Ως πιστωτικά θετική κρίνει ο οίκος αξιολόγησης DBRS τις προσπάθειες των ελληνικών τραπεζών να επιταχύνουν την απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs), καθώς, όπως εξηγεί, θα επιτρέψει τη βελτίωση της ποιότητας των κεφαλαίων του και θα αυξήσει τις στρατηγικές επιλογές τους για ανάπτυξη κεφαλαίων.

Όπως εκτιμά ο οίκος, οι τράπεζες θα πρέπει να είναι σε θέση να απορροφήσουν τον αντίκτυπο από τις επιταχυνόμενες αποσβέσεις με την υπόθεση ότι η κερδοφορία τους και η οργανική παραγωγή κεφαλαίου θα παραμείνουν επαρκείς μεσοπρόθεσμα, κάτι που αναμένεται σε αυτό το στάδιο.

Τράπεζες: Σε τροχιά βιώσιμης κερδοφορίας – Αύξηση κερδών 22% στο 9μηνο 2024

Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι, σύμφωνα με την DBRS, οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημαντικές αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTC) που αντιστοιχούν στις κεφαλαιακές δομές τους λόγω της κρίσης του δημόσιου χρέους. Τα DTC αντιπροσωπεύουν μια πιο αδύναμη μορφή κεφαλαίου και αυτό ενσωματώνεται στις εκτιμήσεις πιστοληπτικής αξιολόγησης για τις ελληνικές τράπεζες.

Οι ελληνικές συστημικά σημαντικές τράπεζες (Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα και Τράπεζα Πειραιώς) είναι πρόθυμες να επιταχύνουν την απόσβεση του DTC, αναμένοντας να τις μηδενίσουν πλήρως από τα εποπτικά κεφάλαια πριν από τον προκαθορισμένο στόχο του 2041.

Το σχέδιο απόσβεσης DTC

Οι ελληνικές τράπεζες έχουν συσσωρεύσει DTC λόγω των ζημιών που προέκυψαν από την κρίση του ελληνικού δημόσιου χρέους το 2009. Οι DTC για τις συστημικές τράπεζες ανήλθαν σε περίπου 12,2 δισ. ευρώ στο τέλος Σεπτεμβρίου 2024, από 15,4 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019.

Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, οι DTC λογιστικοποιούνται στις κεφαλαιακές δομές των τραπεζών και αντιπροσωπεύουν περίπου το 48% του κεφαλαίου τους CET1 στα τέλη Σεπτεμβρίου 2024, κατά μέσο όρο.

Οι DTC έχουν ακολουθήσει ένα γραμμικό σχέδιο απόσβεσης μέχρι σήμερα, ανεξάρτητα από την εξέλιξη της κερδοφορίας. Αυτό οδήγησε σε ετήσια μείωση των DTC που κυμαίνεται από 4% έως 6% από το 2019. Ωστόσο, οι ελληνικές τράπεζες έχουν ανακοινώσει την πρόθεσή τους να επιταχύνουν τις αποσβέσεις ξεκινώντας από το 2025, με στόχο να τις έχουν αποσβέσει πλήρως το αργότερο έως το 2034, το οποίο είναι πολύ μπροστά από τον προηγούμενο στόχο του 2041.

Η παραγωγή οργανικού κεφαλαίου θα βοηθήσει στην επιτάχυνση της απόσβεσης DTC

Κατά την DBRS οι τράπεζες θα πρέπει να είναι σε θέση να απορροφήσουν τον αντίκτυπο από τις επιταχυνόμενες αποσβέσεις με την υπόθεση ότι η κερδοφορία τους και η οργανική παραγωγή κεφαλαίου θα παραμείνουν επαρκείς μεσοπρόθεσμα, κάτι που ο οίκος αναμένει σε αυτό το στάδιο.

Οι ελληνικές τράπεζες ανέφεραν συνολικά καθαρά κέρδη 3,5 δισ. ευρώ το εννεάμηνο του 2024, αυξημένα κατά 23% σε ετήσια βάση (σε ετήσια βάση). Τα υψηλότερα βασικά έσοδα (καθαρά έσοδα από τόκους (NII) και καθαρές προμήθειες), ο έλεγχος του κόστους και οι χαμηλότερες προβλέψεις ζημιών δανείων (LLPs) έχουν υποστηρίξει τα υψηλότερα κέρδη. Η μέση ετήσια απόδοση των ιδίων κεφαλαίων ήταν περίπου 14% το εννεάμηνο του 2024, από 13% την αντίστοιχη περίοδο του 2023.

Κατά την DBRS αναμένεται ότι μέρος της πρόσφατης βελτίωσης πιθανότατα θα αντισταθμιστεί από τη συμπίεση των NII καθώς μειώνονται τα επιτόκια, ενώ τα λειτουργικά έξοδα θα αυξηθούν λόγω του διαρθρωτικά υψηλότερου κόστους προσωπικού και των υψηλότερων επενδύσεων για ψηφιοποίηση και δυνητικά υψηλότερων LLP εάν επαληθευτούν νέοι κίνδυνοι ποιότητας περιουσιακών στοιχείων στο τρέχον ακόμη περιβάλλον με υψηλά επιτόκια. Κάποια ανακούφιση από τη συμπίεση των NII μπορεί να προέλθει από τα οφέλη που σχετίζονται με τις στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου που εφάρμοσαν οι τράπεζες στο πρόσφατο παρελθόν.

Επιπλέον, η αύξηση των δανείων, η οποία φαίνεται να είναι ισχυρότερη στην Ελλάδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, βοηθούμενη και από δάνεια στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), μπορεί να συμβάλει στον μετριασμό των αρνητικών επιπτώσεων από τη μείωση των επιτοκίων.

Κατά την εκτίμηση της DBRS, οι πρωτοβουλίες για τη διαφοροποίηση του μείγματος εσόδων προς υψηλότερα έσοδα από προμήθειες, σε συνδυασμό με τη συνεχή πειθαρχία του κόστους θα παραμείνουν βασικές για τη στήριξη της κερδοφορίας σε περιβάλλον χαμηλότερου επιτοκίου.

Η κεφαλαιοποίηση των ελληνικών συστημικών τραπεζών ενισχύθηκε το εννεάμηνο του 2024, παρά τις επαναλαμβανόμενες και προβλεπόμενες πιο γενναιόδωρες διανομές μερισμάτων καθώς και σημαντικές εκταμιεύσεις νέων δανείων.

Στο τέλος Σεπτεμβρίου 2024, ο μέσος δείκτης FL CET1 ήταν 16,7%, ενώ ο μέσος δείκτης συνολικού κεφαλαίου ήταν 20,8%, από 15,6% και 19%, αντίστοιχα, στο τέλος του 2023. Αυτό μεταφράστηκε σε μέσα αποθέματα ασφαλείας πάνω από τις ελάχιστες απαιτήσεις περίπου 670 μ.β. και 610 μ.β. για CET1 και Συνολικό Κεφάλαιο, αντίστοιχα, καταλήγει ο οίκος.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Επιχειρήσεις