Η επικαιροποίηση των βασικών δεικτών για την κλιματική αλλαγή που ανακοίνωσε την Τετάρτη μια ομάδα επιφανών επιστημόνων κατά την εναρκτήρια ημέρα της Συνδιάσκεψης της Βόννης για το Κλίμα ήταν οδυνηρά αποκαλυπτική, αφού αποτύπωσε ανάγλυφα την καταλυτική, αρνητική βέβαια, επίδραση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στην αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη.

Τα συμπεράσματα της Συνδιάσκεψης που ξεκίνησε στις 5 και ολοκληρώνεται στις 15 Ιουνίου θα αποτελέσουν τη βάση της συζήτησης στην COP29, που θα πραγματοποιηθεί από τις 11 έως τις 22 Νοεμβρίου στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν.

Κλιματική αλλαγή: Ο Μάιος 12ος συνεχόμενος μήνας με θερμοκρασίες ρεκόρ – Το κόστος για την οικονομία [γράφημα]

Η μελέτη των 59 επιστημόνων από 44 διεθνή ερευνητικά κέντρα και Οργανισμούς δημοσίευσαν ταυτόχρονα τη μελέτη τους για την υπερθέρμανση του πλανήτη στην επιθεώρηση «Earth System Science Data». Και όπως γράφει ο Τομά Ποντιρολί στη γαλλική οικονομική εφημερίδα «Les Echos», «δεν αποτέλεσαν έκπληξη, αλλά σήμαναν συναγερμό». Διαψεύδοντας ταυτόχρονα όσους υποστηρίζουν ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι μια φυσική διαδικασία που οφείλεται ως επί το πλείστον σε φυσικά φαινόμενα, όπως είναι το Ελ Νίνιο, θα προσθέταμε.

Η Γη βράζει

Αναμφίβολα το περιβάλλον και το κλίμα του πλανήτη επηρεάζεται και επιβαρύνεται από ανυπέρβλητα φυσικά φαινόμενα. Καταστρέφεται όμως ως επί το πλείστον από δραστηριότητες του ανθρώπινου γένους, που θα μπορούσαν να περιοριστούν. Είναι οι ανθρώπινες δράσεις που ανέβασαν τη μέση θερμοκρασία του πλανήτη σε απόλυτες τιμές κατά 0,26 βαθμούς Κελσίου την περίοδο 2014-2023. Πρόκειται για ένα ρυθμό αύξησης της θερμοκρασίας που δεν έχει προηγούμενο – και θα παρατηρούσε κανείς ότι στη δεκαετία αυτή περιλαμβάνεται μια διετία μεγάλης κάμψης των ανθρώπινων δράσεων λόγω της πανδημίας.

Αν συγκριθεί με τη θερμοκρασία της προ-βιομηχανικής εποχής, η αύξηση της θερμοκρασίας της Γης έφθασε τους 1,19 βαθμούς Κελσίου τη δεκαετία που εξέτασαν οι ερευνητές. Αυτό σημαίνει ότι η καθαρή αύξηση είναι, κατά τους ειδικούς, 1,14 βαθμοί Κελσίου τη δεκαετία 2014-2023 συγκριτικά με τις τιμές της προηγούμενης μέτρησης. Και συγκριτικά με την έκτη έκθεση της GIEC, που καλύπτει τη δεκαετία 2010-2019, η αύξηση είναι 1,07 βαθμοί Κελσίου.

Η GIEC είναι η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος, μια επιστημονική επιτροπή που ιδρύθηκε το 1988 από τον Παγκόσμιο Μετεωρολογικό Οργανισμό και το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών και λειτουργεί υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Η GIEC θα ανακοινώσει την έβδομη έκθεσή της το 2027.

Τα ορυκτά καύσιμα

Μόνο για το έτος 2023 η αύξηση της θερμοκρασίας που αποδίδεται στην ανθρώπινη δραστηριότητα έφθασε τους 1,31 βαθμούς Κελσίου, ενώ η συνολική αύξηση ήταν 1,43 βαθμοί Κελσίου, διότι και η φυσική μεταβλητότητα του κλίματος έπαιξε επίσης ένα ρόλο, κυρίως το φαινόμενο Ελ Νίνιο. Η αρνητική επίδραση του ανθρώπου στην υπερθέρμανση είναι όμως ασύγκριτα μεγαλύτερη από τα φυσικά φαινόμενα, όπως δείχνουν οι μετρήσεις των ειδικών.

«Η φιλοδοξία της Συμφωνίας του Παρισιού να συγκρατηθεί η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου και, ει δυνατόν, κάτω από τον 1,5 βαθμό, μοιάζει σταδιακά να απομακρύνεται, καθώς η ανθρωπότητα δεν καταφέρνει να μειώσει αποτελεσματικά τις εκπομπές ρύπων», σημειώνουν οι μελετητές.

Η ρύπανση προκαλείται κατά κύριο λόγο από τη μαζική χρήση ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ενέργειας, κυρίως πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα. Τη δεκαετία 2013-2022 οι εκπομπές αυτές έφτασαν στο επίπεδο-ρεκόρ των 53 δισεκατομμυρίων τόνων διοξειδίου του άνθρακα ετησίως κατά μέσον όρο. Μόνο για την χρονιά 2022 έφθασαν τους 55 δισ. τόνους.

«Οι ρύποι αυξήθηκαν κατά 30% από το έτος 2000 σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά ο ρυθμός αύξησής τους έχει υποχωρήσει σήμερα στο 1% ετησίως από 2% έως 3% που ήταν προ εικοσαετίας», σημειώνει ο Πιερ Φρίντλινγκσταϊν, διευθυντής έρευνας στο Εργαστήριο Μετεωρολογικής Δυναμικής του γαλλικού ερευνητικού κέντρου CNRS και καθηγητής στο βρετανικό Πανεπιστήμιο του Έξετερ.

Δεν αρκεί η προσπάθεια

«Ο ρυθμός αύξησης των ρύπων από τα ορυκτά καύσιμα έχει μειωθεί, αλλά όχι αρκετά για να μπορεί η ανθρωπότητα να είναι ικανοποιημένη ότι αντιμετωπίζει το πρόβλημα», σημειώνει ο ρεπόρτερ της «Les Echos». Διότι, όπως σημείωσαν οι ειδικοί, η ποσοστιαία αύξηση δεν παύει, αν και μικρότερη, να προσθέτει σ’ αυτό που ονομάζεται «προϋπολογισμός υπολειπόμενου άνθρακα». Πρόκειται για τη συνολική ποσότητα CO2 που θα μπορούσε ακόμα να εκπέμπεται στην ατμόσφαιρα δίχως ξεπεράσει η αύξηση της θερμοκρασίας στον πλανήτη τον 1,5 βαθμό Κελσίου συνολικά.

«Αυτό είναι το περιθώριο των ελιγμών μας. Κι αυτό το περιθώριο μειώνεται ολοταχώς. Στην τελευταία έρευνα καταναλώσαμε περίπου 200 δισ. τόνους CO2 από τον προϋπολογισμό, ενώ είχαμε καταναλώσει άλλα 250 δισ. κατά την προηγούμενη έρευνα δεκαετίας. Με το ρυθμό αυτό θα έχουμε εξαντλήσει τον προϋπολογισμό υπολειπόμενου άνθρακα το έτος 2029», σημειώνουν στην έκθεσή τους οι επιστήμονες.

«Αυτή είναι μια κρίσιμη δεκαετία. Η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 1,5 βαθμό Κελσίου αναμένεται να συμβεί ή να ξεπεραστεί μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια, αν δεν επέλθει μια ψύξη που προκαλείται έπειτα από μια μεγάλη ηφαιστειακή έκρηξη», επισημαίνει ο Πιερ Φρίντλινγκσταϊν.

Ο καθηγητής εκτιμά ότι η δεκαετία που διανύουμε είναι αυτή που οι παγκόσμιες εκπομπές ρύπων θα κορυφωθούν, αλλά θα μπορούσαμε να περιμένουμε ότι θα αρχίσουν επίσης να μειώνονται.

«Πρέπει να επιτύχουμε καθαρές μηδενικές εκπομπές όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Αυτή η έκθεση υπογραμμίζει τον επείγοντα χαρακτήρα που έχουν οι εν εξελίξεις διαπραγματεύσεις για το κλίμα», επισημαίνει ο Φρίντλινγκσταϊν.

Παράθυρο αισιοδοξίας

Δεν είναι όμως τελείως μαύρος ο ορίζοντας. Μια ενθαρρυντική νότα αισιοδοξίας δίνει μιλώντας στη «Les Echos» η Βαλερί Μασόν-Ντελμότ, ερευνήτρια στο γαλλικό Εργαστήριο Επιστημών για το Κλίμα και το Περιβάλλον.

«Η πολιτική δράση έχει ήδη δημιουργήσει επιτυχίες. Το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ του 1987 μείωσε τις εκπομπές χημικών ενώσεων που κατέστρεφαν τη στιβάδα του όζοντος. Παρατηρουμε μείωση των εκπομπών θείου, ιδιαίτερα εκείνων από την παγκόσμια ναυτιλία, χάρη στη Σύμβαση Marpol του 1973, που αναθεωρήθηκε το 2005», τόνισε η ερευνήτρια.

Ένα ακόμα ενθαρρυντικό σημάδι που ανέφερε η Μασόν-Ντελμότ είναι οι εκτιμήσεις ότι οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από την Κίνα μπορεί να έχουν ήδη κορυφωθεί χάρη στη μεγάλη αύξηση της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στη χώρα. Σύμφωνα με έρευνες, περίπου το 10% του συνόλου της ενέργειας που καταναλώνεται σήμερα στην Κίνα παράγεται από φωτοβολταϊκά και αιολικά πάρκα.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Green