Η χαλβαδοποιία είναι ένας κλάδος – κατά τεκμήριο – μικρασιατικής προέλευσης. Όπως κι άλλους κλάδους, που ευδοκιμούσαν στις περιοχές της Μικράς Ασίας, τον έφεραν «μαζί τους» οι πρόσφυγες. Και τον ανέπτυξαν.

Πριν από λίγες μέρες απεβίωσε ο Δημήτριος Χαΐτογλου – ανήκε στην τέταρτη γενιά των χαλβαδοποιών Χαΐτογλου από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας και στην δεύτερη γενιά που σταδιοδρόμησε επιχειρηματικά στη Θεσσαλονίκη. Πλέον η τρίτη γενιά της οικογένειας εδώ και χρόνια βρίσκεται στο «τιμόνι» της εταιρείας.

Η μαζική εισροή προσφύγων και η οικογένεια Χαΐτογλου

Στην μαζική εισροή προσφύγων, που προκλήθηκε από την μικρασιατική καταστροφή – περίπου 1,5 εκατομμύριο – δεν οφείλεται μόνο η βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας μετά από το 1922, αλλά κι η εμφάνιση κι η ανάπτυξη του φυσικά ορισμένων παραγωγικών κλάδων, που είτε ήταν αδύναμοι, είτε δεν υπήρχαν στην Ελλάδα, εκείνη την εποχή.

Ο Δημήτρης Χαϊτογλου, ο πρόεδρος της βιομηχανίας τροφίμων Αφοί Χαΐτογλου ΑΒΕΕ που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή σε ηλικία 95 ετών

Η χαλβαδοποιία ήταν ένας από αυτούς. Κι όπως συμβαίνει σ΄ αυτές τις περιπτώσεις οι πρόσφυγες ασχολήθηκαν για να επιβιώσουν, μ’ αυτό που γνώριζαν. Η οικογένεια Χαΐτογλου ήταν ζαχαροπλάστες κι είχαν σχέση με όλες τις εκφάνσεις της ζαχαροπλαστικής τέχνης. Φυσικά και με τον χαλβά.

Ένα κατά τεκμήριο ανατολίτικης προέλευσης προϊόν. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στη διεθνή αγορά οι ανταγωνιστές τους προέρχονται από την Μέση Ανατολή. Η επιχειρηματική επιτυχία της συγκεκριμένης οικογένειας οφείλεται στο γεγονός ότι κατόρθωσε να «ταυτίσει» την επωνυμία της με το προϊόν που παράγει. Το «Μακεδονικό Χαλβά»!

Δημήτρης Χαΐτογλου: Έφυγε ο άνθρωπος πίσω από τον «Μακεδονικό Χαλβα»

Χτίζοντας την παρουσία στην ελληνική αγορά

Παρακολουθώντας τις ανατάσεις και τις καμπές της ελληνικής οικονομίας «έχτισε» την παρουσία της στην ελληνική αγορά -έτσι προήλθε και η «ταύτιση» με το προϊόν – και κατόρθωσε πλέον να κερδίζει το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων της από τις διεθνείς αγορές. Από τις εξαγωγές! Προφανώς και η εταιρεία Αφοί Χαΐτογλου ΑΒΕΕ έχει «ενσωματώσει» στην λειτουργία της τα «αποτυπώματα» των δύσκολων «στιγμών» της ελληνικής οικονομίας.

Όπως της δεκαετούς οικονομικής κρίσης. Ωστόσο ο οικογενειακός της χαρακτήρας, η επιχειρηματική σύνεση και ο στρατηγικός της σχεδιασμός αποδίδει. Ιδιαίτερα στη διάρκεια των τελευταίων. Κι η εξαγωγική επίθεση έχει αποτελέσματα.

Κυρίως επειδή ένα από τα βασικά της προϊόντα, το ταχίνι, θεωρείται προϊόν superfood κι η είναι η τάση της εποχής που την έχει «βγάλει» σε ένα νέο κύμα ανάπτυξης. Οι πωλήσεις της πλέον είναι πάνω 100 εκατ. ευρώ και οι εξαγωγές της αντιστοιχούν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50%!

Το ζαχαροπλαστείο βρισκόταν στο κέντρο της σημερινής παλαιάς Θεσσαλονίκης, στην πλατεία Άθωνος. Εκεί δημιουργήθηκε και η μικρή βιοτεχνία της νεοσύστατης εταιρείας Αφοί Χαΐτογλου ΟΕ.

Εκατό χρόνια Χαΐτογλου

Η ιστορία της αρχίζει από το 1924 – ακριβώς 100 χρόνια από σήμερα. Δύο χρόνια μετά από την μικρασιατική καταστροφή τα αδέλφια Κωνσταντίνος, Ελευθέριος και Σάββας Χαΐτογλου από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας καταλήγουν στη Θεσσαλονίκη.

Την ζαχαροπλαστική ήξεραν και μ΄ αυτή ασχολήθηκαν. Δημιουργούν μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση – σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση, ο παππούς Νίκος Χαΐτογλου ήταν χαλβαδοποιός. Το ζαχαροπλαστείο βρισκόταν στο κέντρο της σημερινής παλαιάς Θεσσαλονίκης, στην πλατεία Άθωνος. Εκεί δημιουργήθηκε και η μικρή βιοτεχνία της νεοσύστατης εταιρείας Αφοί Χαΐτογλου ΟΕ.

Οι μυλόπετρες και τα χαλβαδοκάζανα

Τα τρία αδέλφια αγόρασαν και μια πετρελαιοκίνητη μηχανή 80 ΗΡ, η οποία με ιμάντες έδινε κίνηση στις μυλόπετρες και στα χαλβαδοκάζανα. Οι μυλόπετρες άλεθαν το σουσάμι και παραγόταν έτσι το ταχίνι, που αποτελεί και τη βασική πρώτη ύλη του χαλβά. Στη συνέχεια μέσα στο ταχίνι πρόσθεταν τη γλυκαντική ύλη (θρεψίνη, ζάχαρη ή μετέπειτα γλυκόζη σε μορφή καραμέλας) και ο χαλβάς ζυμωνόταν με το χέρι.

Μετά την Απελευθέρωση η επιχείρηση ξεκίνησε από το μηδέν. Το Δημόσιο όφειλε προς την επιχείρηση το τεράστιο για την εποχή ποσό των 2.500.000 δρχ., το οποίο όμως παρεγράφη έπειτα από απόφαση του τότε υπουργού Α. Σβώλου.

Οι καταναλωτές της εποχής έδειξαν τις προτιμήσεις τους και οι δουλειές πήγαν καλά. Η μικρή βιοτεχνία σύντομα έγινε μια μικρή βιομηχανία – κι έτσι μεταφέρθηκε στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού. Εξι χρόνια αργότερα, το 1930, ο Κωνσταντίνος Χαΐτογλου αγόρασε ένα από τα οικόπεδα που πουλούσε τότε η Εθνική Τράπεζα και έχτισε το πρώτο ιδιόκτητο εργοστάσιο, 450 τ.μ., επί της οδού Δάμωνος 33. Και το 1931 μεταφέρθηκε η επιχείρηση, απασχολώντας τότε 30 εργαζομένους.

Στον πόλεμο το εργοστάσιο λειτουργούσε επί 24ώρου βάσεως, παράγοντας χαλβά από θρεψίνη αποκλειστικά για τον Στρατό

Για την λειτουργία του εφαρμόζονται η ηλεκτροκίνηση και η χρήση ατμού, με την απόκτηση του πρώτου κατάλληλου ατμολέβητα. Σε αυτό το εργοστάσιο λίγα χρόνια αργότερα άρχισαν να εργάζονται, από νεαρή ηλικία ο Νίκος Χαΐτογλου, γιος του Κωνσταντίνου, όπως και ο Δημήτριος Χαΐτογλου, γιος του Ελευθερίου, που απεβίωσε πρόσφατα. Η δεκαετία του 1930 εκτός από την γεύση των προϊόντων, είναι «γλυκιά» και στις οικονομικές επιδόσεις.

Όταν ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, από την πρώτη κιόλας μέρα, το εργοστάσιο επιτάχθηκε, καθώς και όλοι οι εργαζόμενοι που δεν στρατεύθηκαν. Σ΄ αυτό διάστημα – του πολέμου – το εργοστάσιο λειτουργούσε επί 24ώρου βάσεως, παράγοντας χαλβά από θρεψίνη αποκλειστικά για τον Στρατό.

Τα στρατιωτικά αυτοκίνητα, νύχτα πάντοτε με συσκότιση, φόρτωναν μεγάλους γκαζοντενεκέδες χαλβά και τους μετέφεραν είτε στα σύνορα είτε στα μετόπισθεν, προσφέροντας έτσι στους στρατιώτες πλούσια σε θερμίδες τροφή, που την είχαν ανάγκη. Η θρεψίνη είναι το εκχύλισμα της σταφίδας και χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή του χαλβά αντί της ζάχαρης, επειδή ο Μεταξάς θέλοντας να ενισχύσει τους σταφιδοπαραγωγούς είχε απαγορεύσει το 1936 τη χρήση της ζάχαρης στη ζαχαροπλαστική.

Η εκχύλισή της γινόταν μέσα σε μεγάλα δρύινα βαρέλια και πολύ αργότερα ­ μετά τη μεταφορά στις καινούργιες εγκαταστάσεις της εταιρείας ­ άρχισε να γίνεται σε μεγάλες δεξαμενές από μπετόν. Η απαγόρευση μάλιστα της ζάχαρης διατηρήθηκε ως το 1965, όταν επιτράπηκε και πάλι η χρήση της ζάχαρης.

Η επίταξη της σταφίδας

Ηρθε όμως η Κατοχή και οι Γερμανοί επίταξαν όλη την παραγωγή της σταφίδας. Το εργοστάσιο ξέμεινε από πρώτη ύλη. Τότε ήταν η εποχή του χαρουπιού. Ερχονταν χαρούπια από την Κρήτη και το εργοστάσιο πλέον μετασκευάστηκε και παρήγαγε πλέον χαρουπόμελο. Έτσι λειτούργησε μέχρι το τέλος της Κατοχής.

Από τον Σεπτέμβριο του 1945 αρχίζει την παραγωγή του χαλβά από σουσάμι

Μετά την Απελευθέρωση η επιχείρηση ξεκίνησε από το μηδέν. Το Δημόσιο όφειλε προς την επιχείρηση το τεράστιο για την εποχή ποσό των 2.500.000 δρχ., το οποίο όμως παρεγράφη έπειτα από απόφαση του τότε υπουργού Α. Σβώλου.

Με όλες τις δυσκολίες η εταιρεία κατορθώνει να ανασυνταχθεί! Κι από τον Σεπτέμβριο του 1945 αρχίζει την παραγωγή του χαλβά από σουσάμι. Μάλιστα τα προϊόντα της αρχίζουν σιγά σιγά να βγαίνουν έξω από τα όρια της Βόρειας Ελλάδας και να κατεβαίνουν και στην περιοχή της Αττικής.

Ηταν τότε που καθιερώθηκε η επωνυμία «Μακεδονικός Χαλβάς», διότι έρχονταν από την Μακεδονία! Εκτός όμως από τον χαλβά η εταιρεία παράγει σησαμέλαιο και μαρμελάδες.

Η τυποποιήση και η αναζήτηση ξένων αγορών

Το 1955 η εταιρεία Χαΐτογλου για πρώτη φορά τυποποιεί τον χαλβά σε διάφορα μεγέθη και ποικιλίες γεύσεων. Κυκλοφορεί, λοιπόν, ο μακεδονικός χαλβάς στη συσκευασία της μισής οκάς, της μιας (1.280 γραμμάρια), των δυόμισι και των πέντε οκάδων. Επίσης ενώ όλες οι άλλες εταιρείες συνεχίζουν την πώληση του χύμα χαλβά η εταιρεία Αφοί Χαΐτογλου τον συσκευάζει κι αναζητά ξένες αγορές. Αρχικά στις χώρες της Ευρώπης και στη συνέχεια στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά.

Όπως επισημαίνεται σε σχετική μελέτη της εποχής «διά την αποκλειστική παραγωγήν χαλβά δεν υπάρχουν πολλά αυτοτελή εργοστάσια, αλλά ούτος κατασκευάζεται και υπό εργοστασίων ασχολουμένων και με την παραγωγήν και άλλων ειδών τροφίμων. Η ετησία μέση παραγωγή χαλβά κυμαίνεται μεταξύ 4.500 και 5.500 τόνων εις ολόκληρον την χώραν. Διά την παρασκευήν τούτου χρησιμοποιούνται πρώται ύλαι, ως σησάμιον και σταφιδίνη ­ προϊόντα εγχώρια ­ εις αναλογίαν 50% εξ εκάστου είδους. Το προϊόν αυτό έχει μεγάλην κατανάλωσιν εις την χώραν μας, οφειλομένην εις το ότι αποτελεί ευθηνήν και θρεπτικωτάτην τροφήν. Ο χαλβάς παρασκευάζεται εις ολόκληρον την χώραν» («Η βιομηχανία της περιοχής Αθηνών – Πειραιώς κατά τα έτη 1955-1957» υπό Ν. Σιδέρη).

Το άνοιγμα στην κονσερβοποιία

Το 1962, τριάντα χρόνια μετά την απόκτηση του πρώτου εργοστασίου, η επιχείρηση μεταφέρεται και μεταστεγάζεται σε νέες εγκαταστάσεις στη βιομηχανική περιοχή Καλοχωρίου Θεσσαλονίκης, όπου βρίσκεται ως σήμερα, σε ιδιόκτητη έκταση 80.000 τ.μ.

Παράλληλα διευρύνει την δραστηριότητα της και «ανοίγεται και στην κονσερβοποιία. Απασχολεί πλέον 80 εργαζομένους. Το 1975 σταματά πια εντελώς η παραγωγή θρεψίνης ­και παίρνει τη θέση της οριστικά η μαρμελάδα.

Σήμερα πάνω από το 53% των συνολικών της πωλήσεων προέρχεται από τις εξαγωγές σε περισσότερες από 50 χώρες

Σήμερα πάνω από το 53% των συνολικών της πωλήσεων προέρχεται από τις εξαγωγές σε περισσότερες από 50 χώρες. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι το 40% των εξαγωγών της προέρχεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά. Από το ταχίνι, τον χαλβά και το παστέλι. Και οι πωλήσεις της υπερβαίνουν τα 100 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας εντυπωσιακή ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Stories