Πανέτοιμες για τη νέα μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ στη συνεδρίαση του διοικητικού της συμβουλίου την ερχόμενη εβδομάδα, αλλά και για τις επόμενες κινήσεις χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ που αναμένεται να ξεδιπλωθούν έως και το τέλος του 2025, είναι οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών.

Οι συστημικοί όμιλοι αναμένεται να πετύχουν κατά τη διετία του ακριβού χρήματος (2023 – 2024) καθαρά κέρδη της τάξης των 8 δισ. ευρώ, ως αποτέλεσμα της σημαντικής ενίσχυσης της οργανικής τους κερδοφορίας.

Σε αυτό το διάστημα η διεύρυνση του επιτοκιακού περιθωρίου, σε συνδυασμό με τη δομή του ενεργητικού τους, αλλά και την επιλογή των καταθετών να διατηρούν το μεγαλύτερο μέρος των αποταμιεύσεών τους, περίπου 75%, σε άτοκους λογαριασμούς πρώτης ζήτησης, απογείωσε τα καθαρά έσοδα από τόκους.

Ελληνικές τράπεζες: Θετικές εξελίξεις και υψηλά κέρδη βλέπουν οι ξένοι

Καθώς όμως, οι παρεμβατικοί δείκτες της Ευρωτράπεζας θα αποκλιμακώνονται, το σχετικό όφελος θα περιορίζεται, καθώς τα περισσότερα δάνεια είναι κυμαινόμενου επιτοκίου.

Για την εφετινή χρήση η σχετική επίδραση δεν αναμένεται να είναι σημαντική. Υπενθυμίζεται ότι τα επιτόκια της ΕΚΤ κουρεύτηκαν κατά 25 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση του Ιουνίου, ενώ στο βασικό σενάριο θα ακολουθήσουν δύο ακόμη κινήσεις αυτού του ύψους έως το τέλος του χρόνου.

Όπως λένε αναλυτές, πρόκειται για προσαρμογές που δεν θα αλλάξουν τη μεγάλη εικόνα στο επιτοκιακό εισόδημα της εφετινής χρήσης.

Το κρίσιμο 2025

Το ερώτημα, κατά τους ίδιους, είναι το κατά πόσο οι ελληνικές τράπεζες θα μπορέσουν να αναπληρώσουν από άλλες πηγές την αναπόφευκτη μείωση των εσόδων που αποκομίζουν από το υφιστάμενο χαρτοφυλάκιο χορηγήσεων την επόμενη χρονιά.

Αυτή τη στιγμή οι αγορές προεξοφλούν ότι η ΕΚΤ από το 2025 θα μειώνει τους δείκτες κατά 25 μονάδες βάσης κάθε τρίμηνο.

Εάν επαληθευτούν αυτές οι προβλέψεις, από το 3,75% σήμερα, το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα έχει υποχωρήσει στο 2,75% στα μέσα του ερχόμενου έτους και στο 2,25% έως την Πρωτοχρονιά του 2026.

Μία τέτοια εξέλιξη θα οδηγήσει τους δείκτες euribor μηνός και τριμήνου, με τους οποίους είναι συνδεδεμένα τα περισσότερα δάνεια στην Ελλάδα, σε σημαντικά πιο χαμηλά επίπεδα από τα τρέχοντα.

Το σχέδιο

Οι διοικήσεις των τραπεζών στα business plans της περιόδου 2024 – 2026 έχουν προϋπολογίσει αυτές τις αναπροσαρμογές και έχουν καταρτίσει συγκεκριμένο σχέδιο δράσης, με στόχο τη διατήρηση της καθαρής τους κερδοφορίας στα πολυετή υψηλά των τελευταίων χρήσεων.

Οι βασικές πτυχές του πλάνου τους είναι οι εξής:

1. Πιστωτική επέκταση

Η μείωση του κόστους χρήματος θα δημιουργήσει το κατάλληλο περιβάλλον για την ανάπτυξη των εργασιών τους στις χρηματοδοτήσεις.

Συγκεκριμένα, θα καταστεί δυνατή η προσφορά πιο φθηνών πιστώσεων, τόσο προς νοικοκυριά, όσο και προς επιχειρήσεις, εξέλιξη που εκτιμάται ότι ενισχύσει τη ζήτησης για δάνεια.

Η αναπλήρωση λοιπόν των χαμένων εσόδων από τις παλαιές χορηγήσεις θα επιχειρηθεί με τη μεγέθυνση του δανειακού τους χαρτοφυλακίου.

Πέραν αυτού, μέσω της νέας παραγωγής, οι τράπεζες θα κερδίσουν και από την αύξηση των εσόδων από τις προμήθειες που συνοδεύουν τα δάνεια.

2. Το hedging

Αυτή τη στιγμή το καθαρό εισόδημα των τραπεζών επιβαρύνεται από το κόστος των θέσεων αντιστάθμισης του επιτοκιακού κινδύνου που ξεκίνησαν να ανοίγουν από τα τέλη του 2023, ενόψει της έναρξης της διαδικασίας χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής.

Όσο θα υποχωρούν λοιπόν τα επιτόκια, η σχετική επιβάρυνση θα μειώνεται και από ένα σημείο και ύστερα οι τράπεζες θα γράφουν κέρδη.

Από αυτά θα καλύπτεται μέρος των απωλειών στα έσοδα από τόκους από τα υφιστάμενα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου.

3. Διαχείριση ρευστότητας

Σήμερα, τα καθαρά έσοδα από τόκους επιβαρύνονται από το 25% της καταθετικής βάσης, που είναι τοποθετημένο σε λογαριασμούς προθεσμίας.

Στις επιχειρήσεις το μεσοσταθμικό επιτόκιο διαμορφώνεται λίγο πάνω από το 3% και στα φυσικά πρόσωπα στην περιοχή του 1,80%.

Ως εκ τούτου, υπάρχουν περιθώρια περιορισμού των εξόδων για τόκους, δια της αναπροσαρμογής των αποδόσεων που προσφέρουν στους καταθέτες.

Δεδομένου, ότι οι δείκτες ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών βρίσκονται σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, θα έχουν την ευχέρεια να κουρέψουν τα επιτόκια καταθέσεων, χωρίς να ανησυχούν για το ενδεχόμενο να μείνουν από καύσιμα.

4. Σύνδεση με αγορές

Όσο θα υποχωρεί το κόστος χρήματος στην ευρωζώνη, τόσο περισσότερο θα κερδίζουν από τα μειωμένα κουπόνια κατά την έκδοση νέων ομολόγων.

Υπενθυμίζεται ότι στο πλαίσιο της οδηγίας MREL, οι εγχώριοι συστημικοί όμιλοι θα πρέπει να διατηρούν τους συνολικούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, με τα σημερινά δεδομένα, στη ζώνη του 28%.

Όταν λοιπόν υποχωρήσουν τα επιτόκια, θα κερδίσουν σημαντικούς πόρους από τη μείωση του κόστους για τους τίτλους που εκδίδουν, στο πλαίσιο του συγκεκριμένου στόχου.

Προς αυτήν την κατεύθυνση συμβάλλει ήδη και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, μετά τις τελευταίες εκθέσεις των μεγαλύτερων οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης.

5. Πιστωτικός κίνδυνος

Ο κανόνας είναι ότι όσο περισσότερο μειώνονται τα επιτόκια, τόσο περιορίζεται ο πιστωτικός κίνδυνος.

Χαμηλότερες εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σημαίνει μείωση των προβλέψεων για την κάλυψη του δανειακού τους χαρτοφυλακίου, εξέλιξη θετική για την καθαρή τους κερδοφορία.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Επιχειρήσεις