Σύμφωνα με μια μάλλον επιφανειακή ανάγνωση της πραγματικότητας, η χώρα μας βρίσκεται σε μια περίοδο εντυπωσιακής σταθεροποίησης του πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων.

Εάν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις, η Νέα Δημοκρατία θα είναι πρώτη με διπλάσιες ψήφους από το δεύτερο κόμμα, τον ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη και εάν δεν πετύχει τον στόχο του 33% θα έχει πάρει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά κεντροδεξιού κόμματος στην Ευρώπη. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα έχει παγιωθεί ως ένας από τους πιο πετυχημένους ηγέτες του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και οι «μετοχές» του στο χρηματιστήριο αξιωμάτων των ευρωπαϊκών θεσμών θα έχουν ανέβει σημαντικά.

Και ο συσχετισμός δείχνει να παγιώνεται γιατί μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Στέφανο Κασσελάκη να κατάφερε να αποφύγει τη διάλυση, αλλά αυτή τη στιγμή εξακολουθεί να μην μπορεί να πείσει ότι είναι ένα κόμμα που μπορεί να κυβερνήσει και με αυτόν τον τρόπο να αλλάξει τα πράγματα, την ώρα που το ΠΑΣΟΚ έχει δείξει ότι δεν μπορεί να ανακτήσει το μεγαλύτερο μέρος της παλιάς του επιρροής. Την ίδια ώρα οι παραλλαγές της ακροδεξιάς ενισχύονται χωρίς όμως να απειλούν την πρωτοκαθεδρία της ΝΔ. Όσο για το ΚΚΕ παρότι χαίρει μεγάλης εκτίμησης, δεν κατορθώνει να αποκτήσει μια επιπλέον δυναμική.

Όλα αυτά κάνουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη να αισθάνεται ιδιαίτερα ισχυρός και ανθεκτικός. Σε τελική ανάλυση κατάφερε να αντέξει μια πανδημία κατά την οποία η χώρα μας είχε μία από τις χειρότερες αναλογίες θανάτων ως ποσοστό του πληθυσμού, μια σιδηροδρομική τραγωδία που σχετίζεται άμεσα με την αδυναμία της δικής του κυβέρνησης να προωθήσει την υλοποίηση αναγκαίων έργων, ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα υποκλοπών με άμεση εμπλοκή του ίδιου του Μεγάρου Μαξίμου και βεβαίως ένα παρατεταμένο κύμα ακρίβειας που γονατίζει τα λαϊκά στρώματα.

Μόνο που στη ζωή τίποτα δεν είναι πιο απατηλό από μια αίσθηση ακλόνητης κυριαρχίας. Όχι γιατί αυτή τη στιγμή η ΝΔ δεν είναι κυρίαρχη στο πολιτικό σκηνικό ικανή να επιβάλει τις πολιτικές που αυτή επιθυμεί. Αλλά γιατί τα πράγματα στην πολιτική δεν κινούνται ποτέ με βάση παγιωμένους συσχετισμούς και ποτέ η ανατροπή δεν προειδοποιεί.

Γιατί την ώρα που εμφανίζει αυτή την εικόνα το πολιτικό σκηνικό, μέσα στην κοινωνία τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εκεί σωρεύεται δυσαρέσκεια, που μπορεί να μην γίνεται ρητή οργή και να προς το παρόν να περιορίζεται σε ξεσπάσματα αγανάκτησης, αλλά παρ’ όλα αυτά αργά, αλλά σταθερά υπονομεύει την εικόνα της σταθερότητας.

Γιατί υπάρχει ένα όριο ανοχής και αντοχής για ανθρώπους που ζουν σε συνθήκες που αισθάνονται ότι η ζωή τους γίνεται όλο και πιο δύσκολη, όλο και πιο επισφαλής. Και μπορεί οι περισσότεροι να επικεντρώνονται στην ατομική επιβίωση, κάτι που εξηγεί σε ένα βαθμό και γιατί βλέπουμε μειωμένη διάθεση συμμετοχής στις εκλογές, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι θα παραμείνουν παθητικοί θεατές για πάντα.

Όταν το κλίμα είναι βαρύ και τα ρήγματα ενεργά, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι η κατάσταση θα παραμείνει στάσιμη. Και μπορεί να μην υπάρχει κάποια πολιτική δύναμη που να εκπροσωπεί αυτή τη βαθύτερη διάθεση τα πράγματα να πάνε αλλιώς, όμως αυτό δεν αναιρεί το ενδεχόμενο ιστορικά «απρόοπτα» να λειτουργήσουν σαν καταλύτες και να κάνουν αυτή τη διάχυτη δυσαρέσκεια να αποκτήσει πολύ πιο έντονα χαρακτηριστικά και έτσι να πυροδοτήσει πολιτικές εξελίξεις.

Η ιστορία δείχνει πως όταν υπάρχει μια αναντιστοιχία ανάμεσα στη μορφή και τον συσχετισμό στο πολιτικό σκηνικό και τις πραγματικές διαθέσεις στην κοινωνία, ο ρυθμός των αλλαγών και των ανατροπών μπορεί να ξαφνιάσει. Και τότε το αποτέλεσμα των εκλογών θα φαντάζει ένα μακρινό στιγμιότυπο.

Προφανώς και μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι τα πράγματα ακόμη και έτσι να μην αλλάξουν. Χωρίς πολιτική κατεύθυνση που να εμπνέει και συνάμα να διαπαιδαγωγεί την κοινωνία στη διεκδίκηση μιας διαφορετικής προοπτικής είναι πιθανό να έχουμε απλώς εναλλαγές ανάμεσα σε κοινωνικές εκρήξεις και περιόδους αποκαρδίωσης και εξατομίκευσης. Όμως, ακόμη και έτσι απλώς θα έχει καθυστερήσει το ιστορικό «απρόοπτο».

Ωστόσο, δεν αρκεί απλώς να ελπίζουμε στο «απρόοπτο». Γιατί την ίδια στιγμή αυτή η ψευδαίσθηση παντοδυναμίας μιας ορισμένης εκδοχής πολιτικής είναι απλώς το αποτέλεσμα της αποδιάρθρωσης αυτού που κάποτε ορίζαμε ως «προοδευτική παράταξη». Η αποδιάρθρωσή της δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει χώρος και ανάγκη γι’ αυτήν. Γιατί εάν δει κανείς τι ζητούν οι πολίτες θα δει ότι θέλουν μεγαλύτερο αίσθημα κοινωνικής ασφάλειας (που έχει περισσότερο να κάνει με το εάν λειτουργούν τα νοσοκομεία παρά με το εάν περιπολούν αστυνομικοί), πιο παρεμβατικό κράτος και περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη. Όλα αυτά που ιστορικά ταυτίστηκαν με τον κοινωνικό και πολιτικό προοδευτισμό.

Αυτό ορίζει και την πρόκληση: να συσπειρωθούν όχι τα κόμματα ή οι πολιτευτές, αλλά οι διανοητικές και κοινωνικές δυνάμεις που μπορούν να ανασυνθέσουν μια τέτοια προοπτική. Οι άνθρωποι με τη γνώση, την επιστημονική κατάρτιση, την όρεξη για δουλειά, τη διάθεση προσφοράς, την επιλογή να κάνουν τη μεγάλη συζήτηση ανάμεσα στις δυνάμεις της εργασίας, της επιστήμης και της υγιούς επιχειρηματικότητας για το μέλλον της χώρας. Με νέες μορφές, νέους τρόπους, νέα γλώσσα αλλά την ίδια πεποίθηση ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν.

Άλλωστε, η ιστορία έχει αποδείξει ότι έχει πολύ περισσότερη φαντασία από όσο πιστεύουμε.

ΥΓ. Δεν είναι δουλειά μου να κάνω υποδείξεις, όμως να πάτε να ψηφίσετε. Να το πω διαφορετικά: να τσακιστείτε να πάτε να ψηφίσετε, ακόμη και εάν αισθανθείτε ότι ψηφίζετε το «μικρότερο κακό», ακόμη και εάν μετά το μετανιώσετε. Συμμετοχή σημαίνει και ανάληψη ευθύνης, αλλά και δικαίωμα κριτικής, ενώ αποχή σημαίνει ότι απεμπολούμε το σημαντικό δικαίωμα στην ψήφο, στη δυνατότητα να κάνουμε κάτι. Σε τελική ανάλυση ακόμη και εάν συμμεριστούμε την άποψη ότι οι ευρωεκλογές λειτουργούν σαν μεγάλη δημοσκόπηση, ας είναι το δείγμα όσο πιο μεγάλο γίνεται και το μήνυμα όσο πιο ηχηρό.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion