Η μείωση του επιτοκίου καταθέσεων κατά 25 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις 12 Σεπτεμβρίου θεωρείται ευρέως αναμενόμενη.

Αυτό που αναμένουν τώρα οι οικονομολόγοι -και είναι έξω από την πεπατημένη- είναι η ταυτόχρονη μείωση δύο άλλων επιτοκίων κατά το λιγότερο συμβατικό μέγεθος των 60 μονάδων βάσης.

UBS: Η μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ στηρίζει τις ευρωπαϊκές τράπεζες

Αυτό γράφει το Bloomberg, σύμφωνα με το οποίο μια τέτοια κίνηση από την πλευρά της ΕΚΤ αποσκοπεί στο να δώσει ώθηση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ξετυλίγουν τα μεγάλης διάρκειας ομόλογα και τα μακροπρόθεσμα δάνεια.

Προσαρμόζοντας το χάσμα μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων, στοχεύουν να εξασφαλίσουν ότι η ΕΚΤ διατηρεί τον έλεγχο των συνθηκών της αγοράς καθώς ο ισολογισμός της συρρικνώνεται.

Τι ισχύει αυτήν τη στιγμή;

Το επιτόκιο καταθέσεων είναι σήμερα στο 3,75%. Το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης με το οποίο οι τράπεζες μπορούν να δανειστούν χρήματα για μια εβδομάδα ή τρεις μήνες είναι κατά μισή μονάδα υψηλότερο στο 4,25%, ενώ το επιτόκιο της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης είναι στο 4,5%.

Οι ασύμμετρες διαφορές μεταξύ των τριών επιτοκίων είναι κληρονομιά της εποχής με τα αρνητικά επιτόκια δανεισμού της ΕΚΤ.

Τότε, που προκειμένου να συγκρατήσουν τον αποπληθωρισμό και να τονώσουν την οικονομία, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μείωσαν το επιτόκιο καταθέσεων πολύ κάτω από το μηδέν, ενώ δεν μπορούσαν να κάνουν το ίδιο με τα άλλα δύο επιτόκια.

Τι θα αλλάξει;

Η ΕΚΤ, λένε οι αναλυτές, σύμφωνα με το Bloomberg, πρόκειται να μειώσει το χάσμα μεταξύ του επιτοκίου καταθέσεων και του επιτόκιο κύριας αναχρηματοδότησης — από 50 μονάδες βάσης σε 15. Η δε διαφορά ανάμεσα στο επιτόκιο κύρια αναχρηματοδότησης και στο επιτόκιο οριακού δανεισμού θα παραμείνει αμετάβλητη στις 25 μονάδες βάσης.

Εφόσον έτσι γίνουν τα πράγματα, τα ποσοστά θα μειωθούν αντίστοιχα ως εξής: στο 3,5%, 3,65% και 3,9%.

Στην ερώτηση εάν αυτές οι κινήσεις συνιστούν περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, οι οικονομολόγοι του Bloomberg απαντούν κατηγορηματικά αρνητικά.

Και εξηγούν: Το κόστος δανεισμού της αγοράς παρακολουθεί τις αλλαγές στο επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ.

Οι αλλαγές στα άλλα δύο επιτόκια που υπερβαίνουν τις 25 μονάδες βάσης θεωρούνται τεχνικές προσαρμογές απαραίτητες για την αντιμετώπιση των αλλαγών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στη νομισματική πολιτική τα τελευταία χρόνια.

Είναι το αποτέλεσμα μιας 15μηνης αναθεώρησης του επιχειρησιακού πλαισίου της ΕΚΤ και ανακοινώθηκαν τον Μάρτιο.

Ο τραπεζικός δανεισμός από την ΕΚΤ ήταν χαμηλός τα τελευταία χρόνια, επομένως οι επιπτώσεις αυτής της κίνησης στις συνολικές συνθήκες χρηματοδότησης θα είναι μικρές.

Η τρέχουσα απορρόφηση σε εβδομαδιαίες προσφορές είναι περίπου 2 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ τα ανεξόφλητα τρίμηνα δάνεια ανέρχονται σε περίπου 10 δισεκατομμύρια ευρώ.

Γιατί η ΕΚΤ αλλάζει τη διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια

Από τότε που η ΕΚΤ ξεκίνησε αγορές μακράς διάρκειας  ομολόγων το 2015 και η ρευστότητα ήταν υπερβολική διαθέσιμη, τα επιτόκια της αγοράς μίας ημέρας παρακολουθούσαν το επιτόκιο καταθέσεων.

Αλλά εδώ και λίγο καιρό, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν έχουν επανεπενδύσει τα έσοδα όλων των ομολόγων που λήγουν.

Τα μακροπρόθεσμα δάνεια λήγουν επίσης, οπότε ο ισολογισμός συρρικνώνεται αρκετά γρήγορα.

Αυτή η διαδικασία θα συνεχιστεί καθώς οι αξιωματούχοι περιορίζουν τις ενισχύσεις της εποχής της κρίσης.  Θα έρθει μια στιγμή που η ρευστότητα δεν θα είναι πλέον διαθέσιμη σε αφθονία και οι τράπεζες – ελλείψει νέων αγορών περιουσιακών στοιχείων – θα πρέπει να αρχίσουν ξανά να δανείζονται. Σε μια τέτοια εξέλιξη, η αστάθεια της αγοράς είναι μια πολύ πιθανή παρενέργεια, προειδοποιούν οι αναλυτές.

Ο κύριος στόχος των υπευθύνων χάραξης πολιτικής είναι να περιορίσουν αυτόν τον φαύλο κύκλο. Η μείωση της διαφοράς μεταξύ των επιτοκίων με τα οποία οι τράπεζες μπορούν να δανειστούν και να καταθέσουν χρήματα στην ΕΚΤ μειώνει επίσης το χάσμα μεταξύ του οποίου πιθανότατα θα κινηθούν τα επιτόκια της αγοράς μίας νύχτας.

Αυτή είναι εικόνα της νομισματικής πολιτικής για το μέλλον;

Μάλλον όχι, λένε οι αναλυτές. Προτού η ΕΚΤ ανακοινώσει τις επικείμενες αλλαγές, οι αξιωματούχοι είχαν μια μεγάλη συζήτηση για το αν ήθελαν να συνεχίσουν να λειτουργούν σε ένα σύστημα όπου οι τράπεζες έχουν περισσότερη ρευστότητα από ό,τι χρειάζονταν τεχνικά — ή εάν θέλουν να επιστρέψουν στο καθεστώς περιορισμού του χρήματος πριν από τη Μεγάλη Χρηματοπιστωτική Κρίση, όπου με δυσκολία συντελούνταν η διαχείριση κεφαλαίων.

Οι απόψεις διέφεραν έντονα, γράφει το Bloomberg, με αξιωματούχους από τις χώρες της Νότιας Ευρώπης να είναι περισσότερο υπέρ του πρώτου. Άλλοι φαινομενικά προτίμησαν την τελευταία επιλογή της αυστηρά περιορισμένης ρευστότητας.

Μεταθέτοντας χρονικά μια τελική απάντηση για άλλη μια φορά, αποφάσισαν να διατηρήσουν προς το παρόν το τρέχον σύστημα όπου η πλεονάζουσα ρευστότητα διατηρεί τα επιτόκια της αγοράς κοντά στο επιτόκιο καταθέσεων. Ενώ, όμως, πλέον, ο ισολογισμός συρρικνώνεται, οι τράπεζες θα έχουν μεγαλύτερη ευθύνη να αποφασίσουν πόση ρευστότητα χρειάζονται για να λειτουργήσουν.

Ποιο είναι το αποτέλεσμα των αγορών;

Ο βραχυπρόθεσμος αντίκτυπος στην αγορά είναι πιθανό να είναι περιορισμένος, εν μέρει επειδή η αλλαγή επισημάνθηκε εγκαίρως. Επιπλέον, η πλεονάζουσα ρευστότητα παραμένει υψηλή, σε περισσότερα από 3 τρισεκατομμύρια ευρώ (έναντι περίπου 1,7 τρισεκατομμυρίων ευρώ πριν από την πανδημία), γεγονός που περιορίζει την ανάγκη για εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης.

Όταν η μάχη για ρευστότητα δυσκολέψει, η βασική αγορά που πρέπει να παρακολουθήσετε θα είναι τα repos, όπου οι τράπεζες μπορούν να ζητήσουν μεγαλύτερες εξασφαλίσεις σε αντάλλαγμα για μετρητά από άλλες τράπεζες.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή