Η εξωστρέφεια είναι κομβικής σημασίας στόχος στην προσπάθεια για τη μεταρρύθμιση του αναπτυξιακού υποδείγματος της ελληνικής οικονομίας. Η αύξηση της εξωστρέφειας επιτρέπει σε μια μικρή ανοιχτή οικονομία, όπως η ελληνική, να εξειδικευθεί στην παραγωγή εκείνων των αγαθών και υπηρεσιών στα οποία διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα και να εισάγει τα υπόλοιπα. Αυτό, έστω κι αν έχει το τίμημα ότι αυξάνει την ευαισθησία της οικονομίας στις διαταραχές του εξωτερικού περιβάλλοντος, μακροπρόθεσμα αυξάνει τη μέση παραγωγικότητα της οικονομίας και άρα τα διαθέσιμα εισοδήματα.Κατά την περίοδο προ της κρίσης χρέους η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας βασίστηκε στην εγχώρια ζήτηση, κράτους και ιδιωτών, με καύσιμο τον δανεισμό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία θηριωδών δίδυμων ελλειμμάτων, εξωτερικού και δημοσιονομικού.

Την περίοδο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής τα εξωτερικά ελλείμματα συρρικνώθηκαν, αυτό όμως έγινε με κατάρρευση των εισαγωγών λόγω μείωσης των διαθέσιμων εισοδημάτων και όχι με αύξηση εξαγωγών. Τα τελευταία χρόνια τόσο οι εξαγωγές όσο και οι εισαγωγές αυξάνονται. Η εξωστρέφεια τυπικώς μετρείται ως το άθροισμα των εξαγωγών και των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών ως ποσοστό του ΑΕΠ. Επομένως, με αυτό το κριτήριο, η εξωστρέφεια της οικονομίας έχει βελτιωθεί σημαντικά.

Οσον αφορά τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, έφτασαν το 2023 περίπου το 45% του ΑΕΠ, από μόλις 18,5% το 2003, πλησιάζοντας ως ποσοστό του ΑΕΠ τον μέσο όρο της ευρωζώνης (51,5%). Οι εξαγωγές είναι περίπου ίσα μοιρασμένες μεταξύ αγαθών και υπηρεσιών (τουρισμός και ναυτιλία). Ο τουρισμός επωφελείται από τη μεταπανδημική ορμή για ταξίδια αλλά και τη βελτίωση της φήμης της χώρας. Η αύξηση των εξαγωγών αγαθών επιτεύχθηκε σε έναν βαθμό ως αναγκαστική επιλογή πολλών επιχειρήσεων, οι οποίες κατά τα χρόνια της κρίσης δεν είχαν επαρκή ζήτηση εγχωρίως και στράφηκαν στις αγορές του εξωτερικού, αλλά και λόγω της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας ως προς τις τιμές. Ωστόσο, επίσης έγινε σε μεγάλο βαθμό με αξιοποίηση της υπάρχουσας σχολάζουσας δυναμικότητας και όχι με νέες επενδύσεις, οι οποίες παρέμειναν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε περαιτέρω πρόοδος στην ανάπτυξη των εξαγωγών θα απαιτήσει περισσότερες επενδύσεις.

Περαιτέρω, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των εξαγωγών απέχουν από το ιδεατό. Οσον αφορά τις εξαγωγές υπηρεσιών, μεγάλη συζήτηση γίνεται ήδη για τους κινδύνους της μονομερούς εξάρτησης από τον τουρισμό (δεδομένου ότι η ναυτιλία έχει σχετικά μικρότερες συνέργειες με τη στεριανή οικονομία). Είναι ανάγκη το μοντέλο του τουρισμού να βασίζεται λιγότερο στον αριθμό των αφίξεων και περισσότερο στην αύξηση της δαπάνης ανά επισκέπτη, με στόχο τη μείωση των οικονομικών και κοινωνικών παρενεργειών. Οσον αφορά τις εξαγωγές των αγαθών, περίπου το 1/3 αφορά εξαγωγές διυλισμένων πετρελαιοειδών. Οι υπόλοιπες εξαγωγές είναι επικεντρωμένες σε έναν σχετικά μικρό αριθμό αγαθών, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι μέσης ή χαμηλής τεχνολογίας και εκμετάλλευσης φυσικών πόρων και άρα χαμηλότερης προστιθέμενης αξίας: το 2023, το 15% των εξαγωγών αγαθών αφορούσε τρόφιμα (σε πολλές περιπτώσεις μη τυποποιημένα, στάδιο που δίνει και τη μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία), 14% βιομηχανικές πρώτες ύλες και 12% χημικά.

Και τα τελευταία χρόνια όμως που οι εξαγωγές αυξάνονται οι εισαγωγές αυξάνονται ακόμα ταχύτερα, με αποτέλεσμα την επαναφορά σε εξωτερικά ελλείμματα: 10,3% του ΑΕΠ το 2022, το οποίο μειώθηκε στο – επίσης υψηλό – 6,3% το 2023, παρότι οι τιμές των καυσίμων επέστρεψαν στα ιστορικά μέσα επίπεδά τους. Αυτό δείχνει ότι το ΑΕΠ της χώρας έχει δομικά ένα ισχυρό ποσοστό εισαγόμενων εισροών, τόσο στην παραγωγή όσο και στην κατανάλωση.

Υπάρχει το επιχείρημα ότι τα εξωτερικά ελλείμματα δεν είναι τόσο επικίνδυνα στον βαθμό στον οποίο αφορούν την εισαγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών και άρα θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερη ανάπτυξη στο μέλλον. Στην περίπτωση της Ελλάδας όμως, περίπου 60% των εισαγωγών αφορά καταναλωτικά αγαθά και πετρέλαιο, ενώ και από το απομένον 40% σημαντικό μέρος αφορά βιομηχανικές προμήθειες που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών και όχι κεφαλαιουχικά αγαθά.

Εν κατακλείδι, παρά την πρόοδο των εξαγωγών, η επιστροφή των εξωτερικών ελλειμμάτων αποτελεί μια ισχυρή ένδειξη ότι το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας δεν έχει μεταρρυθμιστεί επαρκώς ώστε να παράγει ανάπτυξη με βιώσιμο τρόπο, δηλαδή χωρίς διόγκωση των εισαγωγών δυσανάλογα μεγαλύτερη από αυτήν των εξαγωγών. Απαιτείται μεγαλύτερη προσπάθεια, τόσο στην προώθηση των εξαγωγών όσο και στην υποκατάσταση εισαγωγών. Οι φορείς οικονομικής πολιτικής οφείλουν να προσχωρήσουν με ταχύτερο και πιο φιλόδοξο τρόπο τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και τη διεξαγωγή επενδύσεων που είναι απολύτως αναγκαίες για την εξαγωγική δραστηριότητα. Επιπλέον, πρέπει να αποφεύγουν όποιες φορολογικές ελαφρύνσεις και εισοδηματικές ενισχύσεις διαρρέουν σε εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών. Οι επιχειρήσεις από την πλευρά τους πρέπει να εξετάσουν τρόπους αύξησης του μεγέθους τους μέσω συγχωνεύσεων και συνεργασιών, διότι οι πολύ μικρές επιχειρήσεις δεν επενδύουν αρκετά σε έρευνα και κεφάλαια, ενώ συνήθως δεν εξάγουν. Επιπλέον, οφείλουν να διερευνήσουν περαιτέρω τις τάσεις της διεθνούς αγοράς, της συμμετοχής σε διεθνείς αλυσίδες αξίας και κανάλια διανομής, σε μάρκετινγκ και σε έρευνα και ανάπτυξη νέων τεχνολογιών για προϊόντα και υπηρεσίες μεγαλύτερης προστιθέμενης αξίας, ώστε να μην ανταγωνίζονται αμιγώς σε όρους χαμηλότερου κόστους με επιχειρήσεις αναπτυσσόμενων χωρών. Οι εξαγωγές είναι ένας μαραθώνιος μακροχρόνιας επένδυσης και όχι ένα σπριντ για κάποια ευκαιριακά κέρδη.

Ο κ. Τάσος Αναστασάτος είναι επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank.

Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟ ΒΗΜΑ

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion