Αρχές Μαρτίου 2009. Στα κεντρικά γραφεία συστημικής τράπεζας πραγματοποιείται η τελευταία σύσκεψη πριν από την οριστικοποίηση των αποτελεσμάτων της προηγούμενης χρήσης.

Απευθυνόμενος στους άμεσους συνεργάτες του ο διοικητικός της ηγέτης διατυπώνει τον προβληματισμό του για τις επιδόσεις στην ελληνική αγορά. «Να χαμηλώσουμε λίγο τα καθαρά κέρδη. Μην ξεπεράσουμε το 1 δισ. ευρώ» τους λέει, δίνοντας τις τελικές οδηγίες πριν από τη δημοσιοποίηση των μεγεθών.

Τράπεζες: Πώς σχεδιάζουν να τονώσουν τη ζήτηση για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια

Ο λόγος; Η χρηματοπιστωτική κρίση έχει ήδη αρχίσει να επιδρά αρνητικά στην ελληνική οικονομία, την ίδια στιγμή που το πολιτικό σύστημα δέχεται πιέσεις για παροχές.
Ο έμπειρος τραπεζίτης γνωρίζει ότι αργά ή γρήγορα η χώρα θα οδηγηθεί εκτός αγορών και δεν θέλει να προκαλέσει την κοινή γνώμη με την παρουσίαση μιας τόσο υψηλής κερδοφορίας. Αμεσα, οι αρμόδιες διευθύνσεις μαζεύουν το αποτέλεσμα σε χαμηλότερα επίπεδα.

Η περιπέτεια για τις τράπεζες

Δεν περνά ωστόσο πολύς καιρός και η πολυτέλεια της οικειοθελούς συρρίκνωσης των κερδών φαντάζει μακρινό παρελθόν. Ο τραπεζικός κλάδος πλήττεται ευθέως από τη χρεοκοπία του Δημοσίου το 2010 και εισέρχεται σε μία άνευ προηγουμένου περιπέτεια. Μετά από σχεδόν μία δεκαετία υπερανάπτυξης των εργασιών στις χρηματοδοτήσεις, το ΑΕΠ υποχωρεί και η ανεργία αυξάνεται, πιέζοντας τα θεμελιώδη μεγέθη των επιχειρήσεων και τα εισοδήματα των νοικοκυριών.

Εχει φτάσει η ώρα του λογαριασμού για τη γενναιόδωρη πολιτική πιστοδοτήσεων, η οποία οδήγησε τα κέρδη των τραπεζών σε προκλητικά για ορισμένους επίπεδα τα χρόνια που ακολούθησαν την είσοδο στο ευρώ. Τα κόκκινα δάνεια αυξάνονται συνεχώς καθώς η ύφεση βαθαίνει, αναγκάζοντας τα πιστωτικά ιδρύματα να κάψουν σχεδόν όλα τους τα έσοδα για την κάλυψή τους με προβλέψεις.
Το τελειωτικό ωστόσο χτύπημα στο σύστημα δίνει το 2012 το κούρεμα του ελληνικού χρέους. Μέσα σε μία χρήση οι τράπεζες γράφουν ζημιά απομείωσης για τα ομόλογα του Δημοσίου που διατηρούν στα χαρτοφυλάκιά τους ύψους 29 δισ. ευρώ. Τα κεφάλαιά τους εξανεμίζονται εν μιά νυκτί για να ακολουθήσει η αναδιάρθρωση του κλάδου με τη συγκέντρωσή του σε τέσσερις συστημικούς ομίλους, την εκκαθάριση των υπόλοιπων τραπεζών και την αποχώρηση της πλειονότητας των ξένων πιστωτικών ιδρυμάτων από τη χώρα.

Το πισωγύρισμα

Κι αν μετά τους δύο πρώτους γύρους ανακεφαλαιοποίησης ο τομέας δείχνει το 2014 να εξέρχεται των εκτάκτων συνθηκών επιτυγχάνοντας τη σταθεροποίηση των νέων εισροών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και την επανασύνδεση με τις αγορές, έρχονται το 2015 ο εκ νέου αποκλεισμός του από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και τα capital controls. Εναν χρόνο μετά τα κόκκινα δάνεια καταγράφουν ιστορικό υψηλό στο 50%.

Με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου και την εν συνεχεία εφαρμογή του, η κατάσταση σταδιακά ομαλοποιείται. Ωστόσο, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι θα χρειαστούν αρκετά χρόνια για να επανέλθει εκ νέου ο κλάδος σε ισορροπία μέσω ενός κύκλου ευρέος μετασχηματισμού. Αυτός ολοκληρώνεται την πενταετία που ακολουθεί, με υψηλό κόστος για τους μετόχους των τραπεζών. Ο τελικός απολογισμός της 10ετίας της κρίσης είναι εντυπωσιακός: Οι σωρευτικές ζημιές σε αυτό το διάστημα προσεγγίζουν τα 46 δισ. ευρώ.

Το γύρισμα

Η ανάληψή τους ωστόσο επιτρέπει την επαναφορά των δεικτών στα κόκκινα δάνεια σε χαμηλά μονοψήφια ποσοστά, κεφάλαια και ρευστότητα ενισχύονται και τίθενται με αυτόν τον τρόπο οι βάσεις για την επιστροφή στην κανονικότητα.

Μετά το αρνητικό αποτέλεσμα των 5,4 δισ. ευρώ της διετίας 2020-2021, απόρροια της μαζικής αποενοποίησης επισφαλειών, το 2022 επιτυγχάνεται η επιστροφή σε υψηλή κερδοφορία της τάξεως των 3,4 δισ. ευρώ. Καταλυτικό ρόλο για αυτό παίζουν τα έκτακτα έσοδα που αποκομίζουν οι τράπεζες από ανταλλαγές ομολόγων με το Ελληνικό Δημόσιο. Οι οργανικές τους επιδόσεις από την άλλη παραμένουν υποτονικές.

Απογειώνονται ωστόσο το 2023. Μετά το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης το κόστος χρήματος στην ευρωζώνη ενισχύεται σε ιστορικά υψηλά και οι ελληνικές τράπεζες απολαμβάνουν τους καρπούς της δομής του ισολογισμού τους.

Τα περισσότερα δάνεια που έχουν χορηγήσει είναι κυμαινόμενου επιτοκίου. Ως αποτέλεσμα, οι δόσεις των δανειοληπτών ενισχύονται σημαντικά, ενώ την ίδια στιγμή οι τόκοι που πληρώνουν στους καταθέτες παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, καθώς οι αποδόσεις αυξάνονται σε υποπολλαπλάσιο βαθμό. Με τον τρόπο αυτόν τα καθαρά κέρδη κατά την περυσινή χρήση διαμορφώνονται στα 3,77 δισ. ευρώ.

Πάνω από 4 δισ. ευρώ φέτος

Μετά τις ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων του α’ εξαμήνου 2024 τις προηγούμενες ημέρες, αναλυτές εμφανίζονται αισιόδοξοι ότι τα κέρδη των τεσσάρων συστημικών ομίλων θα ξεπεράσουν στο σύνολο της χρήσης τα 4 δισ. ευρώ. Για δεύτερη σερί χρονιά καταλυτικό ρόλο για αυτή την επίδοση θα παίξει η διαμόρφωση των καθαρών εσόδων από τόκους σε πολυετή υψηλά. Κι αυτό διότι ο ρυθμός χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ αποδεικνύεται βραδύτερος του αναμενομένου.

Ως αποτέλεσμα, το επιτοκιακό εισόδημα θα διατηρηθεί γύρω από την περιοχή των 8 δισ. ευρώ. Σε αυτό το ποσό θα προστεθούν περί τα 1,8 δισ. ευρώ από προμήθειες.
Ως προς τα λειτουργικά κόστη, εκτιμάται ότι θα κινηθούν γύρω από τα 3,3 δισ. ευρώ, ενώ οι προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο δύσκολα θα ξεφύγουν, καθώς οι νέες ροές μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παραμένουν χαμηλές. Ερωτηματικό αποτελεί το έξοδο, αλλά και ο χρόνος καταγραφής του στα αποτελέσματα για τις πωλήσεις ή τιτλοποιήσεις προβληματικών χορηγήσεων που βρίσκονται προ των πυλών. Δεν πρόκειται πάντως για μεγέθη ικανά να αλλάξουν τη μεγάλη εικόνα.

Με αυτά τα δεδομένα, αναλυτές εκτιμούν ότι το 2024 τα καθαρά κέρδη από τις βασικές τραπεζικές δραστηριότητες θα ξεπεράσουν για τους τέσσερις συστημικούς ομίλους τα 4 δισ. ευρώ. Ως προς τις επόμενες δύο χρήσεις, το 2025 και το 2026, οι τραπεζικές διοικήσεις προσβλέπουν σε διατήρησή τους τουλάχιστον στη ζώνη των 3,5 δισ. ευρώ.

Με τα επιτόκια του ευρώ σε χαμηλότερα επίπεδα, η επίτευξη αυτού του στόχου περνά από την επιτάχυνση των ρυθμών πιστωτικής επέκτασης, προς αναπλήρωση των απωλειών σε τόκους από τις υφιστάμενες χορηγήσεις. Επίσης, οι τραπεζίτες ποντάρουν σε ενίσχυση των εργασιών διαχείρισης επενδύσεων και στις εργασίες εκτός Ελλάδος.

Αν το στοίχημα κερδηθεί, δεν αποκλείεται μέσα σε μία πενταετία, από το 2022 έως και το 2026, οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας να επιτύχουν συνολική κερδοφορία της τάξεως των 20 δισ. ευρώ.

ΠΗΓΗ: ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟ ΒΗΜΑ

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Επιχειρήσεις
Epsilon Net: Τα ντεσού της Δημόσιας Πρότασης – Η συμμετοχή, το τίμημα και η έξοδος από το ΧΑ
Επιχειρήσεις |

Τα ντεσού της Δημόσιας Πρότασης για την Epsilon Net - Η συμμετοχή, το τίμημα και η έξοδος από το ΧΑ

Μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών η Ginger Digital θα συγκαλέσει γενική συνέλευση με στόχο τη λήψη απόφασης για έξοδο της μετοχής από το ταμπλό του Χρηματιστηρίου Αθηνών