Καμμένη γη πάντως δεν αφήνω στην επόμενη κυβέρνηση, υποστηρίζει ο Μπρουνό Λεμέρ. Εντάξει, η Γαλλία συγκαταλέγεται μεταξύ των επτά κρατών-μελών της ΕΕ για τις οποίες η Κομισιόν εκκίνησε τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Η «κίτρινη κάρτα» των Βρυξελλών οφείλεται στην αστοχία του οικονομικού επιτελείου του Παρισιού να πετύχει τον στόχο 4,9% που είχε θέσει για το δημοσιονομικό έλλειμμα το 2023, καθώς αυτό ξέφυγε στο 5,5%. Αλλά τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν την Τρίτη για την ανάπτυξη είναι ενθαρρυντικά για τη δεύτερη μετά τη γερμανική οικονομία της Ευρωζώνης.

Η επίσημη στατιστική υπηρεσία Insee ανακοίνωσε συγκεκριμένα ότι το ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο αυξήθηκε κατά 0,3% έναντι του πρώτου, πράγμα που σημαίνει ότι η γαλλική οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό ανάλογο με τις αισιοδοξότερες των προβλέψεων. Επιπλέον η αρμόδια στατιστική αρχή αναθεώρησε επί τα βελτίω την ανάπτυξη το πρώτο τρίμηνο του έτους στο 0,3% από 0,2% που ήταν η αρχική εκτίμηση και επίσης αναθεώρησε την ανάπτυξη το τέταρτο τρίμηνο του 2023 στο 0,4% από 0,3% – μιλάμε για ποσοστά σε τριμηνιαία βάση.

Οι φοροφυγάδες στο στόχαστρο της Αριστεράς

Αυτό σημαίνει ότι στα μέσα του έτους η Γαλλία έχει πιάσει ήδη τον στόχο για ανάπτυξη της οικονομίας της κατά 1% σε ετήσια βάση, στόχο που οι υπηρεσίες του Λεμέρ έχουν θέσει για το 2024.

«Υπεραποδώσαμε»

Πανηγυρίζει ο απερχόμενος υπουργός, ένας από τους μακροβιότερους στην 5η Γαλλική Δημοκρατία καθώς βρίσκεται επί επτά συναπτά έτη στο «Μπερσί», τη γειτονιά του 12ου Διαμερίσματος του Παρισιού όπου βρίσκεται το κτίριο του υπουργείου Οικονομικών.

«Η Γαλλία υπεραπέδωσε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, τα οικονομικά στοιχεία που ανακοινώθηκαν είναι αξιομνημόνευτα, καθώς στο τέλος του έτους η ανάπτυξη μπορεί να είναι ακόμα υψηλότερη», είπε ο Λεμέρ αναφερόμενος στο θετικό αντίκτυπο των Ολυμπιακών Αγώνων.

Το Insee συνυπολογίζει το γεγονός αυτό στις προβλέψεις του για ανάπτυξη 0,5% το τρίτο τρίμηνο που διανύουμε και έπειτα μια πτώση στο -0,1% το τέταρτο τρίμηνο, της αναπόφευκτης «Ολυμπιακής μελαγχολίας» που θα ακολουθήσει, αλλά πιθανόν να τερματιστεί το Δεκέμβριο με τις γιορτές των Χριστουγέννων.

Το αγκάθι της κατανάλωσης

«Είναι σωστή η οικονομική πολιτική που ακολουθήσαμε», είπε γι’ άλλη μια φορά ο Μπρουνό Λεμέρ, σημειώνοντας ότι το εξωτερικό εμπόριο στήριξε την ανάπτυξη του δευτέρου τριμήνου εισφέροντας περίπου 0,2% στην αύξηση του ΑΕΠ κυρίως στη δυναμική των εξαγωγών, που αυξήθηκαν κατά 0,6% το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Οι κλάδοι των ναυπηγείων και της αεροναυπηγικής βιομηχανίας συνεισέφεραν σημαντικά στην αύξηση των γαλλικών εξαγωγών.

Από την άλλη πλευρά, η εσωτερική ζήτηση συνεισέφερε μεν κι αυτή στην ανάπτυξη αλλά σε γενικές γραμμές παραμένει υποτονική. Παρά την υποχώρηση του πληθωρισμού η κατανάλωση των νοικοκυριών υπήρξε μηδενική το τρίμηνο σημειώνοντας μάλιστα πτώση κατά 0,5% τον Ιούνιο λόγω της πτώσης κατά 1,6% που σημείωσαν οι πωλήσεις τροφίμων και καυσίμων.

Ακίνητα και επιχειρήσεις

Οι επενδύσεις στα ακίνητα υποχώρησαν κατά 0,5% παρά την αποκλιμάκωση των επιτοκίων και εξακολουθούν να αποτελούν τροχοπέδη για τη γαλλική ανάπτυξη. Όσο για τις επενδύσεις των επιχειρήσεων, ανέκαμψαν οριακά κατά 0,1% το δεύτερο τρίμηνο έναντι του πρώτου, αλλά παραμένουν ανεπαρκείς για να δώσουν ουσιαστική ώθηση στο ΑΕΠ. Οι δημόσιες επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 0,3% χάρη (και) στις δαπάνες για τη διεξαγωγή των εκλογών και βοήθησαν αναπτυξιακά.

Ένα από τα αισιόδοξα στοιχεία που ανακοινώθηκαν αφορά την παραγωγικότητα, η οποία ανέκαμψε κατά 0,5% το διάστημα Απριλίου-Ιουνίου υποστηριζόμενη από τις υπηρεσίες. Η βιομηχανική παραγωγή υποχώρησε κατά 0,4%, όπως και ο κλάδος των κατασκευών που υποχώρησε κατά 0,7%, θύματα της κρίσης που μαστίζει την αγορά ακινήτων.

Πολιτική αβεβαιότητα

Η μελαγχολία που θα καταλάβει τους Γάλλους όταν σβήσουν τα φώτα της Ολυμπιακής γιορτής ανησυχεί τους οικονομολόγους, που εμφανίζονται επιφυλακτικοί για την ανάπτυξη το δεύτερο εξάμηνο του 2024. Η μελαγχολία αυτή θα έχει αντίκτυπο τόσο στο ηθικό των νοικοκυριών και στην εσωτερική κατανάλωση το τέταρτο τρίμηνο (το τρίτο είναι το τρίμηνο των Ολυμπιακών) όσο και στο ηθικό των επιχειρήσεων, άρα και στις επενδύσεις, όπως εκτιμά σε έκθεσή της η HSBC.

Επιπλέον, η πολιτική αβεβαιότητα αναμένεται να στοιχίσει περίπου 0,1% έως 0,2% στην αναπτυξιακή διαδικασία το τρίτο και το τέταρτο τρίμηνο, όπως δήλωσε σε συνέντευξή του στη «Les Echos» ο Μαξίμ Νταρμέ, επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz Trade, ο οποίος πάντως θεωρεί ότι είναι εφικτή μια αύξηση του γαλλικού ΑΕΠ κατά 1,2% το 2024 και κατά 1,4% το 2025.

Ο κόσμος της οικονομίας και των επιχειρήσεων δεν συμπαθεί την πολιτική αστάθεια που όλοι ελπίζουν ότι θα τερματιστεί μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες με το σχηματισμό κυβέρνησης, έστω και μειοψηφίας. Αρκετοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι η υποχώρηση του πληθωρισμού και κυρίως η πτώση του κόστους δανεισμού (η ΕΚΤ αναμένεται να προχωρήσε σε δεύτερη μείωση των ευρωεπιτοκίων στις 12 Σεπτεμβρίου) θα τονώσουν την αγοραστική δύναμη των Γάλλων και θα ενισχύσουν την ιδιωτική κατανάλωση.

«Όσο συντομότερα αποκτήσουμε κυβέρνηση τόσο καλύτερα θα είναι για τη γαλλική οικονομία», επανέλαβε την Τρίτη ο Μπρουνό Λεμέρ, σημειώνοντας ότι «θα ήταν ένα πολιτικό λάθος και μια αρνητική οικονομική απόφαση αν η νέα κυβέρνηση φέρει προς αναθεώρηση το σύστημα των συντάξεων», όπως έχει δεσμευθεί να πράξει το Νέο Λαϊκό Μέτωπο που έχει ήδη υποδείξει για το πρωθυπουργικό αξίωμα τη σοσιαλίστρια Λισί Καστέ, η οποία έχει υποστηρίξει αρκετά ριζοσπαστικές θέσεις.

Στο κόκκινο έλλειμμα και χρέος

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι οι αγορές ελάχιστα έως διόλου ενδιαφέρονται για τα στοιχεία για την ανάπτυξη, την κατανάλωση, τις εξαγωγές ή τις επενδύσεις σε μια οικονομία. Εκείνο που κοιτούν και αξιολογούν είναι η δημοσιονομική της κατάσταση και εν προκειμένω η Γαλλία βρίσκεται σε πολύ επικίνδυνη δημοσιονομικά θέση, με τα ελλείμματα και τα χρέη της να αυξάνονται αντί να μειώνονται, να είναι δηλαδή «μη βιώσιμα».

Τα γαλλικά μέσα αντιπαραβάλλουν τις ημέρες αυτές τη γαλλική ανάπτυξη με τη γερμανική καθίζηση, αλλά η Γερμανία, στο Σύνταγμα της οποίας ο Σόιμπλε έχει συμπεριλάβει τη ρήτρα του «μηδενικού ελλείμματος», εκτιμάται ότι στα τέλη του 2024 θα έχει ρίξει το δημοσιονομικό της έλλειμμα στο 1,75% και στα τέλη του 2025 θα το έχει ρίξει στο 1%. Επιπλέον, η Γερμανία έχει δημόσιο χρέος μόλις 64% ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ η Γαλλία έχει 112%.

Ως εκ τούτου και με όλες τις σοβαρές δικαιολογίες που θα μπορούσε κανείς να παραθέσει (υγειονομική κρίση και ύφεση), έπειτα από μια επταετία στο «Μπερσί» ο Λεμέρ δεν μπορεί να ισχυριστεί πειστικά ότι παραδίδει τη χώρα του «θωρακισμένη» από οικονομικής απόψεως και ασφαλή για να αντιμετωπίσει τα θηρία στη ζούγκλα των αγορών.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή