Εν αναμονή των Αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με το «μπόνους» δόμησης σε ύψος και σε τετραγωνικά μέτρα που προσφέρει ο Νέος Οικοδομικός Κανονισμός, επανέρχεται η αντιπαράθεση στον δημόσιο διάλογο, ενώ, για μιαν ακόμη φορά, προκαλείται ανησυχία και αβεβαιότητα στους ιδιοκτήτες, στους κατασκευαστές και στους επενδυτές.

Να θυμηθούμε ότι ο ΝΟΚ δεν είναι τόσο νέος όσο «λέει» το όνομά του. Είναι νόμος του Κράτους από το  2012, ενώ έχει τροποποιηθεί με τις επίμαχες διατάξεις από το 2020 με τον Ν. 4759/2020 περί «Εκσυγχρονισμού της Χωροταξικής και Πολεοδομικής Νομοθεσίας».

Στο μεταξύ, έχουν αδειοδοτηθεί, κατασκευαστεί και πουληθεί εκατοντάδες ιδιοκτησίες οι οποίες είναι νόμιμες. Ακόμη και μετά την όποια απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η πλειονότητα των νομικών συγκλίνει στην άποψη ότι η απόφαση αυτή δεν μπορεί να έχει αναδρομικό χαρακτήρα. Επομένως, τα υφιστάμενα κτήρια θα παραμείνουν, τα υπό κατασκευή ίσως πληρώσουν κάποιο «πράσινο» τέλος και κάποιες άδειες, ίσως, ανακληθούν. Προς τι, λοιπόν, αυτή η σύγχυση;

Επειδή παρόμοια σύγχυση έχει δημιουργηθεί και από άλλες ανάλογες αποφάσεις του ΣτΕ, όπως για την εκτός σχεδίου δόμηση, ας επανέλθουμε στη γενική αρχή περί διάχυτου ελέγχου συνταγματικότητας  των νόμων στη χώρα μας. Στο πλαίσιο αυτού του ελέγχου, κάθε δικαστήριο, ανεξαρτήτως από τη θέση που κατέχει στη δικαστική ιεραρχία, τον κλάδο δικαιοσύνης στον οποίο υπάγεται και το είδος διαφοράς που καλείται να επιλύσει, έχει την αρμοδιότητα να ασκεί έλεγχο αντισυνταγματικότητας επί του εφαρμοστέου νόμου. Σύμφωνα με το α. 93 παρ. 4 του Συντάγματος, τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο, το περιεχόμενο του οποίου αντίκειται στο Σύνταγμα. Έτσι, ο έλεγχος ασκείται από τα δικαστήρια είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν σχετικού ισχυρισμού του διαδίκου. Στην περίπτωση δε που κρίνουν τον νόμο στην ουσία του αντισυνταγματικό, απλώς δεν τον εφαρμόζουν στη συγκεκριμένη ένδικη διαφορά και, βεβαίως, δεν τον ακυρώνουν. Ωστόσο, αν διατάξεις του νόμου κριθούν αντισυνταγματικές με απόφαση Ανώτατου Δικαστηρίου (όπως το ΣτΕ), όπου ο έλεγχος συνταγματικότητας παραμένει δηλωτικός, ο νομοθέτης, προς αποφυγή δημιουργίας και άλλων όμοιων δικών, συνήθως επανέρχεται για να τροποποιήσει την κριθείσα  διάταξη ως αντισυνταγματική.

Επομένως, η ασφάλεια δικαίου, η ανάπτυξη, αλλά και η προστασία του περιβάλλοντος δεν είναι δυνατόν να συνυπάρξουν με αποσπασματικές διατάξεις και ad hoc αποφάσεις. Είναι πλέον ώριμο, στην επόμενη αναθεωρητική Βουλή, όποτε αυτή συνέλθει,  να συζητηθεί η δημιουργία ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο θα ελέγχει τη συνταγματικότητα των νόμων πριν την ψήφισή τους κατά τα πρότυπα του γαλλικού Conseil Constitutionnel και το οποίο θα αποτελέσει μια ουσιαστική μεταρρύθμιση στη λειτουργία της Δικαιοσύνης και της σχέσης των πολιτών με το Κράτος.

Μαρί Δελλή,

Δικηγόρος, PartnerLCILaw

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts