Άνευ ετέρου, ο προσδιοριστικός παράγοντας για τις χρηματαγορές της Ευρώπης, είναι η πολιτική ασάφεια στη Γαλλία.
Και μάλιστα, το μέγεθός του είναι τέτοιο που έχει επισκιάσει επαρκώς όλους τους υφιστάμενους.
Παράγοντες που, τουλάχιστον για την ελληνική αγορά μετοχών και ομολόγων, αφενός δικαιολογούσαν το πολύμηνο ανοδικό ράλι, αφετέρου δικαιολογούν και οποιαδήποτε ανοδική συνέχιση στο μεσοπρόθεσμο διάστημα.
Κι όμως, προς το παρόν, οι επενδυτές τηρούν στάση αναμονής, και όχι άδικα, καθώς οι προεκτάσεις στο γαλλικό ζήτημα είναι πολλές. Κι αν κάποιες είναι ακραίας κινδυνολογίας, οδηγώντας σε ισχυρή πτώση τιμών, κάποιες άλλες είναι απλά μετριοπαθείς, και δεν οδηγούν σε άνοδο αυτών.
Επομένως, είναι λογικό να επαφιόμεθα στις εξελίξεις, ώστε να καταλάβουμε, έστω και προεξοφλητικά, τί μέλλει γενέσθαι.
Διότι είναι άλλο να τοποθετούμεθα “βάσει ενστίκτου” σε μια συνθήκη όπου δεν γνωρίζουμε αρκετά δεδομένα, και άλλο να τοποθετούμεθα βάσει πιθανοτήτων, βασισμένες σε απτά στοιχεία.
Άλλος είναι ο προβληματισμός για την επανατροφοδότηση της πτωτικότητας (εφόσον προκύψει), καθώς είναι εύκολο για “βαριά” χαρτοφυλάκια να ρευστοποιήσουν μέρος των θέσεων, ώστε να μειώσουν τον κίνδυνο, και μάλιστα με κέρδη. Εξάλλου, η ειδοποιός διαφορά είναι ότι “δεν έχουν τί να αγοράσουν” όταν ρευστοποιούν υφιστάμενες θέσεις, καθώς δεν δύνανται να αποτιμήσουν ευχερώς τα ασφάλιστρα κινδύνου στα τρέχοντα επίπεδα.
Με άλλα λόγια, ο φόβος στις αγορές -και ειδικά σε αυτήν τη φάση- δεν είναι μια γενικευμένη κατάρρευση των τιμών, αλλά μια παρατεταμένη έλλειψη αγοραστικού ενδιαφέροντος, που θα χαλάσει το επενδυτικό κλίμα.
Εστιάζοντας στο ελληνικό Χρηματιστήριο, το θετικό είναι ότι ξεχωρίζουν οι “νικήτριες”, μιας και κάθε πτωτικό σκέλος αναδεικνύει και την ισχύ (ή όχι) της μετοχικής βάσης.
Οι περισσότερες είναι ήδη γνωστές, και εκείνες που ούτως ή άλλως υποστήριξαν την άνοδο των τελευταίων 18 μηνών, ή ακόμα και παρέμειναν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες επί μακρόν. Όπως λόγου χάρη οι ΜΥΤΙΛ, ΟΠΑΠ, TITC, ΟΛΠ, ΓΕΚΤΕΡΝΑ, CENER, EEE, KΡΙ, ΕΥΡΩΒ, ΕΤΕ.