Ένα από τα βασικά προβλήματα άσκησης της νομισματικής πολιτικής, είναι αφενός η διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα ή σε επίπεδα που έχουν αποφασιστεί ως στόχος πέριξ του 2% ως μεταβολή του επιπέδου τιμών και αφετέρου ο προσδιορισμός της κατάλληλης πολιτικής ορισμού των ονομαστικών επιτοκίων.

Όταν ο πληθωρισμός είναι σχετικά υψηλός όπως έχει συμβεί τα τελευταία τρία χρόνια λόγω της ανάκαμψης τόσο της ζήτησης όσο και της προσφοράς ως κανονικοποίηση της εφοδιαστικής αλυσίδας, τότε η συνήθης πολιτική των μεγάλων κεντρικών τραπεζών, δεν είναι άλλη από την αύξηση του βασικού επιτοκίου. Αυτές όμως οι αυξήσεις μπορεί να διαρκέσουν καιρό όπως και τελικά συνέβη, καθώς την πανδημία ακολούθησαν διαδοχικές γεωπολιτικές κρίσεις με τους πολέμους στην Ουκρανία και στην Μέση Ανατολή που συνεχίζουν να επηρεάζουν τις μεταφορές και την προσφορά ενέργειας.

Το σημαντικό πρόβλημα αλλά και δίλημμα της νομισματικής πολιτικής που πλησιάζει πλέον επικίνδυνα, είναι από την στιγμή που αρχίσει η αντίστροφη τάση, έστω και με διαφορετικό ρυθμό από την ΕΚΤ και την FED, δηλαδή τις διαδοχικές μειώσεις ονομαστικών επιτοκίων, υπό το πρίσμα μείωσης και τιθάσευσης του πληθωρισμού.

Πρόκειται πρακτικά για το κρίσιμο σημείο του λεγόμενου ουδέτερου επιτοκίου, που αποτελεί πρακτικά το άριστο επιτόκιο για τη νομισματική πολιτική, όπου από την μία δεν πυροδοτεί πληθωριστικές πιέσεις και από την άλλη δεν επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη των περισσότερων αναπτυγμένων χωρών.

Δυστυχώς το επιθυμητό σημείο του ουδέτερου επιτοκίου είτε παγκόσμια είτε για την ΕΕ, μέσω της άσκησης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, δεν είναι προαποφασισμένο, αλλά από τα στατιστικά στοιχεία των περισσότερων χωρών προκύπτει πως καλύπτει ένα εύρος μεταξύ 1,5% και 3%, το οποίο από μόνο του μπορεί να σημαίνει αρκετά κυρίως για τα κράτη μέλη της ΕΕ.

Αν για παράδειγμα η ΕΚΤ σταθμίζοντας τις προβλέψεις για την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη, καθώς και την τελική τάση του πληθωρισμού για το 2024, αποφασίσει να κινηθεί στο άνω άκρο, σε ένα επιτόκιο δηλαδή πολύ κοντά στο 3%, τότε αυτό ενδεχομένως να επηρεάσει χώρες όπως η Ελλάδα που δεν έχει σοβαρά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και να την επιβαρύνει στον δανεισμό της από τις διεθνείς αγορές, επηρεάζοντας μεσομακροπρόθεσμα, τόσο το δημοσιονομικό έλλειμμα όσο και το χρέος.

Σε κάθε περίπτωση, τόσο οι γεωπολιτικές εξελίξεις όσο και τα στοιχεία για την αγορά εργασίας αλλά και την καταναλωτική εμπιστοσύνη στις μεγάλες αγορές όπως η ΕΕ, η Κίνα και οι ΗΠΑ, θα καθορίσουν την τελική πορεία των επιτοκίων, ως ένα σημείο θωράκισης της ανάπτυξης, αλλά και ταυτόχρονης επιφυλακής για τον πληθωρισμό.

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts
Γήρανση και φτωχοποίηση: Ενα δίδυμο αδιέξοδο
Experts |

Γήρανση και φτωχοποίηση: Ενα δίδυμο αδιέξοδο

Η αποφυγή ενός διαρθρωτικού και αυξανόμενου δημόσιου ελλείμματος με τάσεις φτωχοποίησης του οικονομικού σχηματισμού και του πληθυσμού, προϋποθέτει την αύξηση του εργατικού δυναμικού με ρυθμό ταχύτερο απ΄αυτόν του συνολικού πληθυσμού