Είναι μεγάλο το κύμα αμφισβήτησης που εξαρχής ξεσήκωσε η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης που έδωσε ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν στο Μισέλ Μπαρνιέ. Είναι πολύ αμφίβολο αν ο ηλικίας 73 ετών πρώην επίτροπος της Γαλλίας στην ΕΕ και υπουργός κυβερνήσεων κατά τις προεδρίες Σιράκ και Σαρκοζί θα καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση που θα λάβει την εμπιστοσύνη της Εθνοσυνέλευσης.

Ωστόσο, είτε ο Μπαρνιέ είτε οποιοσδήποτε άλλος πρωθυπουργός εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου, θα κληθεί να λάβει αντιδημοφιλείς οικονομικές αποφάσεις την επόμενη τετραετία, σημειώνει σε ανάλυσή του ο Ρενό Ονορέ της «Les Echos». Θα αναγκαστεί να ξεκινήσει τις αναθεωρήσεις από τον επόμενο κι όλας προϋπολογισμό, που έχει καταρτίσει ο απερχόμενος υπουργός Μπρουνό Λεμέρ και πρόκειται να ανακοινωθεί την επόμενη βδομάδα για να αρχίσει, θεωρητικά, να συζητείται στην Εθνοσυνέλευση την 1η Οκτωβρίου.

Ούτε λίγο ούτε πολύ, η επόμενη κυβέρνηση της Γαλλίας θα πρέπει να κάνει κατά την τετραετή θητεία της οικονομίες άνω των 100 δισ. ευρώ, σημειώνει ο ρεπόρτερ και αναλυτής της «Les Echos».

Ήδη ο Λεμέρ έχει ανακοινώσει ένα πρώτο σχέδιο εξοικονόμησης 10 δισ. ευρώ μετά την αναπάντεχη αναθεώρηση που ανέβασε το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2023 στο 5,5% του ΑΕΠ απο 4,9%, που ήταν η αρχική εκτίμηση.

Περιδινίσεις απελπισίας

Η εκτροπή όμως δεν θα σταματήσει εδώ. Ο Λεμέρ σε στοιχεία για τον προϋπολογισμό που έστειλε τη Δευτέρα στις αρμόδιες οικονομικές επιτροπές των δύο κοινοβουλευτικών σωμάτων (Εθνοσυνέλευση και Γερουσία) σκιαγραφεί μια διόλου ρόδινη εικόνα των δημοσίων οικονομικών. Έγγραφο της γενικής διεύθυνσης του Προϋπολογισμού, που ήρθε σε γνώση της γαλλικής εφημερίδας, αποκαλύπτει μια κατάσταση πολύ χειρότερη.

Συγκεκριμένα, το γαλλικό έλλειμμα κινδυνεύει να αυξηθεί εφέτος στο 5,6% του ΑΕΠ (αντί για 5,1% που έχει προϋπολογιστεί). Και επίσης στο 6,2% του ΑΕΠ το 2025 αν δεν ληφθούν πρόσθετα μέτρα. Συνεχίζοντας να εφαρμόζουν τα υπολογιστικά μοντέλα τους – ακολουθώντας το τρενάκι του τρόμου ουσιαστικά – οι αρμόδιοι για την κατάρτιση του Προϋπολογισμού επιτελείς του υπουργείου Οικονομικών υπολογίζουν έλλειμμα 6,7% στα τέλη του 2026 και 6,5% στα τέλη του 2027.

Αυτά ενώ η Γαλλία έχει ήδη υποσχεθεί στους εταίρους της στην ΕΕ να περιορίσει το έλλειμμα στο 3% του ΑΕΠ στα τέλη του 2027. Να το κατεβάσει δηλαδή εντός των ανεκτών ορίων που προβλέπει το Σύμφωνο Ανάπτυξης και Σταθερότητας της ΕΕ. «Είναι όμως ακόμα ρεαλιστικός ένας τέτοιος στόχος;», ερωτά η «Les Echos». Είναι, απαντά η εφημερίδα, αρκεί να γίνουν οικονομίες όχι μικρότερες των 110 δισ. ευρώ, σε ορίζοντα τετραετίας, κάτι που ουδέποτε έχει επιτευχθεί στην Πέμπτη γαλλική Δημοκρατία (μετά το Σύνταγμα του 1958 που ψήφισε ο Ντε Γκολ δηλαδή).

Στόχος η «βιωσιμότητα»

Οι οικονομοτέχνες αναγνωρίζουν βεβαίως ότι σε κάθε κλάσμα υπάρχει αριθμητής και παρονομαστής. Διότι το έλλειμμα που ενδιαφέρει, όπως άλλωστε και το δημόσιο χρέος, δεν υπολογίζονται σε απόλυτο αριθμό, σε δισεκατομμύρια ή τρισεκατομμύρια ευρώ δηλαδή, αλλά ως ποσοστά του ΑΕΠ.

Αν λοιπόν υπάρχει ισχυρή ανάπτυξη, το έλλειμμα είναι πιο εύκολο να πάρει την κατιούσα. Κι αν βαίνει μειούμενο καθιστά ανεκτό και το χρέος, οποίο αυτομάτως Βρυξέλλες, οίκοι και αγορές το χαρακτηρίζουν «βιώσιμο» και «εξυπηρετήσιμο», όσο υψηλό κι αν είναι.

Με μια προϋπολογιζόμενη αύξηση της τάξεως του 0,7% του ΑΕΠ ετησίως, για να πετύχει τους δημοσιονομικούς στόχους η νέα κυβέρνηση και να τιμήσει η χώρα τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, θα πρέπει να εξοικονομήσει 30 δισ. ευρώ έως το 2025 και επιπλέον 100 δισ. ευρώ έως το 2028.

Αν συμβεί αυτό, θα έχει έλλειμμα 5,2% το 2025 και το ποσοστό θα πέσει στο επιθυμητό 3% το έτος 2029. Μια προοπτική που κινδυνεύει να χαρακτηριστεί «πολύ μακρινή» από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όπως σημειώνεται στο διαρρεύσαν έγγραφο.

Ο παράγων «ανάπτυξη»

Εδώ βέβαια θα πρέπει να σημειώσει κάποιος ότι τα τελευταία τρία τρίμηνα η γαλλική ανάπτυξη επιταχύνθηκε ανέλπιστα. Τόσο το τελευταίο τρίμηνο του 2023 όσο και τα δύο πρώτα του 2024 αναθεωρήθηκαν θετικά ως προς το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ και πλέον ο στόχος του τρέχοντος προϋπολογισμού για ανάπτυξη 1% της γαλλικής οικονομίας στα τέλη του 2024 πρέπει να θεωρείται, πλην θεαματικού απροόπτου, δεδομένος.

Η αισιόδοξη αυτή εξέλιξη γεννά την ελπίδα ότι θα χρειαστούν λιγότερο αιματηρές οικονομίες από όσες υπολογίζουν οι αρμόδιοι του γαλλικού υπουργείου Οικονομικών. Παρά ταύτα, «υπό τις παρούσες συνθήκες μοιάζει αναπόφευκτο ένα μίγμα πολιτικής που θα περιλαμβάνει αυξήσεις φόρων και μειώσεις δαπανών», όπως παραδέχθηκε μιλώντας στη «Les Echos» στενός συνεργάτης του προέδρου Μακρόν που ζήτησε να μην κατονομαστεί.

Πικρό ποτήρι

«Σε ό,τι αφορά τους φόρους είναι σπάνιο για πολιτικούς ηγέτες να βρεθούν δίχως έμπνευση και δημιουργικότητα. Βρίσκουν με ευκολία φορολογικούς στόχους. Σε ό,τι αφορά τις δαπάνες, συχνά δυσκολεύονται να επιλέξουν ποιες θα περικόψουν», γράφει η «Les Echos». Ωστόσο, «ο μελλοντικός πρωθυπουργός θα μπορεί πάντα να αντλεί από τις ιδέες που άφησε πίσω του η προηγούμενη κυβέρνηση», συμπληρώνει η εφημερίδα.

Σύμφωνα με τις ιδέες που προτείνουν οι τεχνοκράτες του υπουργείου Οικονομικών (αυτοί δεν έχουν τις αναστολές των πολιτικών), ένας τρόπος εξοικονόμησης χρημάτων είναι να περιοριστεί η βοήθεια προς τις γαλλικές επιχειρήσεις, η οποία έφθασε τα 99 δισ. ευρώ το 2022. Η ειδική έκθεση επικεντρώθηκε στα 64 δισ. από αυτό το σύνολο και κατάφερε να εντοπίσει δυνατότητες εξοικονόμησης 3 δισ. ευρώ έως το 2027.

Ιερές (και μη) αγελάδες

Αυτό όμως θα συνεπαγόταν περικοπή 450 εκατ. ευρώ στις πιστώσεις για την έρευνα, κάτι που αποτελεί «ιερή αγελάδα» για τον πρόεδρο, όπως σημειώνει ο αναλυτής της «Les Echos». Επίσης προτείνεται η κατάργηση των μειωμένων φόρων κατανάλωσης στα βιοκαύσιμα για να εξοικονομηθούν 700 εκατ. ευρώ. Ή ακόμα και εξοικονόμηση 700 εκατ. ευρώ από τη μείωση της στήριξης στα Εμπορικά και Βιομηχανικά Επιμελητήρια της χώρας.

Πιο ουσιαστικές οικονομίες 4 δισ. ευρώ θα μπορούσαν να γίνουν αν καταργούνταν οι χαμηλοί συντελεστές ΦΠΑ σε διάφορες υπηρεσίες και αγαθά, όπως είναι στα catering, στις τηλεοπτικές υπηρεσίες ή στο εμφιαλωμένο νερό. Επισης, στο στόχαστρο των τεχνοκρατών του υπουργείου έχουν μπει οι πολιτικές για την επιδότηση επιμορφωτικών προγραμμάτων (για να εξοικονομηθούν 1,5 δισ. ευρώ), την κατάργηση των κινήτρων που παρέχονται στις επιχειρήσεις για να προχωρούν σε προσλήψεις, αλλά και στις δαπάνες του συστήματος Υγείας.

Το σύστημα Υγείας όμως, όπως εξάλλου και η Εκπαίδευση, η Δικαιοσύνη και η Ασφάλεια, είναι τομείς που και ο απερχόμενος Μπρουνό Λεμέρ είχε σκοπό όχι μόνο να μη μειώσει αλλά να αυξήσει τις δαπάνες – κάτι για το οποίο τον εμπόδισε ο πρωθυπουργός Γκαμπριέλ Ατάλ, κατά τη «Les Echos».

Τέλος, υπό τις παρούσες συνθήκες ουδεμία κυβέρνηση θα διανοούνταν να μειώσει τις στρατιωτικές δαπάνες της Γαλλίας. Ούτε καν μια υποθετική κυβέρνηση που θα συγκροτούσε η προταθείσα από την Αριστερά για πρωθυπουργός (και ασκαρδαμυκτί απορριφθείσα από τον Μακρόν) Λισί Καστέ. Διότι βάσει του γαλλικού Συντάγματος ο πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι και αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων. Δύσκολα θα φανταζόταν κανείς τον Μακρόν να προσυπογράφει τη μείωση των δαπανών για την Άμυνα.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή