Η εταιρεία που επί δεκαετίες ήταν συνυφασμένη με την κατασκευή τσιπ υψηλής ποιότητας, η αμερικανική Intel, ήρθε αντιμέτωπη με μια ζοφερή νέα πραγματικότητα. Κατά την ανακοίνωση των εταιρικών αποτελεσμάτων για το β’ τρίμηνο ανακοίνωσε καθαρές ζημίες ύψους 1,6 δισ. δολαρίων, έναντι κερδών 1,5 δισ. δολαρίων την ίδια περίοδο του 2023 και πωλήσεις ημιαγωγών μειωμένες κατά 1%.

«Το κόστος μας είναι πολύ υψηλό, τα περιθώρια κέρδους μας είναι πολύ χαμηλά», έγραψε ο Pat Gelsinger, ο διευθύνων σύμβουλός της, σε σημείωμα προς τους εργαζομένους, όπως σημειώνει το Economist. Ως συνέπεια, η Intel σχεδιάζει να περικόψει 15.000 θέσεις εργασίας και να αναστείλει τη διανομή μερισμάτων, τα οποία καταβάλλει σε ετήσια βάση από το 1992. Από τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων η τιμή της μετοχής της έχει υποχωρήσει κατά σχεδόν 30%.

Τη μεγαλύτερη πτώση από το 1974 κατέγραψε η μετοχή της Intel

Από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο  Γκέλσινγκερ προσπάθησε να επαναφέρει την Intel στην παλαιότερη αίγλη της. H κυβέρνηση Μπάιντεν, που επιθυμεί να επιστρέψει την παραγωγή τσιπ στις αμερικανικές ακτές, προβάλλει την Intel ως εθνικό πρωταθλητή. Αλλά τα τελευταία κέρδη υπενθυμίζουν πόσο πολύ υστερεί η εταιρεία σε σχέση με τις Nvidia και TSMC και πόσος χρόνος μπορεί να χρειαστεί για να καλύψει το χαμένο έδαφος σε μια βιομηχανία που λειτουργεί με μακρά χρονικά περιθώρια επενδύσεων.

Για δεκαετίες η Intel κυριαρχούσε στην παγκόσμια παραγωγή τσιπ. Κατά τη δεκαετία του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000 κατέκτησε την αγορά των προσωπικών υπολογιστών (PC) χάρη στη λεγόμενη συμμαχία «Wintel» με τη Microsoft. Ωστόσο, μια σειρά από λάθη οδήγησαν στην υποχώρησή της. Η εστίασή της στους υπολογιστές την έκανε να χάσει την έκρηξη της ζήτησης για τσιπ κινητών τηλεφώνων, ενώ συνέχισε να παράγει τα δικά της τσιπ την ώρα που ανταγωνιστές της ανέθεταν σε τρίτους την παρασκευή τους.

Στα μέσα της δεκαετίας του 2010 επανειλημμένα κατασκευαστικά λάθη καθυστέρησαν την κυκλοφορία των επεξεργαστών της, οδηγώντας σε σταθερή απώλεια μεριδίου έναντι της AMD, ενός αμερικανικού σχεδιαστή τσιπ. Καθοριστικό ήταν επίσης το γεγονός ότι η Intel απουσίαζε σε μεγάλο βαθμό από την ταχέως αναπτυσσόμενη αγορά εξειδικευμένων τσιπ τεχνητής νοημοσύνης, στην οποία κυριαρχεί η Nvidia, η πλέον πολυτιμότερη εταιρεία ημιαγωγών στον κόσμο.

Ο Γκέλσινγκερ έχει πλήρη επίγνωση αυτού του γεγονότος. Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του τον Φεβρουάριο του 2021, έθεσε τις βάσεις για τον διαχωρισμό του σχεδιασμού και της κατασκευής σε δύο ξεχωριστές επιχειρήσεις. Αυτό επέτρεψε στην πλευρά των προϊόντων να επιλέξει το καλύτερο χυτήριο για τις ανάγκες της και στα υπόλοιπα να καταστούν διαθέσιμα σε άλλους σχεδιαστές τσιπ.

Η Intel, λοιπόν, προσπαθεί να καλύψει το χαμένο έδαφος σε δύο μέτωπα: ως εταιρεία με ένα fabless μοντέλο (δηλαδή εταιρεία που δεν κατασκευάζει τα τσιπ αλλά αναθέτει την παραγωγή σε χυτήρια και άλλους εξωτερικούς κατασκευαστές) που ανταγωνίζεται τις Nvidia και AMD και ως χυτήριο που αναμετράται με την TSMC. Και το πρώτο έργο μοιάζει απαγορευτικό, καθώς η εταιρεία έχει μείνει χιλιόμετρα πίσω όταν πρόκειται να σχεδιάσει τσιπ τεχνητής νοημοσύνης, καταλήγει ο Economist.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή