Κρίσιμο για τα επόμενα 4 χρόνια της ελληνικής οικονομίας αναδεικνύεται το ερχόμενο τρίμηνο, καθώς μέχρι τον Σεπτέμβριο το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών θα πρέπει να έχει καταρτίσει  ένα 4ετές πλάνο προϋπολογισμών. Μέσα στον Ιούνιο αναμένεται να ολοκληρωθούν και οι τελευταίες λεπτομέρειεςσε σχέση με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες που θα ισχύσουν από το 2025, σημαίνοντας το τέλος της δημοσιονομικής χαλαρότητας της πανδημικής και μετέπειτα περιόδου.

Stern: Η ανάπτυξη στην Ελλάδα δεν είναι για όλους

Αυτό το οποίο μένει να καθοριστεί και είναι το πλέον σημαντικό είναι η κρίσιμη παράμετρος του «κόφτη» δαπανών. Αυτό το οποίο αναμένει η ελληνική κυβέρνηση είναι το πλαφόν μεταβολής των καθαρών δαπανών για το διάστημα 2025-2028.

Επί της ουσίας οι επόμενοι 4 προϋπολογισμοί θα συνταχθούν με βάση αυτά τα ποσοστά που θα ανακοινωθούν σε λίγες ημέρες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις αρμοδίων παραγόντων, το πιθανότερο είναι ότι για την Ελλάδα το ποσοστό αύξησης των δαπανών θα κυμανθεί στην περιοχή του 2,5% με 3%.

Ουσιαστικά, αυτό το ποσοστό θα αφήσει πολύ περιορισμένα περιθώρια για αυξήσεις δαπανών την επόμενη χρονιά, πέραν των ήδη δρομολογημένων.

Το πλαφόν στις δαπάνες ουσιαστικά θα αφορά τον ρυθμό μεταβολής τους από τη μία χρονιά στην επόμενη.

Οι διαφορές με την Κομισιόν

Αξίζει να σημειωθεί ότι το τελικό ποσοστό προκύπτει από «ασκήσεις» για τη βιωσιμότητα του χρέους της κάθε χώρας μέλους. Υπό αυτήν την έννοια το πρωτογενές πλεόνασμα περνά σε…δεύτερο πλάνο, αλλά παραμένει σημαντικό.

Οι όποιες διαφορές υπάρχουν αλλά και οι πολιτικές που θα πρέπει να υλοποιήσει η Ελλάδα μέχρι και το 2028, θα είναι το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης, η οποία θα ξεκινήσει στην ουσία από τον Ιούλιο και αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στο Σεπτέμβριο.

Σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις για ανάπτυξη, Ελλάδα και ΕΕ έχουν κάποιες μικρές διαφορές μέχρι και το 2025. Στις εαρινές της προβλέψεις, η Κομισιόν προβλέπει για την Ελλάδα ανάπτυξη 2,2% για φέτος και 2,3% για το 2025 έναντι 2,5% και 2,6% αντίστοιχα που προβλέπει το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.

Η Ελλάδα έχει λάβει μια πρώτη γεύση για την περιοχή στην οποία θα κινηθεί το πλαφόν από φέτος.

Η χώρα έχει αναλάβει δέσμευση να συγκρατήσει τον ρυθμό αύξησης των καθαρών δαπανών στο 2,6%, ποσοστό που μεταφράζεται σε περίπου 2,5 δισ. ευρώ.

Μέχρι στιγμής ο ρυθμός μεταβολής έχει συγκρατηθεί στο 2,1%. Αν αυτό το ποσοστό διατηρηθεί μέχρι το τέλος του έτους, η διαφορά ενδέχεται να κρατηθεί για μελλοντικούς σκοπούς, ενώ δεν πρόκεται να αποδοθεί προς την κοινωνία, υπό τη μορφή μερίσματος.

Το ποσοστό ανόδου των δαπανών θα καθοριστεί ανά έτος για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, με την κυβέρνηση της ΝΔ να καλείται να καταθέσει το πρόγραμμά της κατά τον ερχόμενο Σεπτέμβριο. Άλλωστε, το Μεσοπρόθεσμο που κατέθεσε στο τέλος Απριλίου προς την Κομισιόν, δεν περιλαμβάνει προβλέψεις για τα έτη 2026 και 2027, τουλάχιστον, όπως παρουσιάστηκε από το Δελτίο Τύπου του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.

Η εξίσωση των πλεονασμάτων και το χρέος

Η εξίσωση των πρωτογενών πλεονασμάτων φαντάζει, επίσης, δύσκολη για τα επόμενα χρόνια, καθότι η χώρα μας καλείται να παράγει με υψηλό ρυθμό, ως σύνδεση με τη μείωση του χρέους ως προς το ΑΕΠ.

Για όσες χώρες το χρέος τους ξεπερνά το 60%, ο προηγούμενος κανόνας προέβλεπε πως οι χώρες κράτη μέλη θα έπρεπε να μειώνουν κατά 1/20 κάθε χρόνο το χρέος τους. Αυτό θα σήμαινε για την περίπτωση της Ελλάδας μια μείωση της τάξεως του 5% ετησίως. Ο νέος κανόνας προβλέπει καλύτερους όρους μείωσης καθώς οι χώρες με χρέος πάνω από 90% του ΑΕΠ θα πρέπει να παρουσιάζουν ετήσια μείωση του χρέους κατ’ ελάχιστο 1% του ΑΕΠ.

Στις χώρες με χρέος μεταξύ 60% και 90% του ΑΕΠ, η ετήσια μείωση του χρέους θα πρέπει να είναι τουλάχιστον είναι 0,5% του ΑΕΠ.

Επιπλέον με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, μειώνονται οι ελάχιστες απαιτήσεις για περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.

Ειδικότερα, τόσο οι υφιστάμενοι όσο και οι νέοι κανόνες προβλέπουν ότι τα κράτη θα πρέπει κατά κανόνα να θέτουν στόχους για το δημοσιονομικό έλλειμμα, οι οποίοι να είναι πιο φιλόδοξοι από το ανώτατο όριο 3% που ορίζει η Συνθήκη.

Στο υφιστάμενο πλαίσιο, υπάρχουν δύο τέτοια ανώτατα όρια τα οποία στην περίπτωση της Ελλάδας συνεπάγονται μέγιστο έλλειμμα ίσο με 0,8% του ΑΕΠ.

Με τους νέους κανόνες τίθεται ένα ενιαίο και λιγότερο αυστηρό ανώτατο όριο ελλείμματος, το οποίο προβλέπει ότι το έλλειμμα δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 1,5% του ΑΕΠ.

Το «κλειδί»

Το νέο εργαλείο ελέγχου των χωρών  και «κλειδί» του νέου Συμφώνου Σταθερότητας της Κομισιόν θα είναι η «οροφή» στις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες. Ουσιαστικά, θα υπάρχει μια συμφωνημένη πορεία των καθαρών δαπανών. Βάσει των νέων κανόνων θα μπορεί να συμβεί μια σωρευτική απόκλιση κατά 0,6%, η οποία όμως δεν θα μπορεί να χρησιμοποιείται κατά το ήμισυ (0,3%) μέσα σε μια χρονιά ειδάλλως εάν τα όρια δεν γίνονται σεβαστά τότε η χώρα  θα μπαίνει σε διαδικασία υπερβολικού ελλείματος.

Επιπλέον για τις δαπάνες και σε ό,τι αφορά την Ελλάδα θα υπάρξει ειδικό πλαίσιο, καθώς δεν θα προσμετρηθούν οι επιπλέον τόκοι που θα πρέπει να πληρώνει η χώρα από το 2033, καθώς το 2032 τελειώνει η περίοδος χάριτος για τα δάνεια του ESM και του EFSF.

Οι επενδύσεις στην Άμυνα, δηλαδή σε εξοπλιστικά προγράμματα και όχι σε λειτουργικές δαπάνες των Ενόπλων Δυνάμεων δεν θα μετρούν στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Οικονομία