Η επιστροφή στην αυστηρή δημοσιονομική πολιτική μετά το «πάρτι» της περιόδου της Covid και της ενεργειακής κρίσης, την οποία επιδιώκουν τώρα οι Βρυξέλλες, μπορεί να θεωρείται αναπόφευκτη ως έναν βαθμό. Ωστόσο, μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη και στις επενδύσεις που διακαώς επιθυμούν στο πλαίσιο του αγώνα στον οποίοι έχει αποδυθεί η ΕΕ για να «προλάβει» τις ΗΠΑ.

Ωστόσο, οι νέοι περιορισμοί έρχονται σε μια στιγμή που η λεγόμενη ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας, η Γερμανία, αντιμετωπίζει υπαρξιακές απειλές για το επιχειρηματικό της μοντέλο που βασίζεται στις εξαγωγές και ταυτόχρονα απαιτούνται απεγνωσμένα περισσότερες επενδύσεις σε ολόκληρη την ΕΕ.

Νάγκελ (Bundesbank): Οι δασμοί Τραμπ θα μπορούσαν να κοστίσουν στη Γερμανία 1% του ΑΕΠ

Η οριστική νίκη του Τραμπ, ο οποίος έχει διακηρύξει πως θα επιβάλει δασμούς 10% – 20% στους ευρωπαίους κατασκευαστές, έχει επιτείνει τις ανησυχίες για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της ΕΕ.

Δυσοίωνες εκτιμήσεις

Αναλυτές και οικονομολόγοι που μίλησαν στους FT εξέφρασαν ο καθένας από την πλευρά του τον προβληματισμό τους.

Ο διευθυντής του think-tank Bruegel Jeromin Zettelmeyer δήλωσε πως δεν περιμένει ότι η Ευρώπη τελικά θα πάρει τις επενδύσεις που χρειάζεται. «Δεν μπορούμε να έχουμε ταυτόχρονα αποτελεσματική εφαρμογή του δημοσιονομικού πλαισίου [της ΕΕ], σημαντική αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και καμία νέα χρηματοδότηση σε επίπεδο ΕΕ», εξήγησε.

Ο Filippo Taddei, ανώτερος οικονομολόγος της Goldman Sachs για την Ευρώπη, δήλωσε ότι η ενοποίηση δεν πρόκειται να βοηθήσει στη διόρθωση «του πολύ σημαντικού επενδυτικού χάσματος μεταξύ των ΗΠΑ και της ευρωπαϊκής οικονομίας». Η επενδυτική τράπεζα εκτιμά ότι η ενοποίηση θα μειώσει περίπου 0,35 ποσοστιαίες μονάδες από την ανάπτυξη της Ευρωζώνης ετησίως το 2025, το 2026 και το 2027.

Η οικονομία της Ευρώπης αντιμετωπίζει πολλές πιο μακροπρόθεσμες προκλήσεις — από τη συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού της γήρανσης έως την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και την ενίσχυση της αμυντικής της ικανότητας

Το ΔΝΤ, το οποίο πρόσφατα υποβάθμισε τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη της ευρωζώνης στο 1,2% το επόμενο έτος, αναμένει επίσης ότι οι δημοσιονομικοί κανόνες θα επιβαρύνουν την οικονομία, αφαιρώντας 0,1 ποσοστιαία μονάδα από το ετήσιο ΑΕΠ.

Η αμερικανική οικονομία, από την άλλη, αναμένεται να επεκταθεί κατά 2,2% την ίδια περίοδο. Η νέα κυβέρνηση, δε, αναμένεται να διατηρήσει μια πιο «γενναιόδωρη» δημοσιονομική πολιτική. Την ίδια στιγμή, η εξαγγελία Τραμπ να μονιμοποιήσει τις φορολογικές του περικοπές το 2017 θα αυξήσει το έλλειμμα κατά αρκετές ποσοστιαίες μονάδες, αλλά προσωρινά και τη ζήτηση.

Ο Τραμπ ισχυρίζεται ότι θα συρρικνώσει το έλλειμμα περιορίζοντας επιθετικά τις κρατικές δαπάνες.

Οι προκλήσεις για την ΕΕ

Η ΕΕ εκτιμάται ότι χρειάζεται 800 δισ. ευρώ δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις ετησίως για να αντιμετωπίσει τις απειλές για τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητά της, σύμφωνα με έκθεση του πρώην προέδρου της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι που δημοσιεύθηκε νωρίτερα αυτό το έτος. Και, ενώ οι ιδιωτικές επενδύσεις αναμένεται να συνεισφέρουν το μεγαλύτερο μέρος, οι σημαντικές δημόσιες επενδύσεις εξακολουθούν να θεωρούνται ζωτικής σημασίας.

Η οικονομία της Ευρώπης αντιμετωπίζει πολλές πιο μακροπρόθεσμες προκλήσεις — από τη συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού της γήρανσης έως την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και την ενίσχυση της αμυντικής της ικανότητας.

Συγκεκριμένα, η επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία εξαναγκάζει την Ευρώπη να επανεξετάσει την πολιτική δαπανών για την ασφάλεια, με τις Βρυξέλλες να ανακατευθύνουν δυνητικά δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ από τον κοινό προϋπολογισμό τους.

Οι οικονομολόγοι πιστεύουν ότι χρειάζεται μια πιο ριζική επανεξέταση των κινήτρων. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Πόζεν έκανε λόγο για έλλειψη ακόμη και μιας «φιλόδοξης» συζήτησης για περισσότερες επενδύσεις, την οποία χαρακτήρισε «απίστευτα κοντόφθαλμη» με δεδομένο ότι η ανάγκη είναι σόσο μεγάλη – και πιθανότατα να γίνει ακόμα μεγαλύτερη.

Ο βραχνάς των ελλειμμάτων

Οι οικονομολόγοι ομονοούν ότι οι κυβερνήσεις σε όλον τον κόσμο πρέπει να αντιμετωπίσουν τα αυξανόμενα ελλείμματά τους. Από την πρώτη εμφάνιση της πανδημίας, το κρατικό χρέος στις περισσότερες χώρες του κόσμου έχει εκτοξευθεί στα ύψη.

Σύμφωνα με το ΔΝΤ το παγκόσμιο δημόσιο χρέος έχει φτάσει τα 100 τρισ. ​​δολάρια και πρόκειται να συνεχίσει να αυξάνεται τα επόμενα χρόνια.

Ενώ τα κράτη μέλη της ευρωζώνης έχουν ήδη περικόψει τις δαπάνες τους περισσότερο από το Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ και την Κίνα, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της περιοχής αυξήθηκε από 83,6% το 2019 σε 88,7% στις αρχές του 2024.

Τα ελλείμματα σε ορισμένες από τις μεγαλύτερες οικονομίες – συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας – έχουν επίσης διευρυνθεί.

Μετά την αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ κατά την έναρξη της πανδημίας, οι Βρυξέλλες τους επανέφεραν φέτος. Το αποτέλεσμα ήταν μια αυστηροποίηση των δημοσιονομικών συνθηκών που αναμένεται να συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια.

Μέχρι στιγμής, 21 κράτη μέλη έχουν υποβάλει σχέδια για το πώς σκοπεύουν να περιορίσουν τις δαπάνες τα επόμενα τέσσερα έως επτά χρόνια.

Μεταξύ άλλων, το πρόγραμμα που παρουσίασε η Γαλλία προβλέπει ότι η χώρα θα πετύχει τον στόχο του 3% ως ανώτατου ποσοστού του χρέους στο ΑΕΠ, αντίστοιχα για το 2024 και 2025 βλέπουν την επίτευξη του στόχου Ισπανία και Ιταλία.

Η προσοχή επικεντρώνεται στο πολιτικό χάος στο Βερολίνο που δεν έχει επιτρέψει ακόμη να παρουσιάσει η χώρα το δικό της σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής. Το έλλειμμα της Γερμανίας θα φτάσει μόλις το 1,6% του ΑΕΠ φέτος.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή