Τις τελευταίες μέρες το ενδιαφέρον της ελληνικής κοινής γνώμης το έχει απασχολήσει έντονα η θεαματικά ανοδική πορεία της μέσης Τιμής Εκκαθάρισης της Αγοράς (ΤΕΑ) στη χονδρεμπορική αγορά ενέργειας της χώρας μας. Τη Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024 η ΤΕΑ έκλεισε στα 215,29 ευρώ/MWh, με υψηλότερη τιμή 24ώρου τα 911 ευρώ/MWh, όταν την αντίστοιχη ημερομηνία πέρυσι δεν ξεπερνούσε τα 93,21 ευρώ/MWh. Είναι προφανές ότι τόσο το ύψος της τιμής αυτής όσο και η αστάθειά της δημιουργούν προβλήματα στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, αλλά και στην ομαλή λειτουργία της παραγωγικής διαδικασίας και της αγοράς.

Γιατί συμβαίνει αυτό;

Τα βασικά αίτια για την τρέχουσα άνοδο των τιμών συνδέονται με δύο κύριους παράγοντες, έναν διαρθρωτικό και έναν συγκυριακό. Ο διαρθρωτικός παράγοντας είναι ότι η Ελλάδα διαχρονικά ήταν και παραμένει μια χώρα καθαρά εισαγωγική ως προς την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών. Παρότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) πρωταγωνιστούν πλέον στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής, η στοχαστικότητά τους (δηλαδή το γεγονός ότι η παραγωγή τους εξαρτάται ευθέως από τις εκάστοτε καιρικές συνθήκες) καθιστά αναγκαίες τις συμβατικές μονάδες παραγωγής. Κατά συνέπεια, μεγάλο ποσοστό της ενέργειας που καταναλώνουμε προέρχεται από εισαγόμενο φυσικό αέριο και άλλα ορυκτά καύσιμα, λόγω απουσίας εγχώριας παραγωγής. Αυτό έχει σοβαρές συνέπειες στη διαμόρφωση της ΤΕΑ, καθώς το φυσικό αέριο είναι το ακριβότερο καύσιμο τόσο λόγω αυξημένης εποχικής ζήτησης (τουρισμός, υψηλές θερμοκρασίας) όσο και εξαιτίας της μειωμένης προσφοράς λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.

Ο συγκυριακός παράγοντας, τώρα, είναι η αυξημένη εποχική ζήτηση που ήδη αναφέραμε, σε συνδυασμό με την επιδείνωση της γεωπολιτικής κατάστασης στην Ουκρανία. Αυτή συμβάλλει στην άνοδο της ΤΕΑ όχι μόνο μέσω της μειωμένης προσφοράς φυσικού αερίου, αλλά και λόγω των αυξημένων αναγκών της ίδιας της Ουκρανίας για εισαγωγή ενέργειας από γειτονικά κράτη ως συνέπεια της καταστροφής των ενεργειακών της υποδομών εξαιτίας του πολέμου. Η γεωγραφική εγγύτητα και οι υπάρχουσες διασυνδέσεις έχουν ως αποτέλεσμα η Ελλάδα και τα γειτονικά κράτη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης να επωμισθούν την «ευθύνη» κάλυψης αυτής της αυξημένης ζήτησης, γεγονός που πιέζει περαιτέρω τις τιμές χονδρικής προς τα πάνω.

Οι επιδοτήσεις ως βραχυπρόθεσμο μέτρο

Μπροστά στην ενεργειακή κρίση που έχει ξεσπάσει, οι κυβερνήσεις αρκετών από τις χώρες που πλήττονται, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής, έχουν στραφεί στη λύση των επιδοτήσεων, ώστε να απορροφήσουν προσωρινά μέρος του κόστους και να προστατεύσουν τους καταναλωτές. Ωστόσο, η πολιτική των επιδοτήσεων δεν μπορεί να αποτελέσει μόνιμη κατάσταση, επειδή δεν είναι βιώσιμη δημοσιονομικά (δεδομένου ότι χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό). Η προσφυγή στην επιδότηση της κατανάλωσης είναι ένα θεμιτό, βραχυπρόθεσμο μέτρο που αμβλύνει τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της ανόδου των τιμών, όμως δεν αντιμετωπίζει τις δομικές παραμέτρους του προβλήματος.

Η οριστική λύση

Την οριστική λύση στις παραπάνω προκλήσεις και ανισορροπίες μπορεί να δώσει η δυναμική επιτάχυνση της ολοκλήρωσης των ευρωπαϊκών ενεργειακών αγορών, συνεπικουρούμενη από την ταχεία κατασκευή και ενσωμάτωση σταθμών αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας στο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής.

Η κοινή αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας, δηλαδή το Μοντέλο Στόχος (EU Target Model), έχει ήδη θεσμοθετηθεί μέσα από ευρωπαϊκές οδηγίες, έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη ήδη από το 2016 (Ν. 4425/2016) και έχει τεθεί σε ισχύ στην Ελλάδα από το Νοέμβριο του 2020. Για να υπάρξει ωστόσο ουσιαστική ενοποίηση των ευρωπαϊκών αγορών ενέργειας απαιτείται περαιτέρω ανάπτυξη των ηλεκτρικών διασυνδέσεων μεταξύ των χωρών-μελών και, συνακόλουθα, η εναρμόνιση των κανόνων στα χρηματιστήρια ενέργειας προκειμένου να υποστηρίζονται οι διασυνοριακές συναλλαγές μεταξύ συζευγμένων αγορών. Οι διασυνοριακές συναλλαγές ενέργειας σε μια ενοποιημένη ευρωπαϊκή αγορά που διαθέτει ρευστότητα θα επιτρέψουν την αποτελεσματικότερη διαχείριση απότομων αυξήσεων της ζήτησης και, κατά συνέπεια, απότομων αυξήσεων στις τιμές του ρεύματος. Αυτό, βέβαια, απαιτεί χρόνο και σημαντικές επενδύσεις στις αναγκαίες υποδομές.

Παράλληλα, η γρήγορη ενσωμάτωση των μπαταριών στο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής θα αμβλύνει το πρόβλημα της στοχαστικότητας των ΑΠΕ, καθώς θα επιτρέπει την αποθήκευση της πλεονάζουσας ενέργειας στις ώρες αιχμής και τη διοχέτευσή της στο σύστημα κατά τις νυχτερινές ώρες, όταν η παραγωγή από φωτοβολταϊκούς σταθμούς είναι μηδενική. Έτσι, θα μειωθούν τόσο η ανάγκη ενεργοποίησης συμβατικών μονάδων όσο και η έκθεση στις υψηλές τιμές του εισαγόμενου φυσικού αερίου.
Έως τότε, οι εθνικές κυβερνήσεις και η Ευρωπαϊκή Ένωση καλούνται να αμβλύνουν με το βέλτιστο δυνατό τρόπο, και με όσα μέσα έχουν στη διάθεσή τους, τις συνέπειες των υψηλών τιμών στους καταναλωτές και στην οικονομία.

Αντώνης Κουμπιάς-  Δικηγόρος

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts