Πίσω από μια από μια προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ που θα μείνει στην ιστορία για την άνευ προηγουμένου πόλωση από την οποία σημαδεύτηκε, βρίσκεται ένας ακόμη μεγάλος «παίκτης». Είναι ακριβώς το διακύβευμα που κράτησε την κούρσα στην κόλψη του ξυραφιού από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή: η αμερικανική οικονομία, όπως γράφει η WSJ.

Το πώς, δε, η οικονομία μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο.

ΗΠΑ: Χάος ανεξάρτητα από το ποιος θα κερδίσει τις εκλογές λένε οι δημοσκόποι της Ipsos

Από τη μία πλευρά, αναπτύσσεται σταθερά, δημιουργώντας εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας και ωθώντας τους μισθούς υψηλότερα, από την άλλη, ο πληθωρισμός είναι πολύ πιο πάνω από ό,τι όταν ανέλαβε ο απερχόμενος πρόεδρος Μπάιντεν και η στέγαση λιγότερο προσιτή. Όλα αυτά, και τα θετικά και τα αρνητικά, είναι παράγοντες που θα καθορίσουν σε μεγάλον βαθμό τις διαθέσεις των αμερικανών ψηφοφόρων.

Η Χάρις δεν έχει δώσει τόση έμφαση στις θέσεις εργασίας και στα μεγέθη ανάπτυξης όσο ο Μπάιντεν, αντ’ αυτού εστιάζει το μήνυμά της σε αυτό που αποκαλεί «οικονομία ευκαιριών».

Ο Τραμπ διακηρύσσει ότι θα προωθήσει μια σειρά από φορολογικές μειώσεις και δασμούς, επιχειρώντας να τρομοκρατήσει τον μέσο Αμερικανό ότι μια διακυβέρνηση Χάρις θα οδηγούσε σε «μια οικονομική ύφεση τύπου 1929».

Η αλήθεια είναι η δυσαρέσκεια των Αμερικανών για την οικονομική πολιτική Μπάιντεν είναι διάχυτη, ξεκινώντας από τον πληθωρισμό.

Και εδώ, όμως, υπεισέρχεται ο παράγοντας κομματική προτίμηση: Έρευνες καταναλωτών από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν δείχνουν ότι οι Ρεπουμπλικανοί αξιολογούν την οικονομία ως χειρότερη από ό,τι ακόμη και όταν χτύπησε η πανδημία τον τελευταίο χρόνο της προεδρίας του Τραμπ. Οι Δημοκρατικοί την αξιολογούν ως καλύτερη από ποτέ κατά τη διάρκεια της θητείας του Τραμπ.

Και, ναι μεν, η αλήθεια δεν μπορεί να αποτυπωθεί με απόλυτη ακρίβεια όταν μιλάμε για τα πορτοφόλια τνω ανθρώπων. Οι αριθμοί, όμως, μπορεί να «λένε» κάτι. Για του λόγου το αληθές, τα τελευταία στοιχεία του υπουργείου Εσωτερικών των ΗΠΑ καταγράφουν αύξηση καταναλωτικών δαπανών κατά 3% του τρίτο τρίμηνο σε ετήσια βάση, όταν κατά τα τρία πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Τραμπ, πριν από την πανδημία, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των δαπανών ήταν 2,6%.

Το μοντέλο Fair και οι 3 μεταβλητές

Η αλληλεπίδραση μεταξύ της εύρωστης ανάπτυξης και των υψηλών τιμών μπορεί να είναι ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν μια αμφίρροπη αναμέτρηση, γράφει η WSJ.

Αυτό φαίνεται επίσης σε ένα μακροχρόνιο προεδρικό μοντέλο πρόβλεψης που ανέπτυξε για πρώτη φορά ο οικονομολόγος του πανεπιστημίου Yale, Ray Fair, τη δεκαετία του 1970. Συνδυάζοντας δεδομένα που χρονολογούνται από τις αρχές του 1900, διαπίστωσε ότι τρεις οικονομικές μεταβλητές ήταν αρκετά εύστοχες στην πρόβλεψη της προεδρικής ψηφοφορίας.

Η πρώτη μεταβλητή είναι ο κατά κεφαλήν ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ τα τρία τρίμηνα πριν από τις εκλογές. Όσο περισσότερη ανάπτυξη έχει προσφέρει η οικονομία κατά τη διάρκεια του εκλογικού έτους, τόσο καλύτερο είναι για τον υποψήφιο του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία κατά τη διάρκεια των εκλογών.

Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε με ρυθμό 2% τα τρία πρώτα τρίμηνα του τρέχοντος έτους, ο καλύτερος ρυθμός των εκλογών από τότε που ο πρώην πρόεδρος Τζορτζ Μπους κέρδισε τη δεύτερη θητεία του το 2004. Aυξήθηκε με ακόμη καλύτερο ρυθμό, 2,8%, καθ’ όλη τη διάρκεια της προεδρίας του Μπάιντεν μέχρι το τρίτο τρίμηνο -o καλύτερος ρυθμός από την εποχή του Λίντον Τζόνσον- αλλά το μοντέλο Fair προτείνει στους ψηφοφόρους να εστιάζουν περισσότερο στις πρόσφατες επιδόσεις της οικονομίας.

Η ισχύς του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην πρόβλεψη της ψηφοφορίας είναι μια αντανάκλαση του πώς, όταν αυξάνεται έντονα, άλλοι παράγοντες, όπως η αύξηση της απασχόλησης και οι μισθοί, συνήθως πάνε καλά.

Αλλά η δουλειά του οικονομολόγου δείχνει ότι οι ψηφοφόροι φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη μνήμη για τον πληθωρισμό από ό,τι για την οικονομική ανάπτυξη. Ετσι, η δεύτερη μεταβλητή στο μοντέλο του είναι οι αλλαγές στο μέτρο του πληθωρισμού που ονομάζεται δείκτης τιμών ΑΕΠ. Ο Fair ανακάλυψε ότι σημασία έχουν οι μεταβολές των τιμών κατά τη διάρκεια ολόκληρης της προεδρικής περιόδου. Όσο περισσότερες τιμές έχουν αυξηθεί, τόσο χειρότερο είναι για τον κατεστημένο. Ο δείκτης τιμών του ΑΕΠ αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 4,5% τα πρώτα 15 τρίμηνα της προεδρίας του Μπάιντεν, τον ταχύτερο ρυθμό από την πρώτη θητεία του πρώην προέδρου Ρόναλντ Ρίγκαν.

Φέτος, η οργή για τις απότομες αυξήσεις των τιμών που σημειώθηκαν νωρίτερα κατά την προεδρία του Μπάιντεν συνεχίστηκε, παρόλο που ο πληθωρισμός έχει μειωθεί. Και συνεχίστηκε, παρόλο που οι οικονομικές αναλύσεις των δεδομένων του υπουργείου Εργασίας δείχνουν ότι οι μισθοί των περισσότερων εργαζομένων έχουν αυξηθεί περισσότερο από τις τιμές.

Η τελευταία μεταβλητή στο μοντέλο του Fair είναι αυτό που αποκαλεί «τρίμηνα καλών ειδήσεων». Πρόκειται για τον αριθμό των τριμήνων κατά τη διάρκεια της προεδρικής περιόδου που η αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ ξεπέρασε το 3,2%. Υπήρχαν τέσσερα τέτοια τρίμηνα κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Μπάιντεν και τρία για τον Τραμπ πριν από τις εκλογές του 2020.

Η πρόβλεψη

Με βάση τις τρεις οικονομικές μεταβλητές, συν ορισμένα μη οικονομικά μέτρα, όπως το πόσο καιρό το κόμμα του προέδρου βρίσκεται στην εξουσία, το μοντέλο του Fair προβλέπει ότι η Χάρις θα συγκεντρώσει το 49,5% και ο Τραμπ το 50,5% των ψήφων. Με άλλα λόγια, ακριβώς όπως αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις: μια αμφίρροπη μάχη.

Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να σημειωθεί ότι το μοντέλο του Fair δεν περιλαμβάνει κανένα από τα μη οικονομικά ζητήματα που μπορούν να σταθούν καθοριστικά στην τελική απόφαση των ψηφοφόρων ή το πόσο αποτελεσματικές ήταν οι ίδιες οι εκστρατείες στο σύνολό τους.

Πάντως, όπως σημειώνει ο συντάκτης της WSJ, είτε είναι ο Χάρις που θα κερδίσει είτε ο Τραμπ, θα μπορούμε να δείξουμε την οικονομία και να πούμε ειλικρινά: «Γι’ αυτό». Αλλά, δεν θα είναι και ο μόνος λόγος.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή