Στο Βέλγιο, το 2022, τα προϊόντα μεγάλων εμπορικών σημάτων, αυτών που εμείς λέμε πολυεθνικών, ήταν κατά μέσο όρο 13,4 % πιο ακριβά από ό,τι στη Γερμανία. Η διαφορά με την Ολλανδία ήταν 9,9 %, με τη Γαλλία 6,6 %. Προσέξτε, αυτό συνέβη στο Βέλγιο, όχι σε καμιά άκρη της Ευρώπης όπως η Ελλάδα. Προφανώς συμβαίνει και σε άλλες χώρες ανάλογου μεγέθους. Αυτές επιχείρησε να εμπλέξει με τη χθεσινή του επιστολή προς την πρόεδρο της Κομισιόν ο Πρωθυπουργός.

Στο θέμα των υψηλών τιμών στις οποίες πωλούν τα επώνυμα προϊόντα τους στη χώρα μας και σε άλλες τελικά χώρες παρόμοιου μικρού μεγέθους οι πολυεθνικές συγκρούονται δύο λογικές. Η μια έχει να κάνει με το προφανές για το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Τι σόι κοινή αγορά είναι αυτή όταν ίδια προϊόντα πωλούνται με «καπέλο» (ημίψηλο) σε διαφορετικές χώρες στο εσωτερικό της;

Κανονικά θα έπρεπε να έχει φροντίσει για λόγους σύγκλισης, ειδικά όταν η απόκλιση οφείλεται σε αντικειμενικά γεωγραφικά στοιχεία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας, τα προϊόντα να πωλούνται ακόμα και φθηνότερα των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Αυτό όμως δεν συμβαίνει, με βασικό επιχείρημα ότι έχουμε ελεύθερη αγορά.

Αυτή τη λογική, ότι η αγορά είναι ελεύθερη, έρχεται να εκμεταλλευτεί η λογική των πολυεθνικών. Επιλέγουν ότι προτιμούν να «χτυπηθούν», με τη λογική της ελευθερίας, σε επίπεδο τιμών με τους ανταγωνιστές τους στις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές, εκεί που γίνονται οι μεγάλοι τζίροι και υπάρχουν οι υψηλές πωλήσεις. Την ίδια στιγμή βέβαια επιλέγουν όχι απλά να μη μειώσουν τις τιμές τους σε μικρές αγορές όπως η ελληνική, αλλά να μεταφέρουν ως επιβάρυνση μέρος του κόστους που υφίστανται από την εκπτωτική πολιτική στις μεγάλες αγορές. Αυτό, όπως αντιλαμβάνεστε, δεν είναι ακριβώς λειτουργία μιας ελεύθερης αγοράς. Είναι πρόβλημα και σε αυτό αναφέρεται στην επιστολή του προς την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.

Αν θεωρούμε ότι έχουμε κοινή αγορά στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όλα αυτά θα έπρεπε να λύνονται σε κοινό ευρωπαϊκό επίπεδο. Το κάναμε ή επιχειρήσαμε να το κάνουμε με τη φορολόγηση των συγκεκριμένων επιχειρήσεων (με τον παγκόσμιο φόρο), καθώς δεν φτάνουν οι ασύδοτες τιμολογήσεις, σε πολλές περιπτώσεις συνυπάρχει και ακραία αποφυγή φόρου.

Μπορούμε όμως να κάνουμε και εμείς εδώ μόνοι μας κάποια πράγματα. Πώς; Ενισχύοντας την Επιτροπή Ανταγωνισμού και τις υπόλοιπες ελεγκτικές Αρχές και αναθεωρώντας σε τακτά χρονικά διαστήματα τις τεχνικές ελέγχου της αγοράς, προκειμένου να ανταποκρίνονται στην ταχεία προσαρμοστικότητα που εμφανίζουν αυτές των συγκεκριμένων πανίσχυρων εταιρειών, αλλά ελέγχοντας και παρακολουθώντας πιο έντονα και την υπόλοιπη αγορά.

Μέρος της αντίδρασης αναλογεί και στον έλληνα καταναλωτή. Στο Βέλγιο με τα αντίστοιχα προβλήματα με εμάς στα επώνυμα προϊόντα, στις ιδιωτικές ετικέτες τα πάντα είναι φθηνότερα. Το 78,2% των ιδιωτικής ετικέτας προϊόντα στο Βέλγιο είναι φθηνότερα από τη γειτονική Ολλανδία, το 62% φθηνότερα από τη Γερμανία και το 60% από τη Γαλλία. Το πρόβλημα είναι ότι το μερίδιο της ιδιωτικής ετικέτας στις χώρες της Κεντρικής και Νότιας Ευρώπης ξεπερνά το 40% (Ελβετία 52%, Ισπανία 45%, Πορτογαλία 44%, Γερμανία 41%), στην Ελλάδα διαμορφώνεται ακόμα στο 24% και αυτό εξηγεί πολλά από τα προβλήματα..

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion