλάνου, Ντάνιελ Γκρος.
Ενώ η ΕΚΤ περιγράφει τις παραμέτρους της αγοράς ομολόγων της δεν αναφέρει σε ποια τιμή έχει αποκτήσει τους τίτλους ή τις τυχόν απώλειες. Αλλά τα στοιχεία αυτής της εβδομάδας δείχνουν ότι η κεντρική τράπεζα εξακολουθούσε να κατέχει τα δύο ομόλογα που είχε εκδώσει η SBB στις 24 Νοεμβρίου.
Οι δανειολήπτες από την Ευρώπη και πέραν αυτής αξιοποίησαν το πρόγραμμα της ΕΚΤ, σύμφωνα με το οποίο κάθε εταιρεία, εκτός από τις τράπεζες, πληρούσε τις προϋποθέσεις εφόσον το χρέος της ήταν σε ευρώ και είχε εκδοθεί από οντότητα της ευρωζώνης με αξιολόγηση «επενδυτικής βαθμίδας» από σημαντικό οίκο αξιολόγησης.
«Ο σκοπός ήταν να μειωθεί το κόστος δανεισμού στη ζώνη του ευρώ και αυτό δεν το πετυχαίνεις αγοράζοντας τα ομόλογα μιας σουηδικής εταιρείας» επισημαίνει ο Γκρος, προσθέτοντας ότι η ΕΚΤ ακολούθησε «στα τυφλά» τους κανόνες της, χωρίς να λάβει τις κατάλληλες προφυλάξεις.
Ενώ η Σουηδία δεν ανήκει στη ζώνη του ευρώ, η SBB εξέδωσε το χρέος που αγόρασε η ΕΚΤ στη γειτονική Φινλανδία. Παράλληλα με τα ομόλογα της SBB, η ΕΚΤ απορρόφησε επίσης το χρέος άλλων εταιρειών ακινήτων που έκτοτε αντιμετώπισαν προβλήματα, συμπεριλαμβανομένης της σουηδικής Heimstaden.
Και οι δύο υποβαθμίστηκαν τους τελευταίους μήνες από τη Fitch Ratings, η οποία δήλωσε ότι συγκαταλέγονται μεταξύ λίγων ευρωπαϊκών εταιρειών ακινήτων που αντιμετωπίζουν «τοίχους ωρίμανσης του χρέους» τους επόμενους 12 έως 18 μήνες.
Η ΕΚΤ κατέχει οκτώ ομόλογα της Heimstaden, τα οποία εκδόθηκαν από την μονάδα του ομίλου με επενδυτική διαβάθμιση, συμπεριλαμβανομένου ενός που καταγράφει απώλειες 40% από την τιμή έκδοσης του. Εκπρόσωπος της εταιρείας μιλώντας στο ειδησιογραφικό πρακτορείο υποστήριξε ότι τα οικονομικά της είναι υγιή και η εστίαση της είναι στην ισχυρή ρευστότητα.
Οι προηγούμενες ζημιές και η κάλυψή τους από την ΕΚΤ
Η κεντρική τράπεζα έχει υποστεί απώλειες στο παρελθόν, όπως όταν υπέστη ζημία από τα ομόλογα της πληγείσας από σκάνδαλο νοτιοαφρικανικής εταιρείας λιανικής Steinhoff. Πέρυσι κατέγραψε ζημιές τροφοδοτώντας την ανησυχία ότι το κεφαλαιακό μαξιλάρι της θα μπορούσε να συρρικνωθεί.
Η ΕΚΤ περιγράφει διάφορες γραμμές άμυνας έναντι των ζημιών, όπως η κλιμάκωσή τους σε πολλά χρόνια ή η συνεισφορά των εθνικών κεντρικών τραπεζών για την κάλυψη τους.
Ωστόσο η εθνική κεντρική τράπεζα της Ολλανδίας έχει προειδοποιήσει ότι μπορεί τελικά να χρειαστεί αύξηση κεφαλαίου από το υπουργείο Οικονομικών, κάτι που ενδέχεται να εξοργίσει τους φορολογούμενους και θα εγείρει ερωτήματα σχετικά με την ανεξαρτησία της από την πολιτική.
«Όταν οι κεντρικές τράπεζες σημειώνουν ζημίες, είναι τελικά ζημία για την κυβέρνηση, πράγμα που σημαίνει ότι οι φορολογούμενοι πρέπει να πληρώσουν»καταλήγει ο Γκρος.


Latest News

Το Χονγκ Κονγκ σταματάει την αποστολή δεμάτων στις ΗΠΑ, λόγω των δασμών Τραμπ
Οι ΗΠΑ είναι παράλογες, εκφοβίζουν και επιβάλλουν δασμούς καταχρηστικά, ανακοίνωσαν τα ταχυδρομεία του Χονγκ Κονγκ

Χαμηλότερος από τον αναμενόμενο ο πληθωρισμός στη Βρετανία τον Μάρτιο
Τι θα κάνει η Τράπεζα της Αγγλίας με τα επιτόκια

Η Κίνα αντικαθιστά τον κορυφαίο διεθνή εμπορικό διαπραγματευτή της
Ποιος είναι ο νέος επικεφαλής για την Κίνα στις εμπορικές διαπραγματεύσεις - Τι σηματοδοτεί η αλλαγή

Η Nvidia θα «χάσει» 5,5 δισ. καθώς οι ΗΠΑ περιορίζουν τις πωλήσεις chip στην Κίνα
Η Nvidia ανακοίνωσε ότι οι ΗΠΑ έχουν ξεκαθαρίσει ότι οι νέοι περιορισμοί είναι απαραίτητοι για την αντιμετώπιση του κινδύνου χρήσης τσιπ H20 σε «έναν υπερυπολογιστή στην Κίνα»

Οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες κατηγορίες FMCG στην Ευρώπη - Έρευνα Circana
Η Circana δημοσιεύει σε συνεργασία με το περιοδικό ESM τις κατηγορίες προϊόντων που κατέγραψαν τη μεγαλύτερη ανάπτυξη τον τελευταίο χρόνο

Το Εμπορικό Επιμελητήριο της ΕΕ στην Κίνα ζητάει από το Πεκίνο να αλλάξει εμπορική πολιτική
Τι ζητούν οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Κίνα, στον απόηχο του εμπορικού πολέμου που κήρυξε ο Τραμπ

Οι ΗΠΑ αντιδρούν, αλλά συνεχίζουν τις συζητήσεις για τον παγκόσμιο φόρο - Τι λέει ο ΟΟΣΑ
Περισσότερες από 135 χώρες υπέγραψαν τη μεγαλύτερη εταιρική φορολογική μεταρρύθμιση εδώ και περισσότερα από τέσσερα χρόνια πριν

Η PwC αποχωρεί από την Αφρική για να αποφύγει τα σκάνδαλα
Ο παγκόσμιος πρόεδρος της PwC, Mohamed Kande, αντιμετωπίζει τις συνέπειες των σκανδάλων σε πολλές ηπείρους από τότε που ανέλαβε τον ρόλο τον Ιούλιο

Και τα κρίσιμα ορυκτά στο έλεος των δασμών Τραμπ
Η έρευνα που ξεκινούν οι Ηνωμένες Πολιτείες απειλεί να πυροδοτήσει έναν νέο κρίσιμο εμπορικό πόλεμο ορυκτών

Με ρυθμό 5,4% έτρεξε η κινεζική οικονομία το α' τρίμηνο
Η UBS εκτίμησε ότι λίγο λιγότερο από το 60% των εισαγωγών των ΗΠΑ από την Κίνα υπόκεινται σε μέγιστο δασμό 145%