Παρά τις τονωτικές ενέσεις των τελευταίων ετών – υπό την πίεση και της πανδημίας- οι αριθμοί αποκαλύπουν ότι η Ελλάδα έχει να διανύσει πολύ δρόμο, καθώς οι δαπάνες υγείας δεν έχουν επανέλθει ακόμη στα προ οικονομικής κρίσης επίπεδα.
Παρατηρείται μάλιστα υποχώρηση στη δημόσια χρηματοδότηση έναντι αύξησης στην ΕΕ, ενώ σημαντικό χαρακτηριστικό του μείγματος των χρηματοδοτικών πόρων του ελληνικού συστήματος υγείας είναι το πολύ υψηλό ποσοστό των ιδιωτικών δαπανών. Αν και ο μέσος όρος μηνιαίας δαπάνης ανά νοικοκυριό για την υγεία το 2021 παρουσίασε μείωση κατά -14,4% σε απόλυτα μεγέθη σε σχέση με το 2009 (€114,9 το 2021 έναντι €134,3 το 2009), το ποσοστό τους στο σύνολο των δαπανών των νοικοκυριών είναι υψηλότερο από το 2009.
Υψηλός βαθμός εμπιστοσύνης εκφράζεται στην Ελλάδα μόνο στον θεσμό της υγείας και του ιατρικού προσωπικού, με όλους τους άλλους θεσμούς που παραθέτει η έρευνα να συγκεντρώνουν υψηλά ποσοστά δυσπιστίας Όμως, η χώρα έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ικανοποίησης από τις παρεχόμενες υπηρεσίες φροντίδας στα Ευρωπαϊκά μέλη του ΟΟΣΑ, με 38% για το 2020, από 36% το 2010.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΙΟΒΕ, η ετήσια μεταβολή των δημόσιων δαπανών για την υγεία, σε σταθερές τιμές και σωρευτικά για την περίοδο 2009 – 2021, διαμορφώνεται στο -29,2% στην Ελλάδα έναντι +32,7% στην ΕΕ. Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά καθότι οι δαπάνες υγείας των εγχώριων νοικοκυριών ανέρχονται στο 8,1% των συνολικών δαπανών τους το 2021, από 6,5% το 2009.
Επίσης καταγράφεται αύξηση του ποσοστού της φαρμακευτικής περίθαλψης στις δαπάνες υγείας των νοικοκυριών σε 31,3% το 2021, από 19,2% το 2009. Τα ποσοστά είναι αυξημένα την περίοδο 2020-2021 σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο, τόσο λόγω των αυξημένων αναγκών που δημιούργησε η πανδημία στα συστήματα υγείας, όσο και της σχετικής πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας.
Η δαπάνη υγείας είναι κατά 1,6 μονάδες του ΑΕΠ χαμηλότερη από την ΕΕ27
Μελέτη του ΙΟΒΕ αποκαλύπτει ότι η συνολική χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας στην Ελλάδα αντιστοιχεί στο 9,2% του ΑΕΠ, έναντι 9,5% το 2020, ενώ στην ΕΕ27 διατηρήθηκε στο 10,9%. Στην Ελλάδα η δαπάνη υγείας είναι κατά 1,6 μονάδες του ΑΕΠ χαμηλότερη από την ΕΕ27 τη δεκαετία 2012-2021, με τη διαφορά να παραμένει και το 2021.
Την περίοδο 2009-2019, η κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας μειώθηκε στην Ελλάδα κατά 30%, με μεγαλύτερη μείωση να καταγράφεται στη δημόσια κατά κεφαλήν δαπάνη (-37%), ενώ στην ΕΕ27 τόσο η κατά κεφαλήν δαπάνη όσο και η δημόσια δαπάνη αυξήθηκαν κατά 30% και 32% την ίδια περίοδο. Ανά χώρα, την περίοδο 2013-2019 η κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας στην Ελλάδα παρουσίασε τη μικρότερη αύξηση (+0,4%) μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
Το ποσοστό των δαπανών υγείας ως προς τη συνολική δαπάνη ανά νοικοκυριό αυξήθηκε
Οι δαπάνες υγείας αποτελούν το 8,1% των συνολικών δαπανών των νοικοκυριών που πραγματοποιούνται μέσα από συναλλαγές στην αγορά για το 2021, έναντι 6,5% το 2009.
Αν και ο μέσος όρος μηνιαίας δαπάνης ανά νοικοκυριό για την υγεία το 2021 παρουσίασε μείωση κατά -14,4% σε απόλυτα μεγέθη σε σχέση με το 2009 (€114,9 το 2021 έναντι €134,3 το 2009), το ποσοστό των δαπανών αυτών είναι υψηλότερο από το 2009, φανερώνοντας τη μειωμένη αγοραστική αξία των νοικοκυριών, την αυξημένη συμμετοχή των ασθενών για δαπάνες υγείας και την ανελαστικότητα της δαπάνης για τις συγκεκριμένες κατηγορίες
Η δημόσια χρηματοδότηση στο + 32,7% στην ΕΕ. Μείωση 29,2% στην Ελλάδα
Η περίοδος πριν από την πανδημία χαρακτηρίζεται από πτώση της χρηματοδότησης για δαπάνες υγείας στην Ελλάδα, σε αντίθετη πορεία από το σύνολο της ΕΕ. Η πανδημία προκάλεσε αύξηση των δαπανών υγείας, σε όλες σχεδόν τις χώρες, όμως στην Ελλάδα δεν επανήλθαν στα προ κρίσης επίπεδα.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΟΒΕ για «Τα οικονομικά των δημόσιων νοσοκομείων στην Ελλάδα» η συνολική χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας το 2021 σε σύγκριση με το 2009 είναι αυξημένη κατά 28,6% στην ΕΕ, ενώ είναι μειωμένη κατά 22,1% στην Ελλάδα. Η δημόσια χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας είναι αυξημένη κατά 32,7% στην ΕΕ, ενώ στην Ελλάδα η μείωση προσεγγίζει το 29,2%.
Το 2020, η συνολική χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα 16,7 δισεκ. ευρώ, αυξημένη σε σύγκριση με το 2019, λόγω και των αναγκών που δημιούργησε η πανδημία. Η δημόσια χρηματοδότηση προσέγγισε τα 10,4 δισεκ ευρώ., αυξημένη κατά 633 εκατ.ευρω σε σχέση με το 2020, ενώ η ιδιωτική χρηματοδότηση επεκτάθηκε κατά 312 εκατ. ευρώ, στα 6,3 δισεκ. ευρώ το 2021.
Κατά 20 μονάδες υψηλότερο έναντι της Ελλάδας το μερίδιο της δημόσιας δαπάνης στην ΕΕ
Η δημόσια χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας στην Ελλάδα έφτασε στο 5,7% του ΑΕΠ το 2020, έναντι 6,6% το 2010, παραμένοντας όμως χαμηλότερα από το επίπεδο της ΕΕ27 που ήταν στο 8,9%. Έτσι, παρά την αύξηση της χρηματοδότησης στην Ελλάδα, το ποσοστό ως προς το ΑΕΠ παραμένει χαμηλότερο σε ολόκληρη την εξεταζόμενη περίοδο.
Η δημόσια χρηματοδότηση αντιστοιχεί στο 62,1% της συνολικής χρηματοδότησης για δαπάνες υγείας το 2021, με μικρή αύξηση από το 2018, έναντι 68,3% το 2009, παραμένοντας σε αρκετά χαμηλότερα επίπεδα από το μέσο όρο της ΕΕ27.
Σημειώνεται ότι το μερίδιο της δημόσιας δαπάνης στην ΕΕ27 είναι κατά 20 μονάδες υψηλότερο έναντι της Ελλάδας. Η συνολική κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα €1.561 το 2021, έναντι €2.014 το 2009, με την πτώση να προέρχεται κατά 90% από την υποχώρηση της δημόσιας κατά κεφαλήν δαπάνης τη συγκεκριμένη περίοδο.
Η κατά κεφαλήν δαπάνη στην ΕΕ27 διαμορφώθηκε στα €3.563, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να βρίσκεται στο 44% του μέσου όρου της ΕΕ27. Η αύξηση της κατά κεφαλήν δαπάνης υγείας στην ΕΕ27 προήλθε κατά 86% από την αύξηση της δημόσιας δαπάνης. Η δημόσια κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας διαμορφώθηκε στα €969 στην Ελλάδα, στο 1/3 των επιπέδων της ΕΕ27
Δαπάνες για χρηματοδότηση του συστήματος υγείας
Το σύστημα υγείας στην Ελλάδα χρηματοδοτείται μέσω ενός συνδυασμού δημόσιων και ιδιωτικών πόρων. Η δημόσια χρηματοδότηση προέρχεται τόσο από τους πόρους της γενικής φορολογίας (άμεσης και έμμεσης), όσο και από τις εισφορές της κοινωνικής ασφάλισης, η οποία αποζημιώνει την παροχή των υπηρεσιών σε δημόσιες και ιδιωτικές δομές. Βασική πηγή εσόδων για τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης αποτελούν οι εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των εισφορών του κράτους για τους δημόσιους υπαλλήλους. Βασική δομική μεταβολή που έχει εφαρμοστεί στο πεδίο της χρηματοδότησης αφορά στην ενοποίηση των κλάδων υγείας των ασφαλιστικών ταμείων με τον Ν. 3918/2011 και την σύσταση του ΕΟΠΥΥ και τη λειτουργία του από 1η Ιανουαρίου 2012 και, κατ’ επέκταση, την υιοθέτηση ενιαίων κανόνων αποζημίωσης.
Ο κρατικός προϋπολογισμός μέσω των άμεσων και έμμεσων φόρων καλύπτει τις διοικητικές δαπάνες του συστήματος υγείας, τις δαπάνες για τα κέντρα υγείας και τα αγροτικά ιατρεία, επιδοτεί τα δημόσια νοσοκομεία και τα ασφαλιστικά ταμεία, επενδύει σε κεφαλαιουχικά αγαθά (κτιριακές εγκαταστάσεις, βιοϊατρικό εξοπλισμό, κλπ.) και χρηματοδοτεί την εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας. Το εθνικό σύστημα υγείας (ΕΣΥ) χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό μέσω της άμεσης και της έμμεσης φορολογίας και παρέχει πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια νοσοκομειακή φροντίδα.
Οι ιδωτικές δαπάνες: που πάνε και πόσο είναι
Οι ιδιωτικές δαπάνες συνιστούν την τρίτη πηγή χρηματοδότησης του ελληνικού συστήματος υγείας και μπορούν να πάρουν διάφορες μορφές. Μια μορφή είναι η καταβολή άμεσων πληρωμών για υπηρεσίες που είτε δεν καλύπτει η κοινωνική ασφάλιση είτε τις καλύπτει, αλλά οι πολίτες προτιμούν να τις αγοράσουν στην ιδιωτική αγορά για λόγους μείωσης του χρόνου αναμονής ή καλύτερης ποιότητας παρεχόμενων υπηρεσιών.
Άλλες μορφές ιδιωτικής δαπάνης είναι οι επίσημες συμπληρωμές που προβλέπονται για συμμετοχή του ασθενή στο κόστος περίθαλψης, όπως για παράδειγμα η συμμετοχή στα συνταγογραφούμενα φάρμακα και σε μικρότερο βαθμό οι δαπάνες της ιδιωτικής ασφάλισης για όσους έχουν συνάψει συμβόλαια με ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες.
Ως αποτέλεσμα, ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του μείγματος των χρηματοδοτικών πόρων του ελληνικού συστήματος υγείας είναι το πολύ υψηλό ποσοστό των ιδιωτικών δαπανών.
Την περίοδο της κρίσης, η δαπάνη των νοικοκυριών για την υγεία μετατοπίστηκε κυρίως στην κάλυψη της φαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης. Συγκεκριμένα, από τα €114,9 μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών για την υγεία, το 31,4% αφορά στη φαρμακευτική περίθαλψη και το 32,4% στην κάλυψη νοσοκομειακών αναγκών. Το δεύτερο έτος της πανδημίας (2021), τριπλασιάστηκε το μερίδιο της δαπάνης για θεραπευτικές συσκευές, εξοπλισμό και λοιπά ιατρικά προϊόντα (σε 9,6%, από 3,6% το 2019), ενώ μειώθηκαν αντίστοιχα τα μερίδια των δαπανών για ιατρικές υπηρεσίες (από 12,3% σε 11,1%), οδοντιατρικές υπηρεσίες (από 12,5% σε 10,5%) και παραϊατρικές υπηρεσίες (από 5,8% σε 5,1%).
Όπως σημειώνει το ΙΟΒΕ, η ελλιπής καταγραφή της λογιστικής πληροφορίας είναι δυνατό να επιφέρει σημαντικές, αλυσιδωτές, αρνητικές επιπτώσεις τόσο στη διαχείριση όσο και στη λειτουργία των Δημοσίων Μονάδων Υγείας. Πιο συγκεκριμένα, η μη χρήση πληροφοριών δεδουλευμένης λογιστικής οδηγεί σε ελλιπή πληροφόρηση σχετικά με το κόστος. Έτσι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν μπορούν να διαμορφώσουν μια ολοκληρωμένη οπτική αναφορικά με την αποδοτικότητα του δημόσιου νοσοκομείου.
Επιπροσθέτως, η πλημμελής καταγραφή συναλλαγών για τα αποθέματα μέσω της δεδουλευμένης λογιστικής (δηλαδή, των εισροών και των εκροών από την αποθήκη) δεν επιτρέπει τη σωστή παρουσίαση των ποσοτήτων και της αποτίμησης των αποθεμάτων που υπάρχουν στην αποθήκη φαρμάκων και αναλωσίμων. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πρόσθετα ανεπιθύμητα κόστη λόγω μη αποδοτικής διαχείρισης. Τονίζει επίσης ότι η πορεία αρκετών μεγεθών και δεικτών την εξεταζόμενη περίοδο (2012-2020) μπορεί να χαρακτηριστεί με μια σχετικά ισχυρή τάση αρχικά στην κατεύθυνση περιορισμού χρηματοοικονομικών κινδύνων και εξυγίανσης, σταθεροποίησης στη συνέχεια και μια σταδιακή διόρθωση προς την κατεύθυνση επιστροφής σε επίπεδα πιο κοντά σε μακροχρόνιους μέσους όρους. Στην πλευρά των συνολικών μεγεθών, παρατηρείται επίσης μια αρκετά έντονη μεταβλητότητα από έτος σε έτος
Από τα χαμηλότερα ποσοστά ικανοποίησης από τις παρεχόμενες υπηρεσίες στην Ελλάδα
Σύμφωνα με το «Τακτικό Ευρωβαρόμετρο ΕΒ 94», υψηλός βαθμός εμπιστοσύνης εκφράζεται στην Ελλάδα μόνο στον θεσμό της υγείας και του ιατρικού προσωπικού, με όλους τους άλλους θεσμούς που παραθέτει η έρευνα να συγκεντρώνουν υψηλά ποσοστά δυσπιστίας.
Ειδικότερα, 8 στους 10 Έλληνες πολίτες εμπιστεύονται το ιατρικό προσωπικό, καταγράφοντας το ίδιο ποσοστό εμπιστοσύνης με τον μέσο όρο της ΕΕ (EL:80%, EU27:80%). Φαίνεται πως η διαχείριση της πανδημίας του κορωνοϊού που κλήθηκε να αντιμετωπίσει το υγειονομικό προσωπικό επιδοκιμάζεται με την ψήφο εμπιστοσύνης που εκφράζεται από την πλειοψηφία των ερωτηθέντων της έρευνας, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ωστόσο, η ανταπόκριση των υπηρεσιών υγείας στις προσδοκίες των πολιτών στην Ελλάδα παραμένει χαμηλή. Ως αποτέλεσμα, η χώρα έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ικανοποίησης από τις παρεχόμενες υπηρεσίες φροντίδας στα Ευρωπαϊκά μέλη του ΟΟΣΑ, με 38% για το 2020, από 36% το 2010 (Διάγραμμα 2.16). Τα υψηλότερα ποσοστά ικανοποίησης καταγράφονται στο Βέλγιο και την Ολλανδία, όπου ξεπερνούν το 90%, ενώ ο μέσος όρος για τις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ βρίσκεται στο 71%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της αξιολόγησης συστημάτων υγείας 35 χωρών από το Euro Health Consumer Index (ECHI), 14 το 2018 η Ελλάδα κατείχε την 29η θέση με 615 βαθμούς (άριστα οι 1.000 βαθμοί και πρωτοπόρα η Ελβετία με 893 βαθμούς), ενώ το 2012 κατείχε την 22η θέση (Διάγραμμα 2.18). Στις επιμέρους επιδόσεις, υψηλή βαθμολογία επιτυγχάνεται σε πεδία όπως η άμεση πρόσβαση σε γιατρούς, η μείωση της θνησιμότητας από εγκεφαλικά, ο παιδικός εμβολιασμός, η μειωμένη συχνότητα υπερτασικών και η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ. Αντίθετα, χαμηλή επίδοση επιτυγχάνεται σε πεδία όπως η πληροφόρηση και τα δικαιώματα των ασθενών, οι οικογενειακοί γιατροί, οι λίστες αναμονής στους καρκινοπαθείς, οι μεταμοσχεύσεις, οι άτυπες πληρωμές, το κάπνισμα, η έλλειψη φυσικής άσκησης, οι θάνατοι από τροχαία, η καθυστερημένη εισαγωγή καινοτόμων φαρμάκων και η υψηλή κατανάλωση αντιβιοτικών.
Αυξηση προσωπικού, αλλά…
Ειδικότερα, την περίοδο 2015-2021 παρατηρήθηκε αύξηση κατά 3,1% στον αριθμό του ιατρικού προσωπικού στα νοσοκομεία (δημόσια και ιδιωτικά), ενώ το 2021 σε σχέση με το 2020 η αύξηση ήταν 2,0%. Αύξηση κατά 14,4% παρατηρείται στο νοσηλευτικό προσωπικό την περίοδο 2015-2021, αύξηση κατά 16,2% στο παραϊατρικό προσωπικό (τεχνολόγοι εργαστηρίων και βοηθοί εργαστηρίων, τεχνολόγοι ακτινολόγοι, χειριστές-εμφανιστές, φυσικοθεραπευτές, εργοθεραπευτές, λογοθεραπευτές) και αύξηση κατά 9,4% στο βοηθητικό νοσηλευτικό προσωπικό των νοσοκομείων.
Όσον αφορά τα δημόσια νοσοκομεία, την περίοδο 2012-2016 σημειώθηκε μείωση κατά 16,3% στον αριθμό του ιατρικού προσωπικού (από 21,8 χιλ., σε 18,3 χιλ.), ενώ έκτοτε σημειώνεται μερική ανάκαμψη μέχρι το 2019, με αύξηση το 2022 σε σχέση με το 2021 κατά 6,4% (σε 19,9 χιλ.). Στο νοσηλευτικό προσωπικό, η αρχική μείωση ήταν πιο απότομη, αλλά και σύντομη (-13,4% την τριετία), ανακάμπτοντας στη συνέχεια με αποτέλεσμα το 2022 να πλησιάζει τα επίπεδα που σημείωνε το 2012 (36,9 χιλ., από 36,6 αντίστοιχα). Παρόμοια πορεία είχε και το διοικητικό προσωπικό, καταγράφοντας μείωση κατά 24,0% την περίοδο 2012-2025 (από 10,4 χιλ. σε 7,9 χιλ.), ανακάμπτοντας πλήρως έως το 2018 (10,5 χιλ.), αλλά σημειώνοντας ξανά απότομη πτώση το 2021 (7,3 χιλ.) και μικρή ανάκαμψή το 2022 (7,6 χιλ.).
Το τεχνικό προσωπικό μειώθηκε σημαντικά την περίοδο 2012-2015 (από 3,6 χιλ. σε 2,4 χιλ.), παρέμεινε σταθερό έως το 2018 και έκτοτε σημειώνει μερική ανάκαμψη (2,9 χιλ. το 2022).
Η Ελλάδα παρουσιάζει ιδιομορφία σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ όσον άφορα τη σύνθεση του υγειονομικού δυναμικού. Διαθέτει τον μεγαλύτερο αριθμό ιατρών με άδεια εξάσκησης επαγγέλματος (6,3) ανά 1.000 κατοίκους μεταξύ των μελών της ΕΕ για το 2021, σημαντικά υψηλότερα σε σχέση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (4,0), με μέρος της διαφοράς να οφείλεται σε διαφορετικό ορισμό του δείκτη. Αντίθετα, η χώρα διαθέτει τον χαμηλότερο αριθμό νοσηλευτών ανά 1.000 κατοίκους μεταξύ των χωρών μελών της ΕΕ, χαμηλότερος κατά 54,2% σε σύγκριση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (3,8 έναντι 8,6).
Ο δείκτης νοσηλευτών προς ιατρούς που εργάζονται σε νοσοκομεία στην Ελλάδα (1,6) είναι επίσης χαμηλότερος σε σχέση με τον μέσο όρο τους ΟΟΣΑ (2,5) και χαμηλότερος σε σύγκριση με τις περισσότερες χώρες της ΕΕ.
Βασικά ευρήματα για το σύστημα υγείας στην Ελλάδα
- Ο αριθμός των νοσηλευτικών μονάδων και κλινικών δευτεροβάθμιας φροντίδας υποχώρησε σε 267 το 2021, από 302 το 2012. Η μείωση οφείλεται κυρίως στην πτώση του αριθμού ιδιωτικών κλινικών, από 164 το 2012 σε 139 το 2021. Μείωση του αριθμού νοσοκομείων καταγράφεται στις περισσότερες χώρες της ΕΕ την περίοδο 2016-2021.
- 1η (Αττικής), 2η (Πειραιώς και Αιγαίου) και 6η (Πελοποννήσου, Ιονίων Νήσων, Ηπείρου και Δυτικής Ελλάδας) ΥΠΕ διαθέτουν τα περισσότερα νοσοκομεία, μαζί αντιστοιχούν στο 60% του συνολικού αριθμού δημόσιων νοσοκομείων.
- Σε όρους αριθμού νοσοκομείων ανά 1 εκατ. κάτοικους, η Ελλάδα βρίσκεται πάνω από τη μέση της κατάταξης των χωρών της ΟΟΣΑ-ΕΕ (10η θέση σε 22 χώρες).
- Χαμηλότερα από τον μ.ο. της ΕΕ27 (525 κλίνες ανά 100.000 κατοίκους) βρίσκεται η Ελλάδα με 427 διαθέσιμες κλίνες ανά 100.000 κατοίκους (2021). Οι συνολικές διαθέσιμες κλίνες στην Ελλάδα στο τέλος του 2021 διαμορφώθηκαν σε 48,9 χιλ. έναντι 52,4 χιλ. το 2010.
- Στα €16,7 δισεκ. ευρώ διαμορφώνεται η συνολική χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας μειωμένη κατά 25% σε σύγκριση με το 2009. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια καταγράφεται αντιστροφή της πτωτικής τάσης κυρίως λόγω της αύξησης της δημόσιας χρηματοδότησης κατά €1,9 δισεκ. (€10,4 δισεκ. το 2021 έναντι €8,5 δισεκ. το 2015).
- Σημαντική υποχώρηση στη χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας (%) στην Ελλάδα έναντι αύξησης στην ΕΕ. Η ετήσια δημόσια μεταβολή δαπανών σε σταθερές τιμές, σωρευτικά για την περίοδο 2009 – 2021 διαμορφώνεται στο -29,2% στην Ελλάδα έναντι +32,7% στην ΕΕ. Οι δαπάνες υγείας των εγχώριων νοικοκυριών ανέρχονται στο 8,1% των συνολικών δαπανών τους το 2021, από 6,5% το 2009. Αύξηση του ποσοστού της φαρμακευτικής περίθαλψης στις δαπάνες υγείας των νοικοκυριών σε 31,3% το 2021, από 19,2% το 2009.
- Το 2021 η συνολική δαπάνη υγείας στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, διαμορφώθηκε στο 9,2% (εκ των οποίων 5,7% δημόσια δαπάνη) έναντι 10,9% στην ΕΕ (εκ των οποίων 8,9% δημόσια δαπάνη). Στην Ελλάδα η δημόσια χρηματοδότηση διαμορφώνεται στο 62,1% της συνολικής χρηματοδότησης για δαπάνες υγείας το 2020, αρκετά χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ (81,1%).
- Η Ελλάδα κατέγραψε τη μεγαλύτερη μείωση (-7,3%) στην ΕΕ σε κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας την περίοδο 2008-2013 και τη μικρότερη αύξηση +0,4% την περίοδο 2013-2019. Υποχώρηση της κατά κεφαλήν δαπάνης υγείας στην Ελλάδα (1.561 ευρώ το 2021 έναντι 2.014 ευρώ το 2009), έναντι αύξησης σε ΕΕ (3.563 ευρώ το 2021 και 2.396 ευρώ το 2009).
Στην Ελλάδα καταγράφεται ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ικανοποίησης από τις παρεχόμενες υπηρεσίες φροντίδας, με 38% για το 2020, από 36% το 2010. Το ελληνικό σύστημα υγείας κατατάσσεται στην 29η θέση ανάμεσα σε 35 χώρες της Ευρώπης με 615 βαθμούς στον δείκτη αξιολόγησης των συστημάτων υγείας Euro Health Consumer Index (ECHI), υψηλότερα από Αλβανία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Βουλγαρία και Λετονία. Στη χώρα μας επιτυγχάνεται σχετικά υψηλή βαθμολογία σε πεδία όπως η άμεση πρόσβαση σε γιατρούς, η μείωση της θνησιμότητας από εγκεφαλικά, ο παιδικός εμβολιασμός, η μειωμένη συχνότητα υπερτασικών και η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ. Αντίθετα, χαμηλή επίδοση επιτυγχάνεται σε πεδία όπως η πληροφόρηση και τα δικαιώματα των ασθενών, οι οικογενειακοί γιατροί, οι λίστες αναμονής στους καρκινοπαθείς, οι μεταμοσχεύσεις, οι άτυπες πληρωμές, το κάπνισμα, η έλλειψη φυσικής άσκησης, οι θάνατοι από τροχαία, η καθυστερημένη εισαγωγή καινοτόμων φαρμάκων και η υψηλή κατανάλωση αντιβιοτικών.
Τα οικονομικά των νοσοκομείων
Από την ανάλυση του ΙΟΒΕ, που βασίζεται σε ένα δείγμα περίπου 90 νοσοκομείων ετησίως και 828 οικονομικών καταστάσεων για την περίοδο 2012-2020, καταγράφονται σημαντικές μεταβολές που οφείλονται στις εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν με τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής. Σκοπός των μέτρων ήταν η μείωση των δημόσιων δαπανών μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στον δημόσιο τομέα.
- Το ενεργητικό των νοσοκομείων αυξήθηκε σημαντικά (+24,4% την περίοδο 2012 – 2020), λόγω αύξησης των διαθεσίμων και των απαιτήσεων. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια σχετική σταθεροποίηση.
- Οι υποχρεώσεις (πρακτικά όλες βραχυπρόθεσμες) κατέγραψαν έντονες διακυμάνσεις με τη χαμηλότερη τιμή να σημειώνεται το 2018 στο σταθερό δείγμα 60 δημόσιων νοσοκομείων και το 2017 στο συνολικό δείγμα. Την περίοδο 2012 – 2020 καταγράφεται πτώση -56,3% στις συνολικές υποχρεώσεις.
- Βάσει του δείκτη ταμειακής ρευστότητας, τα έτη 2016-2018 τα ταμειακά διαθέσιμα επαρκούσαν να καλύψουν πλήρως τις υποχρεώσεις.
- Τα λειτουργικά έξοδα κατέγραψαν έντονη μείωση έως το 2016-2017, με σταδιακή ανάκαμψη στη συνέχεια. Την περίοδο 2012 – 2020 καταγράφεται πτώση -16,7% στα λειτουργικά έξοδα.
- Έντονη μεταβλητότητα στα καθαρά αποτελέσματα με υψηλότερες θετικές τιμές προς το τέλος της περιόδου σε σύγκριση με τη διετία 2012-2013. Την περίοδο 2012 – 2020 καταγράφεται αύξηση 104,8% στα αποτελέσματα χρήσης.
Καταγράφεται βελτίωση δεικτών ρευστότητας, χαμηλή δανειακή επιβάρυνση των νοσοκομείων, αύξηση εσόδων από ίδιες πηγές, καθώς και σημαντική μείωση του ποσοστού νοσοκομείων με έλλειμμα. Η ελλιπής ανάπτυξη υποδομών από τα νοσοκομεία αποτυπώνεται στη χαμηλή τιμή του αριθμοδείκτη παγίων στο σύνολο του ενεργητικού.
Στη μελέτη καταγράφεται μείωση του λειτουργικού κόστους προς αριθμό κλινών σε 125 χιλ. ευρώ το 2020 από 146 χιλ. ευρώ το 2012. Σε ό,τι αφορά το λειτουργικό κόστους προς νοσηλευόμενους καταγράφεται πτώση την περίοδο 2015 – 2012 (2,06 χιλ. ευρώ από 2,58 χιλ. ευρώ) και αύξηση μετά το 2017 από 2,11 χιλ. ευρώ σε 2,8 χιλ. ευρώ το 2020. Ανάλογη είναι και η εικόνα για το λειτουργικό κόστος προς ημέρες νοσηλείας που από 667 ευρώ το 2012 μειώθηκε σε 583 ευρώ το 2015, για να αυξηθεί στα 917 ευρώ το 2020.
Latest News
Στο 3% ο πληθωρισμός στην Ελλάδα - Τι δείχνουν τα στοιχεία της Eurostat [πίνακας]
Τι δείχνουν τα στοιχεία της Eurostat για τον πληθωρισμό
Πώς σχολιάζει το υπουργείο Οικονομίας την έκθεση της Κομισιόν για την Ελλάδα
Η Ελλάδα κλείνει την ψαλίδα με την Ευρώπη
Κομισιόν για Ελλάδα: Ανάπτυξη 2,1% και πληθωρισμός 3% το 2024 – Πόσο θα μειωθεί το χρέος έως το 2026
Οι επενδύσεις προβλέπεται να επιταχυνθούν περαιτέρω, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο κοντά στο 9% το 2025, κατά την Κομισιόν