Ακόμη και 1.500 λιγότερες θέσεις εργασίας στην Ευρώπη από ό,τι αρχικά προγραμμάτιζε, φαίνεται πως θα περικόψει η Unilever, ενώ θα προσλάβει περίπου 1.000 άτομα, κυρίως αυτούς που επηρεάζονται από την προσπάθεια περικοπής του κόστους. Οι συγκεκριμένοι θα κατευθυνθούν στην επιχείρηση παγωτού που πρόκειται σύντομα να αποσχιστεί.

Η βρετανική εταιρεία, στους μετόχους της οποίας συγκαταλέγεται ο δισεκατομμυριούχος ακτιβιστής επενδυτής και μέλος του διοικητικού συμβουλίου Νέλσον Πελτς, προσπαθεί να εξορθολογήσει τις δραστηριότητές της κατά το τελευταίο έτος υπό τον διευθύνοντα σύμβουλο Χάιν Σουμάχερ.

Unilever: Σε συζητήσεις για την πώληση της μονάδας παγωτού

Πριν από την τοποθέτησή του, η Unilever υποαπέδιδε για χρόνια. Δεν είναι τυχαίο που η διοίκηση δεχόταν επικρίσεις επειδή ενθάρρυνε τη διεύρυνση του χαρτοφυλακίου της -έχει ξεπεράσει πλέον τις 400 μάρκες- αντί να επικεντρωθεί στις καλύτερες επιδόσεις της.

Ορισμένοι επενδυτές είχαν επίσης επισημάνει πως η Unilever άργησε πολύ να τονώσει τα περιθώρια κέρδους μετά την πανδημία και ότι έπρεπε να γίνει πιο λιτή.

Η ανακοίνωση της Unilever που τάραξε τα νερά

Ήταν στα μέσα Ιουλίου όταν η πολυεθνική ανακοίνωσε πως σχεδιάζει περικοπές θέσεων εργασιών για το 1/3 των εργαζομένων της στην Ευρώπη μέχρι το τέλος του 2025, καθώς ο νέος διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας αποφάσισε να προχωρήσει με το σχέδιό του για την ενίσχυση της ανάπτυξης του γίγαντα καταναλωτικών αγαθών. Σύμφωνα με αυτή την εξέλιξη, οι περικοπές θα αφορούσαν έως και 3.200 θέσεις εργασίας στην Ευρώπη και 7.500 παγκοσμίως έως το τέλος του 2025. Η εταιρεία απασχολεί 10.000-11.000 υπαλλήλους γραφείων στην Ευρώπη και περίπου 128.000 άτομα σε όλο τον κόσμο.

Η κίνηση αυτή εντάχθηκε στο πλάνο αναδιάρθρωσης για την εξοικονόμηση περίπου 800 εκατομμυρίων ευρώ (845 εκατομμύρια δολάρια), μέσα στα πλαίσια του οποίου δήλωσε την πρόθεσή της να πουλήσει τη μονάδα παγωτού της, η οποία φιλοξενεί εμπορικά σήματα όπως τα Ben & Jerry’s και Magnum.

Και τα δύο συνιστούσαν αιτίες σύγκρουσης, καθώς όπως επισήμανε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εργαζομένων της Unilever (UEWC) η αναπροσαρμογή της επιχείρησης παγωτού θα μπορούσε να είχε γίνει με επιτυχία εντός της Unilever.

Ο πρόεδρος του UEWC, Χέρμαν Σόγκεμπεργκ, δήλωσε αποκλειστικά στο Reuters την Παρασκευή ότι η εταιρεία είχε, ωστόσο, καταλήξει σε συμφωνία τον Οκτώβριο με την Unilever που θα προέβλεπε τη μείωση περίπου 1.700 θέσεων εργασίας, παρά το ότι αρχικά είχε προβλέψει περίπου 3.200 απώλειες θέσεων εργασίας στην Ευρώπη.

«Διαπραγματευτήκαμε εντατικά με την εταιρεία καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού», δήλωσε στο Reuters ο Σόγκεμπεργκ.

Εξήγησε πως η Unilever εξακολουθεί να κινείται με βάση τη μείωση κόστους που υποσχέθηκε στους επενδυτές, αλλά κατάφερε να μειώσει σημαντικά τις περικοπές θέσεων εργασίας στην Ευρώπη μέσω σχεδίων εξοικονόμησης από το 2022 έως το 2024 και μη πρόσληψης εξωτερικών υπαλλήλων.

Ενώ επιβεβαίωσε πως περίπου 1.000 πρόσθετες θέσεις εργασίας θα προσφερθούν στην ευρωπαϊκή εταιρεία παγωτού της Unilever κυρίως σε εργαζόμενους που επηρεάζονται από τις περικοπές θέσεων εργασίας στις υπόλοιπες επιχειρήσεις της Unilever.

Στο πλάνο αναδιάρθρωσης για την εξοικονόμηση περίπου 800 εκατομμυρίων ευρώ (845 εκατομμύρια δολάρια), η Unilever συμπεριέλαβε την πρόθεσή της να πουλήσει τη μονάδα παγωτού, η οποία φιλοξενεί δημοφιλή εμπορικά σήματα όπως τα Ben & Jerry’s και Magnum.

Γιατί η Unilever πουλάει το παγωτό

Είναι η μεγαλύτερη επιχείρηση παγωτού στον κόσμο, με ισχυρά εμπορικά σήματα όπως τα Magnum, Ben & Jerry’s και Wall’s, που οδηγούν σε ετήσιες πωλήσεις 7,9 δισ. ευρώ. Παρόλα αυτά η Unilever την έχει θέσει προς πώληση, ανακοινώνοντας τον Μάρτιο ότι θα αποχωρήσει από το χαρτοφυλάκιό της μέχρι το τέλος του 2025.

Η στρατηγική αυτή δεν είναι αναμφισβήτητα κάτι καινούργιο. Το παγωτό ακολουθεί άλλες μάρκες τροφίμων που έχει πουλήσει η Unilever με την πάροδο των ετών, όπως η Birds Eye (2006), η Flora (2018) και η PG Tips (2022). Παραμένει μόνο το τμήμα ειδών παντοπωλείου για το περιβάλλον, με όλη την εστίαση τώρα στα εμπορικά σήματα με υψηλότερο περιθώριο κέρδους για το σπίτι, την προσωπική φροντίδα και την ομορφιά.

Και υπάρχει μια προφανής λογική για την πώληση του τμήματος παγωτού: οι κακές επιδόσεις. Πέρυσι, ενώ η Unilever σημείωσε αύξηση των πωλήσεων κατά 7%, το παγωτό έδειχνε πως υστερούσε κατά ένα 2,3%, ενώ ο όγκος κατέρρευσε κατά 6%. Αυτή η επίδοση επιδεινώθηκε περαιτέρω κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος οικονομικού έτους, καθώς σημείωσε άλλη μια «απογοητευτική» περίοδο ανάπτυξης 0,6% εν μέσω μείωσης του όγκου κατά 1%. Ο ανταγωνισμός στην Κίνα ήταν σκληρός και οι ευρωπαϊκές πωλήσεις επιβαρύνθηκαν από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες.

Επιπλέον, τα περιθώρια κέρδους έχουν πληγεί από το γεγονός ότι το παγωτό δέχεται τις αυξήσεις των εμπορευμάτων στη ζάχαρη, τα γαλακτοκομικά, το κακάο και την ενέργεια, γεγονός που είδε τα υποκείμενα λειτουργικά περιθώρια να μειώνονται στο 10,8%, σε σύγκριση με 16,7% για τον όμιλο.

Αλλά το παγωτό είναι επίσης «μια σαφής εξαίρεση» στο χαρτοφυλάκιο της Unilever, τόνισε στο βρετανικό The Grocer ο Σουμάχερ: «Η επιχείρηση παγωτού περιλαμβάνει όχι μόνο ειδική διανομή και αποθήκευση, αλλά και την προμήθεια και συντήρηση για πάνω από τρία εκατομμύρια καταψύκτες παγκοσμίως. Ο διαχωρισμός θα οδηγήσει σε μια πιο εστιασμένη Unilever. Θα είναι μια απλούστερη επιχείρηση και ένα πολύ πιο εστιασμένο χαρτοφυλάκιο», πρόσθεσε.

Η απόσχιση της μονάδας θα απαλλάξει την Unilever από έναν πονοκέφαλο, η οποία είχε να αντιμετωπίσει αντιπαραθέσεις σχετικά με τις πολιτικές θέσεις που έλαβε η Ben & Jerry’s. Τον Δεκέμβριο του 2022, η Unilever διευθέτησε μια δικαστική διαμάχη με το ανεξάρτητο διοικητικό συμβούλιο της μάρκας παγωτού, αφού η μάρκα διαφώνησε με την πώληση των προϊόντων της στην κατεχόμενη από το Ισραήλ Δυτική Όχθη.

Ενώ η Unilever δήλωσε ότι η απόσχιση σε μια ξεχωριστή εισηγμένη επιχείρηση είναι «η πιο πιθανή οδός διαχωρισμού», φέρεται επίσης να έχει ξεκινήσει συνομιλίες με ορισμένες από τις μεγαλύτερες εταιρείες ιδιωτικών κεφαλαίων στον κόσμο.

Αυτό το παγωτό ποιος θα το πάρει;

Η επιτυχία της αποεπένδυσης εξαρτάται από τα μετρητά που μπορεί να συγκεντρώσει η Unilever από αυτήν. Η αξία της αποτιμάται σε 19 δισ. δολάρια. Ποιος θα ήθελε να πληρώσει αυτό το ποσό για μια επιχείρηση χαμηλής ανάπτυξης, με υψηλό σταθερό κόστος – και μια επιχείρηση που βρίσκεται επίσης στο λάθος άκρο των βασικών καταναλωτικών τάσεων όσον αφορά την υγεία, τα UPFs και τις επιπτώσεις των φαρμάκων αδυνατίσματος;

Αντιθέτως, η ελκυστικότητα είναι μεγάλη, λέει ο Ακίλ Σατσάκ, παγκόσμιος επικεφαλής καταναλωτικών προϊόντων της Rothschild. «Από την άποψη της κατηγορίας και της θέσης στην αγορά, το παγωτό θα πρέπει να είναι μια ελκυστική προοπτική είτε ως εξαγορά είτε ως ΑΜΚ είτε ως διάσπαση. Είναι ο παγκόσμιος ηγέτης σε αυτή την κατηγορία και πρόκειται για μια κατηγορία με υψηλό περιθώριο κέρδους, με αρκετά ισχυρή και αξιόπιστη ανάπτυξη».

Και ενώ η Unilever δήλωσε ότι η απόσχιση σε μια ξεχωριστή εισηγμένη επιχείρηση είναι «η πιο πιθανή οδός διαχωρισμού», φέρεται επίσης να έχει ξεκινήσει συνομιλίες με ορισμένες από τις μεγαλύτερες εταιρείες ιδιωτικών κεφαλαίων στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των Advent International, Blackstone, Cinven και CVC, ενώ η Clayton Dubilier & Rice και η KKR έχουν επίσης δείξει ενδιαφέρον.

Η ελληνική αγορά

Η διοίκηση της Unilever στην Ελλάδα και το συνδικάτο των εργαζομένων ξεκίνησαν διαβουλεύσεις τον περασμένο Σεπτέμβριο, με την εταιρεία να τονίζει σε ανακοίνωσή της ότι βασική προτεραιότητά της είναι «να διασφαλιστεί ότι αυτή η αλλαγή θα είναι όσο τον δυνατόν πιο ομαλή για όλους τους εργαζομένους των οποίων οι θέσεις θα επηρεαστούν», με τις πληροφορίες να κάνουν λόγο για 75-90 εργαζομένους κατά το πρώτο κύμα αποχωρήσεων.

Η ελληνική δραστηριότητα της Unilever στο παγωτό λειτουργεί ήδη σχεδόν αυτόνομα, ενώ αντίθετα με τα παγκόσμια τεκταινόμενα, η ελληνική αγορά αποδείχθηκε «καταπληκτική» για τα παγωτά της Unilever, όπως είχε αναφέρει στον ΟΤ ο Γιώργος Τζαβάρας, Head of Ice Cream South Central Europe & South Eastern Europe της Unilever, ο οποίος έχει την ευθύνη της περιφέρειας Νότιας και Κεντρικής Ευρώπης (Ελλάδα, Ρουμανία, Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο, Μολδαβία, Αλβανία, Κόσσοβο, Κύπρος, Βόρεια Μακεδονία).

Ο τζίρος της εταιρείας στην Ελλάδα το 2023 έφθασε στα 100 εκατ. ευρώ αυξημένος κατά 10,4% σε σχέση με το 2022, ενώ συνυπολογίζοντας τα μικρά σημεία (περίπτερα, mini market), την τουριστική αγορά και τα σούπερ μάρκετ κατέχει μερίδιο 33%.

Οι πωλήσεις συνολικά στο cluster της νοτιοανατολικής Ευρώπης (Ελλάδα, Κύπρος, Βόρεια Μακεδονία, Αλβανία και Κόσσοβο) ανήλθαν στα 112 εκατ. ευρώ το 2023.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Επιχειρήσεις