Ανεξάρτητα ποιες είναι οι προθέσεις των πολιτικών και των κυβερνήσεων για την ευημερία των πολιτών τους, η οικονομική θεωρία και η οικονομική εμπειρία διακρίνουν ορισμένες βασικές οικονομικές παραμέτρους που καθορίζουν την προοπτική της ανάπτυξης (της μεγέθυνσης), μιας οικονομίας.

Προειδοποίηση IfO: Σημαντικός ο κίνδυνος ύφεσης μέχρι το τέλος του 2024

Συγκεκριμένα, οι οχτώ βασικές παράμετροι που καθορίζουν την προοπτική ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής οικονομίας είναι :

1. Η κατάσταση στα δημόσια Οικονομικά της,

2. Η (ενιαία; ) αγορά και η ελεύθερη λειτουργία της,

3. Η συνεχώς βελτιωμένη παραγωγικότητα του κεφαλαίου και της εργασίας στις επιχειρήσεις και στο σύνολο της οικονομίας,

4. Ο συνδυασμός του κεφαλαίου και της εργασίας, με τη χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας.

5. Η ύπαρξη σύγχρονης κεφαλαιαγοράς και χρηματοπιστωτικού συστήματος (capital deepening).

6. Το Διεθνές Εμπόριο,

7. Οι ξένες και εγχώριες άμεσες Επενδύσεις,

8. Η Θεσμική θωράκιση και προστασία της οικονομίας και της αγοράς.

Στο παρόν άρθρο αναλύουμε την παρούσα κατάσταση των 8 βασικών οικονομικών παραμέτρων, με σκοπό να επισημάνουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η αναπτυξιακή προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η διάρθρωση και η συνολική αξία του προϋπολογισμού των ετήσιων οικονομικών δαπανών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει μεταβληθεί σημαντικά, τα τελευταία 32 χρόνια.

1. Τα δημόσια οικονομικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το έτος 2024

Το μέγεθος της αξίας του ετήσιου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της ΕΕ (27 κράτη μέλη), περιορίστηκε στα 18,9 τρισεκατομμύρια δολάρια, το έτος 2023. To αντίστοιχο ΑΕΠ των κρατών μελών της Ευρωζώνης (20 κράτη μέλη), ήταν 16 τρισεκατομμύρια δολάρια. Χρησιμοποιούμε τον όρο περιορίστηκε καθώς θέλουμε να υπενθυμίσουμε ότι η αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ αφαίρεσε από το ετήσιο ΑΕΠ της Ένωσης 3,5τρις δολάρια (ΑΕΠ/ΗΒ). Όσον αφορά την ετήσια οικονομική μεγέθυνση των οικονομιών, ειδικά στην Ευρωζώνη, η οικονομική μεγέθυνση του ΑΕΠ για το 2024 προβλέπεται να είναι μικρότερη του 1%, με τη Γαλλία, την Ιταλία να προσεγγίζουν το 0,9% και τη Γερμανία τη μηδενική μεγέθυνση (IMF 2024).

Οι δημόσιες δαπάνες στους ετήσιους προϋπολογισμούς των κρατών μελών της Ευρωζώνης ξεπερνούν το 50% του ΑΕΠ τους. Συγκριτικά αναφέρουμε ότι στις ΗΠΑ και στην Κίνα το αντίστοιχο μέγεθος των ετήσιων δημόσιων δαπανών του ετήσιου κρατικού προϋπολογισμού τους, κυμαίνεται στο 35% του ΑΕΠ (IMF 2024).

Η αξία του δημόσιου χρέους, του συνόλου των κρατών μελών της ευρωζώνης, καλύπτει συνολικά το 90% του αντίστοιχου συνολικού ΑΕΠ τους (στοιχεία ECB Ιούλιος 2024). Σύμφωνα με τα κριτήρια της Συνθήκης ίδρυσης της ΟΝΕ και του Συμφώνου σταθερότητας το Δημόσιο χρέος των κρατών μελών της Ευρωζώνης και κατά συνέπεια το Δημόσιο χρέος του συνόλου της ΕΕ δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 60% του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Συνεπώς τα κράτη μέλη της ΕΕ είναι υποχρεωμένα στο σύνολο τους να μειώσουν το Δημόσιο χρέος τους περιορίζοντας τις δημόσιες δαπάνες , αυξάνοντας τα δημόσια έσοδα (φορολογία) και τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας (βλέπε Πανουσόπουλος Οικονομικός ταχυδρόμος 25.07.2024).

Ο ετήσιος προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα χρήματα δηλαδή που διαχειρίζεται ετησίως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είναι της τάξεως των 189 δις. ευρώ καλύπτοντας το 11% του συνολικού ΑΕΠ της Ένωσης, αποτελώντας ουσιαστικά μέρος του 50% των ετήσιων συνολικών δημόσιων δαπανών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η διάρθρωση και η συνολική αξία του προϋπολογισμού των ετήσιων οικονομικών δαπανών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει μεταβληθεί σημαντικά, τα τελευταία 32 χρόνια. Συνεχίζει να κατευθύνεται σε δύο βασικές χρηματοδοτικές δράσεις: α) στην κοινή αγροτική πολιτική συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής για το περιβάλλον και

β) στην πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης και συνοχής (η οποία συμπεριλαμβάνει πλέον και την ενεργειακή μετάβαση). Οι δύο προαναφερθέντες ευρωπαϊκές χρηματοδοτικές δράσεις καλύπτουν το 70% του ετήσιου ευρωπαϊκού προϋπολογισμού (στοιχεία ΕΕ 2024).

Οι πολιτικές για τη χρηματοοικονομική ενίσχυση των κρατών μελών: α) για τη μελλοντική γενιά (Generation Next), και β) για την ανάκαμψη και τη σταθερότητα στην ΕΕ (Repower Europe), καλύπτουν συνολικά το ποσό των 807 δις ευρώ για την περίοδο 2023 – 2030 (στοιχεία ΕΕ Ιούνιος 2024). Επισημαίνουμε ότι τα δύο νέα ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοοικονομικών ενισχύσεων αποτελούν μέρος του ετήσιου Ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και δεν αποτελούν ανεξάρτητες (πρόσθετες) χρηματοοικονομικές δράσεις.

2. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά

Η πρόσφατη έκθεση του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας Enrico Letta (June 2024) για τις δυσλειτουργίες της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς , έρχεται να υποδηλώσει ότι δεν είναι αποκλειστικά υπεύθυνη μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα για τη μη πλήρη ενσωμάτωση της στην Ευρωπαϊκή οικονομία.

Σύμφωνα με την Έκθεση Letta, οι ασυμμετρίες στους εμπορικούς κανόνες ειδικά, η έλλειψη ενός ενιαίου ευρωπαϊκού εταιρικού δικαίου και η σημαντική διαφοροποίηση στα φορολογικά συστήματα που εφαρμόζονται από τις εθνικές κυβερνήσεις των κρατών μελών, αποτελούν τα βασικά εμπόδια στην ανάπτυξη των ένδοευρωπαϊκών συναλλαγών. (E. Letta 2024).

Οι Χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, το ηλεκτρονικό εμπόριο, η ενέργεια , η αμυντική βιομηχανία, παρέμειναν εκτός της σφαίρας της ενιαίας αγοράς. Ενώ ο κλάδος των υπηρεσιών συνολικά, συνεχίζει να αντιμετωπίζει διασυνοριακά εμπόδια εντός της ΕΕ.

O μεγαλύτερος κλάδος της ευρωπαϊκής οικονομίας που είναι οι υπηρεσίες, οι οποίες είναι υπεύθυνες για την παραγωγή του 73% του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ και για το 75% της συνολικής απασχόλησης στην Ενωσιακή επικράτεια (στοιχεία EKT 2024) δεν αποτελεί προτεραιότητα των οικονομικών δράσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

3. Η Παραγωγικότητα του Κεφαλαίου και της Εργασίας:

Στις αναπτυγμένες οικονομίες, η οικονομική ανάπτυξη εξαρτάται από την αύξησή της παραγωγικότητας όλων των συντελεστών παραγωγής (κεφαλαίου, εργασίας, τεχνολογίας) που σημαίνει οι ίδιες ή λιγότερες μονάδες κεφαλαίου (Κ) και εργασίας (L) να παράγουν περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες.

Πολλές φορές, λανθασμένα η παραγωγικότητα συγχέεται με την αύξηση της παραγωγής και με την παραγωγή μεγάλης κλίμακας (οικονομία κλίμακας) δηλαδή, την αύξηση της παραγωγής λόγω της αύξησης της χρήσης των συντελεστών παραγωγής (εργασίας, κεφαλαίου, γης) που οδηγεί τελικά στην επικράτηση μεγάλων επιχειρήσεων.

Στην περίπτωση της αύξησης της παραγωγής με τη μεγαλύτερη χρήση των συντελεστών, κεφαλαίου και εργασίας (π.χ. περισσότεροι εργαζόμενοι στην παραγωγή ή περισσότερες ώρες εργασίας των ίδιων των εργαζομένων), μπορεί να έχουμε αύξηση της παραγωγής (οικονομία κλίμακας) αλλά συνήθως με μείωση της παραγωγικότητας (δηλαδή το οριακό κόστος παραγωγής αυξάνεται), με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να μηδενίζεται η κερδοφορία των επιχειρήσεων και της οικονομίας συνολικά. Το φαινόμενο το έχει αναλύσει επιτυχώς ο Robert Solow, με τη θεωρία της οικονομικής μεγέθυνσης και των μειωμένων αποδόσεων των συντελεστών παραγωγής. Στα χρηματοοικονομικά αυτό αποκαλείται “growth without value”. Στην πράξη, το πρόβλημα διαπιστώνεται στην αναπτυξιακή πορεία της Κίνας τα τελευταία χρόνια και στην προοπτική περαιτέρω ανάπτυξης της (βλέπε: Financial Times 02.09.2024).

Από τη δεκαετία του 1970 έως και σήμερα, η Ευρώπη παρουσιάζει σημαντικό πρόβλημα παραγωγικότητας συγκριτικά με τις ΗΠΑ και την Ασία (Eichengreen 2007, Phelps 2021) . Η ετήσια συνολική παραγωγικότητα (κεφαλαίου, εργασίας ,τεχνολογίας) στην Ευρώπη μειώνεται τα τελευταία χρόνια ενώ στις ΗΠΑ δεν υπερβαίνει το 1% με 1,2%.

Ειδικά την τελευταία δεκαπενταετία λόγω των διαδοχικών οικονομικών κρίσεων, η αύξηση των δημόσιων δαπανών στις αναπτυγμένες οικονομίες για την ενίσχυση των εισοδημάτων των πολιτών και των επιχειρήσεων, προκάλεσε μείωση σε επενδύσεις κεφαλαίου, μείωση σε επενδύσεις νέας τεχνολογίας και ως αποτέλεσμα, προκάλεσε τη μείωση της παραγωγικότητας όλων των αναπτυγμένων οικονομιών. Για την Ευρώπη αυτή η περίοδος ήταν και είναι ιδιαίτερα επώδυνη για την παραγωγικότητα της. Οι υποχρεώσεις για τις επιχειρήσεις και τα φυσικά πρόσωπα από τις διαδοχικές οικονομικές κρίσεις, συντρέχουν με τις υποχρεώσεις από την εφαρμογή μέτρων για την ενεργειακής μετάβαση και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής (π.χ. α) αυτοκινητοβιομηχανία: ηλεκτροκίνηση, β) βιομηχανίες μετάλλων και χημικές βιομηχανίες: μείωση εκπομπών ρύπων).

4. Η χρήση της τεχνολογίας στην παραγωγή

Είναι ευρέως γνωστό ότι η ενσωμάτωση της υψηλής τεχνολογίας στην οικονομία δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα στην παραγωγικότητα του συνόλου των αναπτυγμένων οικονομιών. Πολλές από τις καινοτομίες που προτείνονται από εταιρίες “start ups” μπορεί να εντυπωσιάζουν, να αποτελούν υποκείμενα δημιουργικού marketing και εφήμερης χρηματιστηριακής επιτυχίας αλλά δεν οδηγούν σε κάποια σημαντική βελτίωση της απόδοσης των επιχειρήσεων, της οικονομίας και της κοινωνικής ευημερίας .

Ο καθηγητής Robert Gordon σε πρόσφατο άρθρο του κατέληγε ότι η εφαρμογή της νέας τεχνολογίας των υπολογιστών και της ψηφιακής οικονομίας από τις επιχειρήσεις δεν επηρέασε σημαντικά την παραγωγικότητα των αναπτυγμένων οικονομιών (Gordon 2018). Ενώ ο καθηγητής Robert Solow από το 1987 είχε επισημάνει: «Μπορείς να δεις τους υπολογιστές παντού εκτός από τα στατιστικά στοιχεία που δείχνουν τους δείκτες παραγωγικότητας».

Πολλές είναι οι ερμηνείες για αυτό το παράδοξο φαινόμενο. Αναφέρουμε ορισμένες, ενδεικτικά:

Μια ερμηνεία είναι ότι οι νέες τεχνολογίες εφαρμόζονται κυρίως στις υπηρεσίες και εκεί οι δείκτες παραγωγής και παραγωγικότητας είναι δύσκολο να καταγραφούν. Οι υπηρεσίες δεν αξιολογούνται αποκλειστικά με βάση το δείκτη των μονάδων παραγωγής που παράγει μια επιχείρηση. Αλλά αξιολογούνται και από το δείκτη της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών.

Άλλη μια ερμηνεία της εμφάνισης του παράδοξου φαινομένου, είναι ότι οι επιχειρήσεις μπορεί να βελτιώνουν την παραγωγικότητα τους, τα έσοδα τους, τα κέρδη τους αλλά η αύξηση της παραγωγικότητας (και των εσόδων – κερδών) τους δίδει αυτόματα το δικαίωμα νέων προσλήψεων, αύξηση της απασχόλησης με αποτέλεσμα να μετριάζεται το μέγεθος του δείκτη βελτίωσης της παραγωγικότητας. Η αύξηση της απασχόλησης μπορεί να υπηρετεί έναν εθνικό-κοινωνικό στόχο της επιχείρησης (ειδικά στις εταιρίες κοινής ωφελείας), ή να συντάσσεται με το στρατηγικό στόχο μιας ιδιωτικής επιχείρησης για τη βελτίωση της δημόσιας εικόνας της (reputation).

Το σύστημα εκπαίδευσης στην Ευρώπη δεν ευνοεί την καινοτομία, αλλά και η κουλτούρα της Ευρώπης και ευρύτερα της Δυτικής κοινωνίας έχει πάψει να προωθεί την ιδέα της ελεύθερης επιχειρηματικής δημιουργίας (Edmund Phelps). Τα Ευρωπαϊκά πανεπιστήμια (εξαιρώντας το Ηνωμένο Βασίλειο), απουσιάζουν από τις 20 πρώτες θέσεις σε όλες τις παγκόσμιες αξιολογήσεις κατάταξης των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.

Επιπλέον, σε χώρες που προωθείται η επαγγελματική εκπαίδευση (vocational training) παρατηρείται αύξηση της ωριαίας παραγωγικότητας και όχι της συνολικής ετήσιας παραγωγικότητας (Ελβετία, Γαλλία) κι αυτό διότι η επαγγελματική εκπαίδευση αφορά κυρίως τον τομέα των υπηρεσιών (ελεύθεροι επαγγελματίες, εκπαίδευση, μεταφορές, κατασκευές, ανάπτυξη λογισμικού κλπ ) που ο καθημερινός χρόνος εργασίας είναι ευέλικτος συνήθως είναι μικρότερος του καθημερινού οχτάωρου ή πιθανόν να το υπερβαίνει χωρίς αυτό να καταγράφεται στις μετρήσεις παραγωγικότητας. Άλλωστε και η μέθοδος πληρωμής των απασχολούμενων στις υπηρεσίες συνήθως διαφέρει σημαντικά από τη μέθοδο πληρωμής των απασχολούμενων στη βιομηχανία ή στον αγροτικό τομέα.

Αλλά και στους βασικούς κλάδους της βιομηχανίας και της γεωργίας η παραγωγικότητα δεν έχει βελτιωθεί στην Ευρώπη. Παρ’ όλο που υπάρχει η τεχνολογία δεν

χρησιμοποιείται. Ενδεικτικό παράδειγμα η περίπτωση της μη ανάπτυξης της κάθετης/αστικής γεωργίας.

5. Το Χρηματοοικονομικό σύστημα:

Η έκθεση Letta καταγράφει το χρηματοπιστωτικό τομέα ως έναν από τους βασικούς τομείς του κλάδου των οικονομικών υπηρεσιών στην Ευρώπη που δεν έχει προχωρήσει σε ικανοποιητικά επίπεδα η οικονομική ενοποίηση (π.χ. βλέπε τις δυσκολίες για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, βλέπε τις αδυναμίες ανάπτυξης της αγοράς ιδιωτικών ομολόγων).
Ο χρηματοοικονομικός κλάδος αδυνατεί να ανταγωνιστεί ή τουλάχιστον να προσεγγίσει το μέγεθος του χρηματοοικονομικού κλάδου στις ΗΠΑ και στην Ασία (capital deepening). Προσπάθειες λειτουργίας χρηματοοικονομικών αγορών στα πρότυπα των ΗΠΑ έχουν προβληματικά αποτελέσματα (βλέπε πχ. το χρηματιστήριο ενέργειας στην Ευρώπη και ειδικότερα στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη).

Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα χρειαστούν αυξημένες πιστώσεις και ρευστότητα. Νέες επιχειρήσεις πρέπει να αναδυθούν σε όλους τους κλάδους της οικονομίας και αυτό απαιτεί ένα ισχυρό χρηματοοικονομικό σύστημα: μια ισχυρή κεφαλαιαγορά (χρηματιστήριο, επενδυτικά ταμεία, επενδυτικές εταιρίες χαρτοφυλακίων) , μια ισχυρή αγορά ασφάλισης, ένα ισχυρό τραπεζικό σύστημα.

6. Το Διεθνές Εμπόριο:

Το Διεθνές εμπόριο είναι απαραίτητος παράγων για την οικονομική ανάπτυξη των εθνικών οικονομιών Είναι απαραίτητος παράγων και για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της ενεργειακής μετάβασης.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα σε πρόσφατες εκθέσεις τους (IMF April 2024) προειδοποιούν: οι στόχοι για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της ενεργειακής μετάβασης δεν θα πρέπει να οδηγούν σε πολιτικές προσανατολισμένες αποκλειστικά στην εγχώρια αγορά (βιομηχανική πολιτική, επιβολή φόρων και δασμών στις εισαγωγές, κρατικές ενισχύσεις, δασμολογικούς και μη δασμολογικούς περιορισμούς στις εισαγωγές) που θέτουν σε κίνδυνο το πολυμερές διεθνές εμπόριο, περιορίζουν τις δυνατότητες για καινοτομία στην οικονομία και για την ανάπτυξη και εφαρμογή νέων τεχνολογιών στην παραγωγή προς όφελος της ευημερίας και της μακροχρόνιας βιώσιμης ενεργειακής μετάβασης.

Η προσπάθεια αποδέσμευσης των δυτικών οικονομιών από την οικονομία της Κίνας και η μείωση του γεωπολιτικού κινδύνου για τις αναπτυγμένες οικονομίας θέτει σε κίνδυνο το διεθνές εμπόριο. Πρόσφατη μελέτη αποδεικνύει ότι η πιθανή αντιστροφή της παγκοσμιοποίησης (, μειώνει τον ανταγωνισμό και ενισχύει τα μονοπωλιακά κέρδη ορισμένων επιχειρήσεων Afrouzi, Marina Halac, Kenneth Rogoff, and Pierre Yared 2024). Ενισχύονται έτσι οι οικονομίες κλίμακας και ολιγοπωλιακές δομές των εγχώριων οικονομιών εις βάρος της οικονομικής ανάπτυξης.

Ανεξάρτητα των προθέσεων και των στρατηγικών των κυβερνήσεων στην Ευρώπη, το Διεθνές εμπόριο θα παραμείνει μια πρόκληση για τη δημόσια οικονομική πολιτική τα επόμενα χρόνια. Η πολιτική οικονομικής ανάπτυξης και του Διεθνούς εμπορίου (θα) έχει να αντιμετωπίσει έναν αυξανόμενο αριθμό ισχυρών κρατικών εταιριών τρίτων χωρών που οι βασικοί στόχοι της οικονομικής δράσης τους δεν είναι αποκλειστικά οικονομικοί και από την πρόσφατη εμπειρία φαίνεται να εργαλειοποιούνται από τις κυβερνήσεις τους κα δεν ακολουθούν κανόνες της αμοιβαιότητας στους κανόνες της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού στις δικές τους οικονομίες.

Επιπλέον, η ανάδυση νέων εμπορικών συμφωνιών και εμπορικών ενώσεων (βλέπε BRICS, Shanghai Council, ASEAN), θα δυσκολεύσουν τη διεθνή εμπορική δραστηριότητα πολλών ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.

Η Κίνα τα 15 χρόνια συμμετοχής της στον ΠΟΕ αρνείται να γνωστοποιήσει προς τον οργανισμό τις χρηματοοικονομικές ενισχύσεις που παρέχουν οι τοπικές/περιφερειακές κυβερνήσεις/διοικήσεις στις Κινέζικες επιχειρήσεις. H Κίνα περιορίζει τις γνωστοποιήσεις της προς τον Διεθνή Οργανισμό αποκλειστικά στις κρατικές ενισχύσεις που προσφέρει η κεντρική κυβέρνηση (Mario Draghi New York 2024). Επιπλεόν η εσκεμμένη υπερπροσφορά προϊόντων από την Κίνα πλήττει τις εταιρίες και τους εργαζόμενους στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.

7. Επενδυτικά κεφάλαια από την εσωτερική αγορά και από τρίτες χώρες.

Η είσοδος Αραβικών και Ασιατικών κεφαλαίων και κεφαλαίων ιδιωτικών χρηματοοικονομικών ταμείων σε εταιρίες κοινής ωφελείας (δίκτυα ενέργειας , τηλεπικοινωνίας, ύδρευσης) αλλά και σε άλλους κλάδους (τράπεζες) δεν προσφέρουν σημαντικές αναπτυξιακές προοπτικές και την απαιτούμενη οικονομική σταθερότητα καθώς οι εν λόγω επενδυτές έχουν μάθει να επιδιώκουν υψηλά κέρδη με ελάχιστο κόστος, σε σύντομο χρονικό διάστημα. Επιπλέον οι εταιρίες αυτές στις δικές τους χώρες διατηρούν το μονοπωλιακό δικαίωμα στην εγχώρια αγορά τους.

Έτσι οι Ρυθμιστές σε αυτούς τους κλάδους ήδη αντιμετωπίζουν τη δυσαρέσκεια και τη μήνη πολλές φορές των επενδυτών όταν σε επενδύσεις και σε επενδυτικά έργα καθορίζουν το ετήσιο επενδυτικό κέρδος στο 4% ή 6% του επενδυμένου κεφαλαίου, σε βάθος 20ετίας. Για το λόγο αυτό οι ρυθμιστές οφείλουν να εξετάζουν τη φιλοσοφία και την πρακτική των εν δυνάμει επενδυτών, βασισμένοι στην επιχειρηματική τους πρακτική στο παρελθόν και ανάλογα των ευρημάτων τους να τους αποδέχονται ή να τους απορρίπτουν τις επενδυτικές τους προτάσεις.

Η εξέταση των άμεσων επενδύσεων από τρίτες χώρες στο πνεύμα της προστασίας των κρίσιμων εγχώριων υποδομών και στο πνεύμα της εσωτερικής ασφάλειας και της προστασίας της εγχώριας αγοράς θα προκαλέσουν μείωση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης . Η εφαρμογή νέας νομοθεσίας και η συγκρότηση Οικονομικών Επιτροπών έγκρισης επενδύσεων από τρίτες χώρες στις ΗΠΑ, στη Γερμανία , στη Γαλλία, στο Ενωμένο Βασίλειο θα επηρεάσει τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές και θα ενισχύσει τη διαίρεση της παγκόσμιας οικονομίας.

Δεν πρέπει να παραβλέπετε η ισχυρή διεθνής παρουσία Ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στον τομέα των κατασκευών, της ενέργειας, των υδάτων, των μεταφορών είναι σημαντική. Για το λόγο αυτό η επιδίωξη της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαιότητας (χωρίς εξαιρέσεις) στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές υπό το Οργανισμό Διεθνούς Εμπορίου θα πρέπει να είναι η βασική προτεραιότητα της Ευρώπης και πιθανόν να διασφαλίζει την προστασία της παγκόσμιας οικονομίας χωρίς την αναγκαιότητα επιβολής επιμέρους εθνικών και ευρωπαϊκών αντίμετρων.

8. Η Θεσμική θωράκιση της οικονομίας και της αγοράς.

Η Ευρώπη έχει ανάγκη από ένα δικαστικό σύστημα που κατανοεί βασικές οικονομικές αρχές (δανεισμός, πίστωση, ρευστότητα, ζήτηση, παραγωγή, χρεοκοπία, οικονομικές συνθήκες, υπαιτιότητα τρίτων για την οικονομικής αποτυχία επιχείρησης, δυνατότητα ανάκαμψης κ.λ.π ) και δεν λειτουργεί ως ένα ποινικό δικαστήριο. Και δεν θα διακρίνει στις αποφάσεις της μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών εταιριών, φυσικών και νομικών προσώπων .

Είναι γενικά γνωστό στους επιχειρηματικούς κύκλους η συμπεριφορά που είχε το Ευρωπαϊκό δικαστήριο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέναντι στις Αμερικάνικες εταιρίες για την τήρηση των κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου ανταγωνισμού συγκριτικά με τη συμπεριφορά και τις αποφάσεις που έλαβε περιοδικά για τις Ρωσικές εταιρίες ενέργειας. Στις πρώτες επέβαλλε πρόστιμα και την επιταγή για την αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών δράσεων τους στην Ευρώπη ενώ στις δεύτερες το Δικαστήριο και η Επιτροπή περιορίστηκε να αποδεχθεί τις αυτοδεσμεύσεις των Ρωσικών εταιριών για τις επιχειρηματικές τους δράσεις στην ευρωπαϊκή επικράτεια χωρίς την επιβολή κυρώσεων (..οι εταιρίες της Ρωσίας είναι κρατικές εταιρίες).

Πως προστατεύονται τα δικαιώματα των μετόχων μειοψηφίας σε μια εταιρεία; Πως προστατεύονται οι καταναλωτές; Πως προστατεύονται οι εργαζόμενοι, οι συνεργάτες, οι προμηθευτές στις εκτιμήσεις και πρακτικές μεγάλων εταιριών; Χαρακτηριστική η περίπτωση της υπόθεσης των εργαζομένων και των συνεργατών στα Βρετανικά ταχυδρομεία τη δεκαετία του 1990 που μέχρι και σήμερα ταλαιπωρούνται σε δικαστικές διαμάχες για λογιστικά λάθη που διαπιστωμένα έκανε η διοίκηση και το λογισμικό σύστημα των Βρετανικών ταχυδρομείων στον υπολογισμό λανθασμένων οφειλών των συνεργατών της προς την εταιρία (Post Office Horizon IT Scandal Guardian 07.01.2024). Πως αντιμετωπίζεται η οικονομική χρεοκοπία στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο και στην ευρωπαϊκή κουλτούρα; Πως αντιμετωπίζει η υπόθεση χρεοκοπίας επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων μετά τις διαδοχικές κρίσεις του 2008 – 2020 στην Ευρώπη; Όλα αυτά οφείλουν να αποτελούν θέματα προς διερεύνηση για μια .νέα αντιμετώπιση.

Στην περίπτωση της χρεοκοπίας επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων πως αντιδρά το οικονομικό και δικαστικό σύστημα ,ειδικά σε μια εποχή που οι οικονομικές κρίσεις από εξωγενείς παράγοντες είναι διαδοχικές, συνεχόμενες και παρατεταμένες.; Στην περίπτωση χρεοκοπίας, καταλογίζεται αυτόματα η κατηγορία της υπεξαίρεσης και κατάχρησης; και όχι της επιχειρηματικής αποτυχίας; με αποτέλεσμα τις ποινικές κυρώσεις και τον άμεσο αποκλεισμό επιχειρηματιών από την οικονομική δράση; Με σημαντικά αρνητικά αποτελέσματα για ολόκληρους οικονομικούς κλάδους και για την κοινωνική ευημερία καθώς στερεί από την κοινωνία γνώση και επαγγελματική εμπειρία.

Οι υψηλές τιμές δεν μπορούν να επιλύονται αποκλειστικά με κεντρικές κυβερνητικές πολιτικές μακροοικονομικής διαχείρισης με δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα (αύξηση επιτοκίων), όταν το πρόβλημα των υψηλών τιμών είναι πρόβλημα του τρόπου λειτουργίας των αγορών . Οφείλεται στο υψηλό δημόσιο χρέος, στο μέγεθος της παραγωγής στην ΕΕ , την οικονομική μονοπωλιακή ή ολιγοπωλιακή δύναμη ορισμένων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων σε ορισμένους οικονομικούς κλάδους ή τη δεσπόζουσα θέση τους στο σύνολο της οικονομίας (π.χ. εταιρίας ενέργειας).
Η τακτική συνεργασία της Κεντρικής Τράπεζας με τις υπόλοιπες ανεξάρτητες αρχές που η βασική τους αρμοδιότητα είναι ο έλεγχος και η ρύθμιση των αγορών θα πρέπει να επιδιώκεται τα επόμενα χρόνια (επιτροπή ανταγωνισμού, επιτροπή κεφαλαιαγοράς, επιτροπή τηλεπικοινωνιών, ρυθμιστική αρχή ενέργειας).

Επίλογος

Στο παρόν άρθρο καταγράψαμε τις οχτώ βασικές οικονομικές παραμέτρους που καθορίζουν την προοπτική της ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής οικονομίας. Προβλήματα παρουσιάζονται και στις οχτώ παραμέτρους για την οικονομική ανάπτυξη της ΕΕ. Προβλήματα όμως που μπορούν να επιλυθούν με τη διεθνή συνεργασία σε Ευρωπαϊκό και σε παγκόσμιο επίπεδο.

Στην τρέχουσα δεκαετία, η νομισματική πολιτική , η δημοσιονομική πολιτική και η εισοδηματική πολιτική των εθνικών κυβερνήσεων των κρατών μελών της ΕΕ, θα αντιμετωπίσουν σημαντικές προκλήσεις και θα αποτελέσουν πεδία έντονης πολιτικής διαμάχης για τα πολιτικά κόμματα της Ευρώπης. . Οι πολιτικοί συσχετισμοί που θα αναδυθούν από τις εθνικές εκλογές κάθε κράτους μέλους ξεχωριστά και στο σύνολο της Ευρώπης (ευρωπαϊκό κοινοβούλιο), , θα καθορίσουν τον οικονομικό προσανατολισμό και την επιτυχία της πολιτικής οικονομικής ανάπτυξης.

Το δημογραφικό πρόβλημα, το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής και της ενεργειακής μετάβασης, η αντιμετώπιση των πιθανών νέων υγειονομικών κρίσεων, η αύξηση των αμυντικών δαπανών λόγω των διεθνών γεωπολιτικών εντάσεων, η ανάγκη νέων επενδύσεων σε βασικές υποδομές και σε κρίσιμους κλάδους της οικονομίας (τηλεπικοινωνίες , μεταφορές, ενέργεια, ύδρευση, εκπαίδευση, οικονομία διαστήματος), η αντιμετώπιση του προβλήματος της παράνομης μετανάστευσης, όλα τα παραπάνω, θα αποτελέσουν πεδία έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης

Επιπλέον, η πολιτική του εκσυγχρονισμού της ευρωπαϊκής οικονομίας για να ανταγωνιστεί τις οικονομίες της Ασίας και της Αμερικής θα αυξήσει τις ανάγκες για δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις για την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στην οικονομία (AI, Data Centers, ψηφιακή οικονομία και ψηφιακά νομίσματα, οικονομία του διαστήματος, κάθετη/αστική γεωργία κλπ).

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει αρκετούς χρηματοοικονομικούς πόρους για να ηγηθεί της αναπτυξιακής πορείας της Ένωσης. Ο προϋπολογισμός της Ε.Ε, δηλαδή τα χρήματα που διαχειρίζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλύπτουν μόλις το 11% του Ενωσιακού ΑΕΠ. Και τα κράτη μέλη, αξιολογώντας συνολικά το μέχρι τώρα έργο της επιτροπής στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας, δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένα να της παραχωρήσουν περαιτέρω οικονομικούς πόρους και αρμοδιότητες.

Οι δημόσιες δαπάνες των εθνικών κυβερνήσεων των κρατών μελών της ΕΕ ήδη καλύπτουν το 50% του ΑΕΠ τους. Αριθμοί που δεν μπορούν να είναι βιώσιμοι. Το υψηλό δημόσιο χρέος δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίζεται αποκλειστικά με αύξηση των φόρων και μείωση των δαπανών. Δημοσιονομικές και Νομισματικές παρεμβάσεις θα χρειαστούν σε αυτή την περίπτωση.

Ένα νέο σύμφωνο για τη διαχείριση της μακροοικονομικής πολιτικής στην ΕΕ που δεν θα επαναλαμβάνει τα λάθη της συνθήκης του Μάαστριχτ και του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης είναι απαραίτητο. Ο εκσυγχρονισμός των Ευρωπαϊκών οικονομικών δράσεων και του περιεχομένου του Ευρωπαϊκού προϋπολογισμού είναι επίσης απαραίτητος.

Η ένταξη κρατών μελών της ΕΕ στην Ευρωζώνη (π.χ. Βουλγαρία, Ρουμανία, Πολωνία κλπ), θα είναι μια επιπλέον πρόκληση για την οικονομία της Ένωσης. Αν εισέρθουν στην Ευρωζώνη χώρες με χαμηλό ΑΕΠ και χαμηλό δημόσιο χρέος θα αντιδράσουν σε μια περαιτέρω διαχείριση και διευθέτηση των δημόσιων υποχρεώσεων των παλαιών μελών της Ευρωζώνης (Ελλάδα, Ιταλία, Βέλγιο, Γαλλία, Πορτογαλία κλπ). Στην καλύτερη περίπτωση θα απαιτήσουν αυξημένες ευρωπαϊκές χρηματοοικονομικές μεταβιβάσεις και εξαίρεση από την πολιτική σταθεροποίησης του δημόσιου χρέους τους.

Η ικανότητα της κάθε χώρας, κράτους μέλους να προσελκύσει (ιδιωτικά και δημόσια) κεφάλαια από εγχώριες πηγές και από τρίτες χώρες θα καθορίσει την προοπτική ανάπτυξη της. Η ενθάρρυνση της ιδιωτικής και ελεύθερης οικονομικής δράσης θα είναι ο βασικός παράγων που θα καθορίσει αν ένα κράτος μέλος θα καταφέρει να αναπτυχθεί πέραν των επιταγών και των προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η ανάγκη για νέα επενδυτικά κεφάλαια θα οδηγήσει τις κυβερνήσεις στη χρήση νέων χρηματοοικονομικών εργαλείων και στην αναζήτηση νέων χρηματοοικονομικών πηγών. Η νέα (αριστερή) κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου (μη μέλος της ΕΕ), ήδη προωθεί τη μεταρρύθμιση του κλάδου ασφάλισης και συνταξιοδότησης στα πρότυπα του μοντέλου του κράτους του Καναδά , επιτρέποντας στα συνταξιοδοτικά ταμεία να επενδύουν και να χρηματοδοτούν έργα υποδομών και να συμμετέχουν στο μετοχικό κεφάλαιο εταιριών που χαρακτηρίζονται ως κρίσιμοι κλάδοι για τη λειτουργία της οικονομίας στην εγχώρια ή στη διεθνή αγορά (εταιρίες κοινής ωφελείας).

Ο Βασίλειος Π. Πανουσόπουλος είναι Οικονομολόγος – Διεθνολόγος, Ειδικός Επιστήμονας στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (εφεξής ΡΑΑΕΥ). Πρώην Ειδικός Επιστήμονας στην Επιτροπή Ανταγωνισμού.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts