Η αγωγή αποτελεί την «καύσιμη ύλη» για την έναρξη της δίκης. Με αυτήν ανοίγει η διαδικασία και η έννομη σχέση της δίκης. Με την αγωγή φέρεται προς διάγνωση συγκεκριμένο ιδιωτικού δικαίου δικαίωμα που έχει προσβληθεί. Ενώ, όμως, η ουσιαστικού δικαίου αξίωση στρέφεται κατά του υπόχρεου η αγωγή απευθύνεται προς την πολιτεία ως φορέα της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Από τις διατάξεις των άρθρων 215 παρ. 1 και 221 παρ. 1α ΚΠολΔ προκύπτει ότι η άσκηση της αγωγής είναι σύνθετη διαδικαστική πράξη και ολοκληρώνεται με την ενέργεια των επιμέρους διαδικαστικών πράξεων της κατάθεσης και της επίδοσης, οι οποίες εκτιμώνται ως μια ενότητα.

Πιο συγκεκριμένα, από τον χρόνο της κατάθεσης της αγωγής επέρχονται οι δικονομικές συνέπειές της, όπως είναι και η εκκρεμοδικία. Με την παρ. 2 του άρθρου 215 ΚΠολΔ θεσπίστηκε σύντομη προθεσμία επίδοσης της αγωγής, που εκκινεί από το χρόνο της κατάθεσής της, ρητά δε ορίστηκε ότι, αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα, δηλαδή ανυπόστατη. Περαιτέρω, την έκδοση απόφασης επί της ουσίας, που είναι ο τελικός στόχος της δίκης, εξαρτά ο νόμος από την πλήρωση σειράς προϋποθέσεων, οι οποίες ερευνώνται από το δικαστήριο πριν από την ουσία της υπόθεσης.

Οι διαδικαστικές αυτές προϋποθέσεις της δίκης αναφέρονται είτε στο δικαστήριο (π.χ. δικαιοδοσία, αρμοδιότητα) είτε στους διαδίκους (π.χ. ικανότητα δικαστικής παράστασης, ικανότητα διαδίκου) είτε στο αντικείμενο της δίκης (π.χ. εκκρεμοδικία, δεδικασμένο), η έρευνα δε αυτών χωρεί όχι μόνον κατ’ ένσταση αλλά και αυτεπαγγέλτως, χωρίς να υπάρχει πρόβλεψη στο νόμο, σε περίπτωση έλλειψης συνδρομής περισσότερων διαδικαστικών προϋποθέσεων, ως προς τη σειρά με την οποία θα πραγματοποιηθεί η σχετική έρευνα. Κατά κανόνα, αν ελλείπει κάποια διαδικαστική προϋπόθεση, επέρχεται ως κύρωση το απαράδεκτο της αγωγής, εκτός από την έλλειψη της καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητας, η οποία δεν επιφέρει το απαράδεκτο αυτής, αλλά η υπόθεση παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο κατά το άρθρο 46 ΚΠολΔ.

Συνεπώς, το πολιτικό δικαστήριο εισέρχεται στην έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής μόνον όταν διαπιστώσει τη συνδρομή των αναγκαίων διαδικαστικών προϋποθέσεων. Ωστόσο, οι διαδικαστικές προϋποθέσεις δεν αποτελούν απλώς προϋποθέσεις για την επί της ουσίας έρευνα της επίδικης ουσιαστικής αξίωσης, αλλά σκοπεύουν, γενικότερα, να εξασφαλίσουν την ομαλή και απρόσκοπτη ροή της διαδικασίας, κάθε δε μεμονωμένη προϋπόθεση υπηρετεί και τους δικούς της σκοπούς. Αποτελούν, δηλαδή, αφηρημένες εγγυήσεις δικαστικής προστασίας, εξασφαλίζοντας διαφάνεια, σαφήνεια και βεβαιότητα δικαίου, χωρίς να επαφίεται η διάπλαση της δίκης στην ελεύθερη κρίση του δικαστή.

Ενόψει αυτών, μολονότι δεν προβλέπεται η σειρά έρευνας των διαδικαστικών προϋποθέσεων, πρέπει κατά προτεραιότητα να εξετάζεται η συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων που αφορούν το δικαστήριο, στη συνέχεια αυτών που αφορούν τους διαδίκους και ακολούθως των σχετικών με το αντικείμενο της δίκης. Το νομότυπο της άσκησης της αγωγής δεν αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, αλλά προϋπόθεση της ίδιας της διαδικαστικής αυτής πράξης.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι διαδικαστικές πράξεις αποσκοπούν στην επίτευξη του σκοπού της δίκης, δηλαδή στη δημιουργία, εξέλιξη και περάτωση της δικαστικής διαδικασίας παροχής έννομης προστασίας, ρυθμίζονται δε από το δικονομικό δίκαιο ως προς τις προϋποθέσεις και τις έννομες συνέπειες. Επομένως, εφόσον, όπως αναφέρθηκε, η πρώτη επί μέρους διαδικαστική πράξη της άσκησης της αγωγής είναι η κατάθεση αυτής, η οποία και επιλέγεται από το νόμο ως αφετηριακό χρονικό σημείο για την επέλευση των δικονομικών συνεπειών και, ως εκ τούτου, προσδιορίζει την καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται, το δικαστήριο αυτό οφείλει να εξετάσει, κατά προτεραιότητα, στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης έρευνας των διαδικαστικών προϋποθέσεων, αν πράγματι έχει αρμοδιότητα, τοπική και υλική, να δικάσει την αγωγή, αφού μόνον το αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο δικαστήριο μπορεί να κρίνει τη συνδρομή ή μη και των λοιπών διαδικαστικών προϋποθέσεων, καθώς και το ισχυρό ή ανίσχυρο των διαδικαστικών πράξεων υπό οποιαδήποτε μορφή του και, συνακόλουθα, το κύρος, το έγκυρο ή μη, της επίδοσης, με την οποία ολοκληρώνεται η άσκηση της αγωγής. Τούτο επιβάλλεται και από την αρχή του φυσικού δικαστή. Κατά συνέπεια, το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εκδώσει απόφαση, με την οποία θα αποφαίνεται ότι δεν ασκήθηκε αγωγή, δηλαδή ότι είναι ανυπόστατη, χωρίς προηγουμένως να ερευνήσει και να κρίνει ότι έχει αρμοδιότητα προς εκδίκασή της.

Η Σουζάνα Κλημεντίδη είναι δικηγόρος

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts