Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, και συγκεκριμένα της ΑΑΔΕ, περίπου 1.500.000 φορολογικές δηλώσεις, που καλύπτουν κοντά στα 2.000.000 φορολογουμένους, εμπίπτουν στον μηχανισμό προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος με τεκμαρτό τρόπο.

Οι φορολογικές αρχές απαιτούν πλέον από ελεύθερους επαγγελματίες, επιτηδευματίες και αυτοαπασχολουμένους δήλωση ελάχιστου εισοδήματος, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 10.920 ευρώ τον χρόνο. Κοινώς, οι προαναφερόμενοι δεν μπορούν να δηλώνουν λιγότερα από έναν μισθωτό που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό.

Με ένα κλικ η αμφισβήτηση του τεκμαρτού εισοδήματος – Άνοιξε η πλατφόρμα

Από την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία

Ο τεκμαρτός υπολογισμός των εισοδημάτων ενυπάρχει στη φορολογική νομοθεσία από την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία του ‘50, όπου κάλυπτε τότε την αδυναμία των φορολογικών αρχών να προσεγγίσουν τα εισοδήματα της λεγόμενης Ζ’ πηγής, δηλαδή του πλήθους ελευθέρων επαγγελματιών, εν γένει των εμπορευομένων, των επιτηδευματιών και των αυτοαπασχολουμένων.

Περιγράφονταν δε ως τεκμήρια βιωσιμότητας και σκοπό είχαν στα χρόνια του σχεδίου Μάρσαλ να αντιμετωπίσουν το εκτεταμένο φαινόμενο της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής.

Η μέθοδος κατά γενική ομολογία φαντάζει αρχαία σε τούτους τους καιρούς της πλήρως ψηφιοποιημένης οικονομίας, όπως διαφημίζει η κυβέρνηση. Λογικά δεν θα έπρεπε να έχουν θέση σε τούτη την εποχή της τεχνολογικής έκρηξης, της ψηφιοποίησης των συναλλαγών και της σχεδόν κατάργησης των μετρητών.

Οπως και οι φορολογικοί έλεγχοι στις μέρες μας θα έπρεπε να είναι καθολικοί, βάσει των υπαρχουσών τεχνολογικών δυνατοτήτων και της πλήρους καταγραφής των συναλλαγών μέσω των ΡΟS, με αξιοποίηση της τραπεζικής διαμεσολάβησης και της σύνδεσής τους με τα ηλεκτρονικά συστήματα που έχει αναπτύξει το υπουργείο Οικονομικών.

Οπως λένε οι γνωρίζοντες, όταν οι φορολογικές αρχές μπορούν να έχουν στη διάθεσή τους με ένα κλικ πλήρες το φορολογικό και εισοδηματικό προφίλ κάθε φορολογουμένου δεν θα έπρεπε να τίθεται καν θέμα δειγματοληπτικών φορολογικών ελέγχων, παρά μόνο καθολικών.

Ωστόσο, το υπουργείο Οικονομικών και συγκεκριμένα ο αρμόδιος υπουργός Κωστής Χατζηδάκης επέλεξε να επαναφέρει το 2024 σε ισχύ τα λεγόμενα αντικειμενικά κριτήρια και να δημιουργήσει ένα περιβάλλον ελάχιστης προσέγγισης του φορολογητέου εισοδήματος, προκειμένου να περιορίσει το διατηρούμενο επί δεκαετίες φαινόμενο της φοροδιαφυγής, που κατά πάσα βεβαιότητα ανθεί στη χώρα μας. Προσέφερε μάλιστα, υπό προϋποθέσεις, τη δυνατότητα αμφισβήτησης αυτού στα φορολογικά δικαστήρια.

Ασύλληπτο πάνω από το 20% του εισοδήματος

Η αλήθεια είναι ότι σύμφωνα με νεότερες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος πάνω από το 20% του ετησίως παραγόμενου εισοδήματος στην Ελλάδα παραμένει ασύλληπτο και αφορολόγητο, αφαιρώντας σημαντικά έσοδα από τα δημόσια ταμεία.

Ποσοστό που είναι από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Παρά ταύτα, οι οξυδερκέστεροι των αναλυτών αντιμετωπίζουν τη συγκεκριμένη επιλογή ως αμιγώς πολιτική και συνδεδεμένη με τις ευρύτερες πολιτικές επιδιώξεις της κυβέρνησης.

Οι αντιδράσεις που καταγράφηκαν το προηγούμενο διάστημα στην επαναφορά των αντικειμενικών κριτηρίων προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος θεωρούνται προσχηματικές από πολλούς. Θα κριθούν δε από τον αριθμό των φορολογουμένων που θα αρνηθούν το ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα και θα αμφισβητήσουν ενώπιον των φορολογικών δικαστηρίων.

Με το άνοιγμα της σχετικής πλατφόρμας ελάχιστοι, μόλις 65 την πρώτη μέρα, έσπευσαν να αρνηθούν το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα που επέβαλε ο κ. Χατζηδάκης.

Αν δηλαδή από τα περίπου 2.000.000 που εμπίπτουν στο μέτρο του τεκμαρτού προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος μόνο μερικές χιλιάδες το αμφισβητήσουν, τότε μάλλον θα δικαιωθούν όσοι υποστηρίζουν ότι η νεοδημοκρατική κυβέρνηση επέλεξε το «Deal των τεκμηρίων», κλείνοντας ουσιαστικά το μάτι με ένα σημαντικό κομμάτι του εκλογικού σώματος που θεωρείται συγγενές προς το κυβερνών κόμμα.

Το deal συνίσταται στο γεγονός ότι ένας σημαντικός αριθμός φορολογουμένων αποδέχεται μια ελάχιστη φορολογική συνεισφορά και έναντι αυτής απαλλάσσεται από τους απαιτητικούς φορολογικούς ελέγχους. Αυτή είναι κατά βάση η συμφωνία των φορολογικών αρχών μαζί τους και όλα δείχνουν ότι φαντάζει συμφέρουσα.

Διατήρηση της λεγόμενης «Δυαδικής Οικονομίας»

Στον βαθμό λοιπόν που τα λεγόμενα αντικειμενικά κριτήρια δεν αμφισβητηθούν μαζικά στα φορολογικά δικαστήρια, η συμφωνία μεταξύ πολιτικής ηγεσίας και περίπου 2.000.000 φορολογουμένων θα έχει επιβεβαιωθεί στην πράξη.

Επί της ουσίας το υπουργείο Οικονομικών ευνοεί με την επιλογή του τη διατήρηση της λεγόμενης «Δυαδικής Οικονομίας», της επίσημης και πλήρως καταγεγραμμένης και της ανεπίσημης, που έχει λόγους να μένει στην «γκρίζα» ζώνη ανταγωνιζόμενη με άνισους όρους όσους τηρούν τους νόμους και δηλώνουν μέχρι κεραίας τα έσοδά τους.
Οικονομικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι στην ατελή οικονομική μας οργάνωση ενυπάρχει πλήθος δραστηριοτήτων, χαμηλής επενδυτικής έντασης, που προτιμούν τρόπους αυτοχρηματοδότησης παρά οποιαδήποτε δεσμευτική σχέση και επαφή με το τραπεζικό σύστημα που θα τους έφερνε εμμέσως σε επαφή και με τις φορολογικές αρχές.

Στον ευρύτερο τουριστικό τομέα, στους κύκλους της βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτων, στα ενοικιαζόμενα δωμάτια και εν γένει στην παροχή απλού επιπέδου τουριστικών υπηρεσιών, όπως η διαχείριση παραλιών, το μικρεμπόριο διακίνησης διαφόρων αγαθών, συγκεκριμένες μικρής κλίμακας οικοδομικές εργασίες, ακόμη και στο εμπόριο αγροτικών προϊόντων, υπάρχει σημαντικός αριθμός αυτοαπασχολουμένων που προτιμά να κινείται στην περιφέρεια του οικονομικού συστήματος και να συναλλάσσεται με μετρητά, χωρίς να εξαρτάται από την τραπεζική διαμεσολάβηση. Γιατροί, χειρουργοί ιδιαιτέρως του ιδιωτικού τομέα υγείας, μηχανικοί, δικηγόροι και άλλοι συνεχίζουν να διεκδικούν «μαύρες» αμοιβές και έχουν πολλούς λόγους να μην αμφισβητήσουν τα αντικειμενικά κριτήρια προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος.

Αναχρονιστικά φορολογικά εργαλεία

Αυτή η στάση εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και την απροθυμία έως άρνηση σημαντικού αριθμού επαγγελματιών να αποδεχθούν τα POS και πολύ περισσότερο τη σύνδεσή τους με το σύστημα TAXIS του υπουργείου Οικονομικών.

Κοινώς τα μετρητά συνεχίζουν να καλύπτουν πάμπολλες δραστηριότητες και για κάποιες από αυτές να παραμένουν βασιλιάς. Το ερώτημα ωστόσο παραμένει.

Για πόσο η χώρα και η ψηφιοποιημένη υποτίθεται οικονομία μας μπορεί να συμφιλιώνεται με τέτοιες πρακτικές και να επιλέγει αναχρονιστικά φορολογικά εργαλεία όταν έχει στη διάθεσή της άπειρα τεχνολογικά εργαλεία και μέσα με πρωτοφανείς δυνατότητες;

Μόνο η ανάπτυξη σχετικών εφαρμογών της Τεχνητής Νοημοσύνης αρκεί να καλύψει την απαίτηση επικράτησης ενός μοντέλου καθολικών φορολογικών ελέγχων, ικανών να αποδώσουν φορολογική δικαιοσύνη και να επιτρέψουν τη διεκδικούμενη από όλους μείωση των φορολογικών συντελεστών. Αλλά αυτή είναι μια άλλου τύπου λύση που ξεπερνά κατά πολύ το deal των τεκμηρίων του κ. Χατζηδάκη.

Πηγή: Έντυπη έκδοση το ΒΗΜΑ

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Tax