Με τον αποβιώσαντα πριν πέντε χρόνια  σημαντικό κοινωνιολόγο, ιστορικό και καθηγητή Immanuel Walerstein (1930-2019), τη μοναδική φορά που συναντηθήκαμε και ανταλλάξαμε «πυρά», ήταν το 1997 στις Βρυξέλλες, προσκεκλημένοι της βελγικής αριστερής επιθεώρησης Μ.Α.U.S.S., η οποία διοργάνωνε μια σημαντική συνάντηση, με θέμα το ερώτημα «Πώς μπορεί να είναι κανείς αντικαπιταλιστής;».

Εκείνη την εποχή, η μαρξιστογενής και αντισοσιαλδημοκρατική αριστερά είχε υποστεί διεθνώς  μια  ήττα σε πρακτικό, θεωρητικό και ιδεολογικό επίπεδο και φοβόταν ότι ο «τρίτος δρόμος» των Κλίντον, Μπλέρ, Ζόσπεν, ντ’ Αλέμα και Σρέντερ, ηγετών των πλουσιότερων χωρών του κόσμου, σε συνδυασμό με την ηγεσία του Γιέλτσιν στη Ρωσία, θα άλλαζε το συνολικό πολιτικό τοπίο παγκοσμίως και θα κατέληγε σε  εντυπωσιακή νίκη της σοσιαλδημοκρατίας και της αποκαλούμενης «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς». Βασικό δε εργαλείο της εξέλιξης αυτής ήταν η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας που είχε τότε εντυπωσιακά θετικά αποτελέσματα.

Μετά την ασιατική χρηματοοικονομική κρίση του 1997, κυριαρχούσε μια διεθνής αισιοδοξία, η οποία στηριζόταν στην άνοδο της αποκαλούμενης «νέας οικονομίας» και στον περίφημο «τρίτο δρόμο» που ο Βρετανός καθηγητής Άντονι Γκίντενς περιέγραφε στο ομώνυμο βιβλίο του.

Θυμάμαι λοιπόν στην συνάντηση που προαναφέρω, τον καθηγητή και θεωρητικό της «οικονομίας κόσμος» Ιμμανουέλ Βαλερστάϊν, μαρξίζοντα, να τονίζει ότι «…ο καπιταλισμός δυτικού τύπου ήδη έχει μπει στο δρόμο της κατάρρευσής του, για τον απλό λόγο ότι πρόκειται για ένα σύστημα που εξαντλεί με τρόπο καταστροφικό τις απίθανες παραγωγικές και πολιτικές του δυνατότητες….».

Κατά συνέπεια, το σύστημα αυτό, όσο πιο πολύ απομακρύνεται από την παραγωγή και την πραγματική οικονομία ,συσσωρεύει αβέβαιο άυλο κεφάλαιο  μέσω χρηματοπιστωτικών και τραπεζικών μηχανισμών, οι οποίοι ως  εκ της φύσεως τους δημιουργούν ανισότητες και άρα κάνουν ευάλωτο το όλο σύστημα.
Μήπως ο αποβιώσας το 2019 γνωστός  καθηγητής είχε δίκιο;
Διαβάζοντας το τελευταίο βιβλίο του Γάλλου οικονομολόγου Πάτρικ Αρτούς, επικεφαλής του τιμήματος Μελετών της Τράπεζας Natixis με τίτλο «Τιθασεύοντας τα χρηματοοικονομικά» (Εκδόσεις Odile Jacob), έθεσα στον εαυτόν μου το ερώτημα μήπως αυτό το μεικτό σύστημα στη Δύση που κάποιοι αποκαλούν Καπιταλισμό είναι θνητό λόγω αλαζονείας; Όταν η παγκόσμια κυκλοφορία χρήματος είναι 20 φορές υψηλότερη από το παγκόσμιο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών και η λειτουργία της από μόνη της καλύπτει το 70% της διεθνούς κεφαλαιακής συσσώρευσης, για ποιον καπιταλισμό μιλάμε;».

Όταν  παγκόσμιο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος ξεπερνούν τρεις φορές το αντίστοιχο ΑΕΠ, υπάρχει ακόμη καπιταλισμός;

Είναι πλέον ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι ζούμε σε μια εποχή όπου η ύπαρξη τεράστιων χρεών, τόσο από το Δημόσιο όσο και από τους ιδιώτες, θεωρείται κάτι το απολύτως φυσιολογικό, κάτι του οποίου η αναγκαιότητα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν· κάτι σαν φυσική νομοτέλεια. Προς αυτή την κατεύθυνση ωθούν τις σκέψεις και τις συνειδήσεις, με τρόπο μεθοδικό, κυρίαρχες τάξεις επιχειρηματιών, κερδοσκόπων, τεχνοκρατών – γραφειοκρατών, συντεχνιών πάσης φύσεως και πολιτικών. Όλο και περισσότερο έτσι, το διεθνές σύστημα, από την πρώτη πετρελαϊκή κρίση και μετά το 1973, βρίσκεται σε σταθερή κατάσταση αστάθειας, γιατί με αυξανόμενο ρυθμό,  άυλες συνθήκες παραγωγής πλούτου και άρα κεφαλαίου εκτοπίζουν την πραγματική οικονομία από τη σύνθεση της διεθνούς οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας.

Η εξέλιξη αυτή έχει σοβαρότατες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές  επιπτώσεις γιατί η δημιουργία κεφαλαίου από «αέρα» στην πράξη παράγει ανισότητα για τους πολλούς και επίπλαστο πλούτο για τους λίγους. Για να καλυφθούν τα κοινωνικά ρήγματα που προκαλούσε η εξέλιξη αυτή, τα τριάντα τελευταία χρόνια κυρίως, ο δανεισμός των νοικοκυριών εκτινάχτηκε σε επίπεδα απίθανα. Κατά τη δεκαετία του 1980, ο δανεισμός των νοικοκυριών αντιστοιχούσε στο 52% του ΑΕΠ στις Η.Π.Α., στο 37% στη Βρετανία, στο 6% στην Ιταλία, στο 43% στην Ολλανδία, στο 15% στην Πορτογαλία και στο 8% στην Ελλάδα.

Τα αντίστοιχα ποσοστά το 2020 ήταν: 115% στις Η.Π.Α., 106% στη Βρετανία, 83% στην Ιταλία, 130% στην Ολλανδία, 126% στην Πορτογαλία και 85% στην Ελλάδα. Ο δανεισμός των νοικοκυριών είχε ως αποτέλεσμα ένα διαρκώς αυξανόμενο ποσοστό του εισοδήματος των εργαζομένων να κατευθύνεται στο κεφάλαιο μέσω των τόκων. Στις Η.Π.Α. τη δεκαετία του 1980 το ποσοστό του εισοδήματος που πήγαινε στις τράπεζες ήταν το 10,5%· τη δεκαετία του 2000 έφτασε στο 14,5% και τώρα καλύπτει το 30%.
Πολύ σύντομα, με αφορμή την πανδημία , την ουκρανική κρίση και την έκρυθμη κατάσταση στη Μέση Ανατολή οδηγούνται στα ύψη τα δημόσια χρέη και  η κατάσταση αυτή θα χειροτερέψει. Τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια ενθαρρύνουν τις προσοδοθηρικές στρατηγικές κερδοφορίας και τις προσανατολίζουν  προς πρακτικές που δημιουργούν φούσκες. Μονιμοποιείται έτσι μια αόρατη στην ουσία κρίση αβεβαιότητας των  περιουσιακών στοιχείων.

Σε κοινωνίες όπου οι «διαχειριστές χαρτοφυλακίων» κερδίζουν έως και τριάντα φορές περισσότερο από έναν μεσαίο επιχειρηματία, οι ανισότητες θα μεγαλώνουν χωρίς επιστροφή. Διότι το πέρασμα από την πραγματική οικονομία στην αντίστοιχη άυλη των κρυπτονομισμάτων , των ψηφιακών και εικονικών υπεραξιών, θα γίνει με υψηλότερο κόστος από αυτό που σημειώθηκε όταν ο άνθρωπος από τη γεωργική επανάσταση άνοιγε το παράθυρο της βιομηχανικής εποχής. Αυτής που οδήγησε στον αποκαλούμενο δημοκρατικό καπιταλισμό, ένα σύστημα που σήμερα το λιγότερο που του συμβαίνει είναι ότι…. ψάχνεται. Έως πότε όμως;

Μπορεί συνεπώς  ο καπιταλισμός να είναι χωρίς αντίπαλο, όπως εύστοχα γράφει ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς, στο γνωστό βιβλίο του, πλην όμως μήπως το γεγονός αυτό τροφοδοτεί την αυτοκαταστροφή του;

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion