Από τα τέλη του 2022 η χώρα βρίσκεται σε μια μακρά και διαρκή προεκλογική περίοδο κατά την οποία έχουν μεσολαβήσει δύο βουλευτικές εκλογές, οι δημοτικές και περιφερειακές εκλογές και οι επικείμενες ευρω-εκλογές. Η αντιπαράθεση καθοδηγήθηκε από την μικροπολιτική αντιπαράθεση και την προσπάθεια αμαύρωσης πολιτικών προσώπων, και πολύ λιγότερο από την συζήτηση των δημοσίων πολιτικών συγκεκριμένων στόχων αναμόρφωσης βασικών στοιχείων της οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους και της οικονομίας, η οποία εξακολουθεί να επείγει.

Στην τρέχουσα συγκυρία ένα πρώτο λάθος μήνυμα είναι «γιατί δεν συζητάμε για την Ευρώπη», γιατί αυτό οφείλει να είναι αναπόσπαστο τμήμα σε κάθε διαβούλευση για τον προσδιορισμό των λύσεων, των στόχων και της εφαρμογής των πολιτικών. Πρέπει να αναρωτηθούμε αν υπάρχει κάποιο δημόσιο πρόβλημα (π.χ. κατάρτιση τακτικού προϋπολογισμού, συνταξιοδοτικό, δημόσια υγεία, περιβάλλον, εκπαιδευτική πολιτική κ.ά.) στο οποίο δεν χρειάζεται να προστρέξουμε στο ευρωπαϊκό επίπεδο για την τήρηση του κοινοτικού δικαίου, ή την αναζήτηση καλών πρακτικών και την τεχνοκρατική και χρηματοδοτική στήριξη.

Οι ευρωεκλογές είναι «δεύτερης τάξης» εκλογές, δηλαδή ιεραρχούνται χαμηλότερα συγκριτικά προς τις βουλευτικές εκλογές. Ωστόσο, οι πολίτες κάθε μέρα διαμορφώνουν τα αιτήματά τους και τις προσδοκίες τους από την κυβερνητική λειτουργία με γνώμονα την σύγκλιση προς τα καλύτερα ευρωπαϊκά πρότυπα και δείκτες πολιτικής («εξευρωπαϊσμός»). Αν η ανεργία ή ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι το πρόβλημα, το μέτρο σύγκρισης είναι οι σχετικοί δείκτες Eurostat και DESI, οι οποίοι τεκμηριώνουν την ανάγκη ακόμη καλύτερων αποτελεσμάτων πολιτικής.

Κατά συνέπεια, οι ευρω-εκλογές δεν είναι ένα δημοψήφισμα για την Ευρώπη, γιατί αυτή είναι μια παρωχημένη αντίληψη για τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνουν οι πολίτες την ΕΕ, και αφορά αποκλειστικά στην επιλογή των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Άλλωστε, σε επίπεδο ΕΕ η αντιπροσώπευση των πολιτών γίνεται και στο πλαίσιο των διακυβερνητικών οργάνων – του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου – στα οποία τα κυβερνητικά στελέχη οφείλουν να διαμεσολαβούν τα εθνικά συμφέροντα.

Ο ρόλος των πολιτών, κατά συνέπεια, δεν περιορίζεται στις ευρωεκλογές, αλλά μέσω των βουλευτικών εκλογών μεταβάλλουν την σύνθεση των διακυβερνητικών οργάνων με την ανάδειξη διαφορετικών κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών. Αυτή είναι και η πεμπτουσία της πολιτικής ζωής στην Ευρώπη, δηλαδή ο πλουραλισμός της πολιτικής ζωής, ο οποίος εξασφαλίζεται από ένα σταθερό θεσμικό πλαίσιο για την αντιπαράθεση και συνεργασία κυβερνητικών στελεχών και βουλευτών με διαφορετική πολιτικο-οικονομική συγκρότηση (αντιστοίχως στα διακυβερνητικά όργανα και το Ευρωκοινοβούλιο).

Σε μία συγκυρία στην οποία υποχωρεί η εμπιστοσύνη στους πολιτικούς θεσμούς σε όλη την Ευρώπη, στέλνουμε ένα δεύτερο λάθος μήνυμα προς τους πολίτες ότι οι ευρωεκλογές είναι η μόνη δυνατότητα αντιπροσώπευσης στην ΕΕ. Αν και το Ευρωκοινοβούλιο αποτελεί ένα εκ των δύο νομοθετικών οργάνων, η πραγματικότητα είναι ότι οι εργασίες των διακυβερνητικών οργάνων εξακολουθούν να έχουν μεγαλύτερη δημοσιότητα, αλλά και μεγαλύτερες δυνατότητες ουσιαστικής διαπραγμάτευσης και προσδιορισμού των στόχων των πολιτικών. Ταυτόχρονα, υφίσταται ένα ισχυρότερο πλαίσιο λογοδοσίας των κυβερνήσεων στα εθνικά κοινοβούλια και την κοινή γνώμη εν γένει για την λήψη αποφάσεων στην ΕΕ. Αντιθέτως, η σύνδεση των ευρωβουλευτών με το εκλογικό σώμα εξακολουθεί να είναι αρκετά χαλαρή έως ανύπαρκτη. Ποια μπορεί να είναι άραγε η σχέση αντιπροσώπευσης των νέο-εκλεγέντων ευρωβουλευτών οι οποίοι ανακηρύχθηκαν υποψήφιοι προ τριμήνου σε μια ενιαία εκλογική περιφέρεια που καλύπτει όλη την επικράτεια;

Τέλος, το τρίτο λάθος μήνυμα είναι ότι οι ευρωεκλογές αφορούν στην αναμέτρηση με την άκρα δεξιά. Η δυναμική της τελευταίας είναι αδιαμφισβήτητη ανά την Ευρώπη, αλλά αποτελεί μια εξαιρετικά διαφοροποιημένη δύναμη ως προς τις διακηρύξεις, τα γενεσιουργά αίτια και την στοχοθεσία. Πάντως, οι κορυφαίες εκφράσεις της (Ιταλία, Γαλλία, Ολλανδία) δεν θέτουν ως βασικό αίτημα την αποχώρηση από το ευρώ ή την ΕΕ, καθώς όλοι έχουν γίνει σοφότεροι από την περίπτωση του Brexit και των δεινών που προκαλεί ένας άκρατος και ισοπεδωτικός δημαγωγικός λόγος. Όσοι επισείουν τον ακροδεξιό κίνδυνο, θα πρέπει κυρίως να συλλογιστούν πώς άλλοτε κυρίαρχα κόμματα εξουσίας έχουν χάσει το νήμα της αντιπροσώπευσης, τη δυνατότητα διαμόρφωσης ισχυρών πολιτικών σκοπών, την ακεραιότητα, αλλά και την ανάδειξη ικανών στελεχών για να ανταποκριθούν στο τμήμα των εκλογικών σωμάτων που επιλέγουν αντισυστημικά κόμματα για να εκφράσουν «συστημικά» αιτήματα. Δηλαδή, πώς θα ενισχυθεί η κυβερνητική αποδοτικότητα για την εκπλήρωση στόχων βιωσιμότητας του κράτους, κοινωνικής συνοχής και εμβάθυνσης της δημοκρατίας. Έχουμε άραγε την πολυτέλεια να χαρακτηρίζουμε συλλήβδην αντισυστημικούς και «απέταιρους» ένα σημαντικό πλέον τμήμα των πολιτών, χωρίς να κατανοήσουμε τους βασικούς λόγους που τους οδηγούν στην αποχή ή την τακτική ψήφο;

Μάνος Παπάζογλου, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικών Συστημάτων, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts